«Σκοτώστε όσες κίσσες θέλετε, αν μπορείτε να τις πετύχετε, αλλά να θυμάστε ότι είναι αμαρτία να σκοτώνεις τα κοτσύφια».

Το γνωστό βιβλίο «Oταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» της Χάρπερ Λι έχει γνωρίσει μεγάλη δημοσιότητα από την έκδοσή του, το 1960, μέχρι και σήμερα, τόσο για την ποιότητα της γραφής του όσο και για τα θέματα που θίγει. Μέσα από τα παιδικά μάτια της Σκάουτ και του Τζεμ Φιντς, η συγγραφέας εξερευνά τον παραλογισμό της στάσης των ενηλίκων απέναντι στις φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις στον αμερικανικό Νότο της δεκαετίας του ’30. Το φαινομενικά γαλήνιο και ειρηνικό Μέικομπ της Αλαμπάμα είναι στην πραγματικότητα γεμάτο προκατάληψη, βία και υποκρισία. Αλλά τη ναρκωμένη συνείδηση της πόλης θα συνταράξει το σθένος ενός ανθρώπου που αγωνίζεται για δικαιοσύνη ενάντια σε ένα σύστημα που διαιωνίζει τον φυλετικό ρατσισμό.

Το βιβλίο αυτό, χωρίς να αγνοήσουμε διάφορα κατάλοιπα ρατσιστικών αντιλήψεων που περιέχει, φέρνει στο φως την αντιμετώπιση των Αφροαμερικανών εκείνη την εποχή και μπορεί να αποτελέσει πηγή προβληματισμού και σκέψης για το πόσο έχει αλλάξει η κατάσταση σήμερα και αν όντως τα πράγματα έχουν καλυτερέψει τόσο πολύ όσο ισχυρίζονται κυρίως οι λευκοί άνθρωποι.

Παρόλο που όλοι μας θα θέλαμε να αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι στις μέρες μας διαφέρει η αντιμετώπιση των «εγχρώμων» και πως μεταβάλλεται προς το καλύτερο, ο ρατσισμός και οι διακρίσεις με βάση τις αντιλήψεις περί φυλετικής υπεροχής δεν παύουν να αποτελούν με διάφορους τρόπους πρόβλημα στη σύγχρονη κοινωνία.

Η αγενής συμπεριφορά, τα ξεσπάσματα χωρίς λόγο, η καταφυγή στη σωματική ή λεκτική βία και στην προκατάληψη αποτελούν περιπτώσεις καθημερινού ρατσισμού. Αλλά τι συμβαίνει με τον θεσμικό ρατσισμό, με τον ρατσισμό, δηλαδή, που ασκείται από τους επίσημους κοινωνικούς φορείς (κυβερνήσεις, εταιρείες, εκπαίδευση, αστυνομία, Δικαιοσύνη κ.λπ.), τη γενική δηλαδή στάση της κοινωνίας αναφορικά με την υπεροχή των λευκών και την άδικη αντιμετώπιση των υπόλοιπων ανθρώπων από το σύστημα;

Σε δικαστήρια και σχολεία

Ο θεσμικός ρατσισμός είναι ένα φαινόμενο που δεν παύει να βρίσκεται σε ισχύ σήμερα και, όπως θίγει και το βιβλίο «Οταν σκοτώνουν τα κοτσύφια», δρα άμεσα ως ανασταλτικός παράγοντας παρεμποδίζοντας την πραγματική απονομή δικαιοσύνης ενάντια σε όλες τις βίαιες και μεροληπτικές συμπεριφορές των λευκών που διαιωνίζονται από το μακρόχρονο παρελθόν. Βρίσκεται ακόμη και στην εκπαίδευση, στα σχολικά βιβλία καθώς και στις ενέργειες των δασκάλων που πολύ συχνά δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν ή να διαβάσουν υβριστικές και ρατσιστικές εκφράσεις, χωρίς να νοιάζονται για την έλλειψη σεβασμού που δείχνουν σε μία τεράστια ομάδα ανθρώπων, ενώ ταυτόχρονα, παρακινούν έτσι τους μαθητές τους να υιοθετήσουν μια παρόμοια αντίληψη.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε και τη γενική αντιμετώπιση των μη λευκών μαθητών, που πολλές φορές είναι εχθρική, καθώς σε μια σύγκρουση οι καθηγητές και οι προϊστάμενοί τους συνήθως σπεύδουν να υπερασπιστούν το λευκό παιδί, ανεξάρτητα με το ποιος φταίει. Είναι εμφανής ακόμα και στην εργασία, στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, στον κτηματομεσιτικό τομέα και σε πολλές άλλες πτυχές της κοινωνίας, είτε ως απλή προκατάληψη είτε ως ενεργή προσπάθεια των λευκών να χειροτερέψουν όσο πιο πολύ μπορούν τη ζωή ενός μη λευκού ατόμου μέσω προσβολών, συκοφαντιών και προφανούς άρνησης προσφοράς ίσων δυνατοτήτων.

Ενας επίσης από τους πιο σοβαρούς τομείς στους οποίους εμφανίζεται ο ρατσισμός είναι η ποινική δικαιοσύνη. Οι μη λευκοί άνθρωποι δεν απολαμβάνουν την επιείκεια και την αμεροληψία που θα αντιμετώπιζαν λευκά άτομα στην ίδια θέση και συχνά αναγκάζονται να εκτίσουν ποινές πιο μεγάλες από αυτές με τις οποίες θα έρχονταν αντιμέτωποι λευκοί που έχουν διαπράξει το ίδιο, ή και κάποιο χειρότερο έγκλημα. Πολλές φορές, η αθώωση ενός μη λευκού ατόμου είναι αρκετά δύσκολη καθώς, εξαιτίας των ρατσιστικών προκαταλήψεων των λευκών, οι υπόλοιποι άνθρωποι θεωρούνται αυτόματα παραβατικοί και ένοχοι για εγκλήματα με τα οποία μπορεί να μην είχαν καμία σχέση. Υπάρχει επίσης και το παράδοξο της απουσίας απονομής δικαιοσύνης για ποινικά αδικήματα που έχουν διαπράξει λευκοί, ιδιαίτερα των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, εις βάρος ανθρώπων διαφορετικού χρώματος. Συχνά βλέπουμε σε χώρες του κόσμου δολοφονίες ή άλλα αδικήματα εις βάρος μη λευκών να λαμβάνουν λίγη ή και κανενός είδους δημοσιότητα, όταν το έγκλημα έχει διαπραχθεί από έναν λευκό, στον οποίο αυτόματα αναγνωρίζονται ελαφρυντικά, χωρίς να υπάρχει μέριμνα για το άτομο που έχει υποστεί άδικη αντιμετώπιση βασισμένη στον ρατσισμό και στην ιδέα της υπεροχής των λευκών.

Είναι απαραίτητο και πάρα πολύ σημαντικό να μη μένουμε σιωπηλοί και να φέρνουμε στη δημοσιότητα συμπεριφορές και στάσεις που βασίζονται στον ρατσισμό, προκειμένου να υπάρξει μια ουσιαστική αλλαγή.