Παραμένει η ανησυχία στην Τράπεζα της Ελλάδος για την επίδραση που θα έχει τελικά η πανδημία στην ποιότητα ενεργητικού των τεσσάρων συστημικών ομίλων. Προς το παρόν δεν επιβεβαιώνεται η αρχική εκτίμηση των υπηρεσιών της για κοκκίνισμα εξυπηρετούμενων μέχρι τις αρχές του 2020 ανοιγμάτων της τάξεως των 8-10 δισ. ευρώ, ωστόσο ο διοικητής της Γιάννης Στουρνάρας είναι σε επιφυλακή, καθώς θεωρεί πως ακόμη δεν μπορεί να αποκλειστεί το αρνητικό σενάριο. Οπως λέει σε συνομιλητές του, με τα μέτρα στήριξης, όπως τα μορατόρια σε δάνεια άνω των 9 δισ. ευρώ και τα προγράμματα επιδότησης δόσεων «ΓΕΦΥΡΑ» για 60.000 νοικοκυριά και επιχειρήσεις που θα βρίσκονται σε ισχύ ως το τέλος του χρόνου, η εικόνα είναι αυτή τη στιγμή θολή. Στο πλαίσιο αυτό δεν αποκλείει μετά τη λήξη των υποστηρικτικών δράσεων να δούμε ένα κύμα νέων καθυστερήσεων. Εκτιμά δε ότι το μεγαλύτερο μέρος των νέων επισφαλειών, όποιο κι αν είναι το ύψος τους, θα προέλθει από τις χορηγήσεις που βρίσκονται σε καθεστώς αναστολής. Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, οι πρώτες ασφαλείς ενδείξεις για το αν τα σχετικά μεγέθη θα κινηθούν κοντά στην τελευταία εκτίμηση των τραπεζικών διοικήσεων, δηλαδή περί τα 3,5 δισ. ευρώ, ή θα ανέλθουν σε υψηλότερα επίπεδα, θα φανεί στο πρώτο εξάμηνο του 2022, μετά το πέρας των διευκολύνσεων που απολαμβάνουν οι δανειολήπτες σήμερα. Τι λένε οι τράπεζες Από την άλλη πάντως, στους συστημικούς ομίλους παραμένει η αισιοδοξία ότι τα κόκκινα δάνεια της πανδημίας δεν θα ξεπεράσουν τα 4 δισ. ευρώ. Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται στο γεγονός πως μέχρι τώρα οι καθαρές ροές μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παρά τη διαμόρφωσή τους σε θετικό έδαφος μετά από αρκετά τρίμηνα αρνητικών τιμών, παραμένουν σε απολύτως ελεγχόμενα επίπεδα. Επιπλέον, υποστηρίζουν τα στελέχη τους, η πλειονότητα των χορηγήσεων που μπήκαν στον πάγο το 2020, αποπληρώνονταν σε δύσκολες εποχές. Ως εκ τούτου εκτιμούν ότι με ρυθμούς ανάπτυξης της τάξεως του 6%-7% εφέτος και περί το 3,50% τα επόμενα χρόνια, οι προοπτικές να επανέλθουν σε κανονικές πληρωμές είναι ευνοϊκές. Εξάλλου, υπογραμμίζουν ότι ένα μεγάλο κομμάτι των υπό αναστολή ανοιγμάτων προέρχεται από τον τουριστικό κλάδο, που πήγε αρκετά καλά το 2021 και οι εκτιμήσεις των αναλυτών κάνουν λόγο για ένα καλύτερο 2022. «Οταν μία επιχείρηση διαβλέπει άνοδο της αγοράς στην οποία δραστηριοποιείται, ακόμη κι αν δεν έχει αναπληρώσει τις απώλειες της πανδημίας, θα κάνει τα πάντα για να μείνει πράσινη και για διατηρήσει την πρόσβασή της στον τραπεζικό δανεισμό» υποστηρίζει σχετικά τραπεζική πηγή. Προσθέτει πάντως πως υπάρχουν αρκετές αβεβαιότητες, που σχετίζονται με την εξέλιξη τόσο της υγειονομικής όσο και της ενεργειακής κρίσης. Το μέτωπο των επιτοκίων Ο πληθωρισμός αποτελεί μεγάλο κίνδυνο για την ελληνική οικονομία και κατά τον κ. Στουρνάρα. Παρότι ο ίδιος πιστεύει ότι η άνοδος των τιμών θα αποδειχθεί παροδική και μέχρι το καλοκαίρι του 2022 θα υπάρξει ισορροπία, σημειώνει ότι στο κακό σενάριο οι μακροοικονομικές προοπτικές θα επιδεινωθούν σημαντικά. Οπως λέει σε συνομιλητές του, αν δεν επιβεβαιωθεί το σενάριο της γρήγορης αποκλιμάκωσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα πιεστεί να προχωρήσει σε σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής. Μία ενδεχόμενη όμως άνοδος των επιτοκίων θα έχει άμεση επίδραση στον ιδιωτικό τομέα. Κατ’ αρχάς πλήγμα θα δεχθούν οι τράπεζες, καθώς καλούνται να συγκεντρώσουν έως το 2025 16 δισ. ευρώ μέσω ομολογιακών εκδόσεων, οι οποίες θα ακριβύνουν, επηρεάζοντας την οργανική τους κερδοφορία. Αυτόματα και το κόστος άντλησης ρευστότητας θα αυξηθεί, επιδρώντας στην επιτοκιακή πολιτική στα νέα δάνεια, ενώ στα υφιστάμενα με κυμαινόμενο επιτόκιο υπάρχει κίνδυνος ενός νέου γύρου αθέτησης πληρωμών λόγω της προς τα πάνω αναπροσαρμογής των δόσεων. Το θετικό πάντως είναι πως το Ελληνικό Δημόσιο δεν θα επηρεαστεί μετά τη ρύθμιση του κρατικού χρέους και δεν θα υπάρξει δημοσιονομική επιβάρυνση, καθώς τα επιτόκια των δανείων από τον επίσημο τομέα είναι κλειδωμένα, διασφαλίζοντας σε μεγάλο βαθμό την ομαλή εξυπηρέτησή τους.