Οβέλγος μινιμαλιστής συνθέτης Βιμ Μέρτενς δεν είναι τραγουδιστής, κόντρα τενόρος, πιανίστας, κιθαρίστας και μουσικολόγος. Είναι φιλόσοφος. Το έργο του συνδυάζει φιλοσοφική σκέψη, μαθηματική ακρίβεια και συναισθηματική έκφραση, όπως έχει αποδείξει σε αυτό το ταξίδι των 45 ετών που έχει ήδη συμπληρώσει.
Ιδιαιτέρως αγαπητός στο ελληνικό κοινό, θα εμφανιστεί για μία ακόμη φορά στην Αθήνα, στις 27 και 28 Νοεμβρίου, ετοιμάζοντας αυτές τις δύο συναυλίες αποκλειστικά για το ελληνικό κοινό. Θα παρουσιάσει σε παγκόσμια πρεμιέρα τον νέο του δίσκο «As Water is to Fish» (2025) στην αίθουσα «Ιωάννης Δεσποτόπουλος» του Ωδείου Αθηνών.

Το δε πρόγραμμά του θα συμπληρώσουν συνθέσεις με βαθιά προσωπικό ύφος που τον έχουν καθιερώσει όλες αυτές τις δεκαετίες, από τις εργασίες του «Struggle for Pleasure», «Close Cover» και «Often a Bird» μέχρι το πρόσφατο «Ranges of Robustness» (2024).
Τα πρώτα άλμπουμ-ορόσημά του είναι τα «Vergessen» και «Struggle for Pleasure» (1982), συμπεριλαμβανομένου του «Close Cove» (1986) που εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα κλασικά του έργα. Από το 1980 ο Μέρτενς έχει συνθέσει έργα σε διαφορετικές μορφές. Από τραγούδια ή lieder μέχρι μεγαλοπρεπείς και σύνθετους κύκλους τριών και τεσσάρων μερών, από σόλο πιάνο μέχρι σύνολα μουσικής δωματίου και συμφωνική ορχήστρα. Από το ντεμπούτο του με τίτλο «For Amusement Only», μια ηλεκτρονική σύνθεση για φλίπερ, ο Βιμ Μέρτενς έχει κυκλοφορήσει περισσότερα από 71 άλμπουμ.
Η εισαγωγή των φωνητικών
Στο άλμπουμ του 1985 «Maximizing the Audience» εισήγαγε τα φωνητικά, στοιχείο που αναπτύχθηκε στα μεταγενέστερα άλμπουμ. Τραγουδάει με ψηλή φωνή, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα δικής του επινόησης.
Με τα χρόνια ο Mέρτενς έχει κυκλοφορήσει άλμπουμ για διάφορα σύνολα, συμπεριλαμβανομένων της Φιλαρμονικής Ορχήστρας των Βρυξελλών και μιας ομάδας 17 μουσικών, όλες γυναίκες. Εχει συνθέσει αρκετούς κύκλους τραγουδιών, ο πιο φιλόδοξος από τους οποίους είναι ο κύκλος 37 CD με τίτλο «Qua» (box set) που περιλαμβάνει την τριλογία «Alle dinghe», την τετραλογία «Gave van niets», την τριλογία «Kere Weerom» και την τετραλογία «Aren lezen».
Μουσικές του Βιμ Μέρτενς περιλαμβάνονται στην παράσταση του Γιαν Φαμπρ «Η δύναμη της θεατρικής τρέλας» (1984), στην ταινία του Πίτερ Γκρίναγουεϊ «Η κοιλιά ενός αρχιτέκτονα» (1987), στο «Je pense à vous» των αδελφών Νταρντέν (1992), στην ταινία της Μάριον Χάνσελ «Λι – Ανάμεσα στον διάβολο και την απέραντη γαλάζια θάλασσα» (1992) και στο «Πατέρας Νταμιέν» (1999) του Πολ Κοξ, καθώς και μουσική για πιάνο και φωνή για τις βωβές ταινίες «La femme de nulle part» του Λουί Ντελούκ και «The Land Beyond the Sunset» του Χάρολντ Σο.
Συνέθεσε επίσης και ερμήνευσε για την ανδρική συλλογή του Κριστιάν Ντιόρ κατά τη διάρκεια της επίδειξης μόδας στο Παρίσι το 2008. Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο περιοδικό «Memorable Stories», ο βέλγος συνθέτης σημείωσε ότι δεν φανταζόταν ποτέ πού θα τον οδηγούσε η μουσική. «Ξεκίνησα με κλασική κιθάρα και μετά σπούδασα πιάνο σε μουσική ακαδημία.
Στα 18 μου διέκοψα τη μουσική για να σπουδάσω πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Λέουβεν, αλλά επέστρεψα στο ωδείο και αργότερα σπούδασα μουσικολογία στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης· μετά θεωρία μουσικής και πιάνο στο Ωδείο της Γάνδης και στο Βασιλικό Ωδείο των Βρυξελλών.
Ο καθηγητής πιάνου με ενθάρρυνε να εξερευνήσω τις πολιτιστικές και πολιτικές διαστάσεις της μουσικής, κάτι που διαμόρφωσε την προσέγγισή μου. Στα 27 μου είχα ήδη συνθέσει και ηχογραφήσει 12 κομμάτια. Αν και δεν σπούδασα επίσημα σύνθεση, αυτά τα έργα σηματοδότησαν την αρχή της καριέρας μου».
Ο αρχιτέκτονας του μινιμαλισμού δεν είναι μόνο συνθέτης. Είναι συγγραφέας και ερευνητής, διανοούμενος της ευρωπαϊκής μουσικής. Σε αυτά τα σχεδόν σαράντα πέντε χρόνια έχει αναπτύξει την προσωπική του μουσική «γλώσσα».
Πέρα από το προφανές
Οπως σημειώνει ο φλαμανδός συνθέτης, μπορεί να πατάει μουσικά στην παραγωγή του στις δεκαετίες του ’80 και ’90, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι «δεν πρέπει ή δεν θέλω να αλλάξω τη θεμελιώδη προσέγγιση της μουσικής μου ή το θεμελιακό μου στυλ. Το ίδιο συμβαίνει όποτε χρειάστηκε να εργαστώ και για τον κινηματογράφο.
Εδώ έχουμε περισσότερες ή μάλλον ιδιαίτερες απαιτήσεις. Είναι τα θέματα, οι εναλλαγές του ρυθμού, όπως αυτές παρουσιάζονται στην οθόνη κ.ο.κ. Πολλοί είναι εκείνοι που περιμένουν το προφανές.
Το θέμα είναι ότι ως συνθέτης να μπορώ να χρησιμοποιώ την ευελιξία μου και την όποια προσαρμοστικότητα διαθέτω ώστε η δουλειά μου να προχωρά και να αλληλοσυμπληρώνεται». Ο μινιμαλισμός έχει τους δικούς του φίλους. Το γνωρίζει αλλά δεν θέτει διαχωριστικές γραμμές. «Κάθε γενιά πρέπει να προσπαθήσει να προσθέσει τη δική της ισορροπία και το δικό της χρώμα. Και αυτό ήταν σημαντικό για τη μουσική της ευρωπαϊκής παράδοσης».
