Εξαιρετικός πιανίστας, ταλαντούχος τραγουδιστής και τραγουδοποιός, ο φοβερός και τρομερός Τζον Μπατίστ κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό το εμπνευσμένο και fun άλμπουμ «We are». Ως αρχηγός της μπάντας Stay Human, αποτελεί σταθερό μουσικό συνεργάτη του παρουσιαστή Στίβεν Κόλμπερτ στο δημοφιλές «Late Show», ενώ πρόσφατα o 34χρονος Αφροαμερικανός υπέγραψε τις τζαζ συνθέσεις και ενορχηστρώσεις (για τα υπόλοιπα κομμάτια ευθύνονται ο Τρεντ Ρέζνορ και ο Ατικους Ρος) στο σάουντρακ της υπερεπιτυχημένης ταινίας «Soul» της Pixar, που έχει ήδη τιμηθεί με Χρυσή Σφαίρα και BAFTA και αναμένεται απόψε να κερδίσει και το Οσκαρ. Τι άλλο χρειάζεται για να καταλάβουμε ότι το μέλλον τού ανήκει; Κύριε Μπατίστ, προέρχεστε από φημισμένη οικογένεια μουσικών της Νέας Ορλεάνης. Πείτε μας λίγα λόγια για τους ανθρώπους που σας καθόρισαν μουσικά. «Ο πατέρας μου ήταν ο πρώτος μου μέντορας, oι αείμνηστοι Αλβιν Μπατίστ (σ.σ. θρυλικός αβανγκάρντ κλαρινετίστας) και Ελις Μαρσάλις με επηρέασαν πολύ, το ίδιο και πολλοί από τους φίλους με τους οποίους μεγάλωσα, όπως ο Τρόι Αντριουζ, γνωστός και ως Trompone Shorty, ή ο Σάλιβαν Φόρτνερ, ένας φοβερός πιανίστας. Μάθαινα από όλους αυτούς, έτσι άρχισα να θέλω να γίνω bandleader και να συνθέτω μουσική. Στα 17 μου μετακόμισα στη Νέα Υόρκη για να σπουδάσω στην Julliard School. Eκεί κατάλαβα ότι πολλά από αυτά που μου έδιναν και συνεχίζουν να μου δίνουν έμπνευση προέρχονται από τη ζωή, από τη γειτονιά μου και τους διαφορετικούς χαρακτήρες που υπάρχουν γύρω μου. Ημουν πάντα πολύ παρατηρητικός και μπορούσα να μετουσιώνω εύκολα ένα συναίσθημα σε νότες. Δεν είχα πάντα πλήρη συνείδηση αυτής της ικανότητάς μου». Αρχική έμπνευση για το άλμπουμ σας ήταν τo κίνημα Black Lives Matter. Διαδηλώσατε μάλιστα πολλάκις πέρυσι το καλοκαίρι… «Αντιμετωπίζουμε στις ΗΠΑ ζητήματα φυλετικά, ταξικά και ισότητας των φύλων. Μας μπερδεύουν αυτά τα θέματα και προκαλούν δυσλειτουργίες. Είναι πολύ κακός αυτός ο τρόπος κατηγοριοποίησης των ανθρώπων, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι έχουμε πιο πολλές ομοιότητες παρά διαφορές. Οταν βάζουμε ετικέτες για να αποκλείσουμε κάποιους ή για να οργανώσουμε την κοινωνία, αυτό που συμβαίνει στο τέλος είναι ότι ένα κατασκεύασμα μετατρέπεται σε απόλυτη αλήθεια και η πραγματική αλήθεια βάλλεται και υποφέρει. Γι’ αυτό βγήκα στους δρόμους πέρυσι, ήθελα να είμαι μια φωνή ενάντια στην απάθεια, θεωρώ ότι από κάπου πρέπει να αρχίσουμε να κάνουμε πιο ειλικρινείς και πιο φιλοσοφημένες συζητήσεις». Κρίνοντας πάντως από τα ακατάτακτα τραγούδια του δίσκου σας, φαίνεται πως οι κατηγοριοποιήσεις δεν σας αρέσουν ούτε στη μουσική… «Ακριβώς. Δεν καταλαβαίνω τον διαχωρισμό της μουσικής σε διάφορα είδη που δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα. Αυτά που υπάρχουν όμως είναι η πολιτιστική κληρονομιά, η κουλτούρα μας και η ψυχή των καλλιτεχνών. Οταν ακούς Στίβι Γουόντερ, ακούς το πνεύμα και την ψυχή του, το ίδιο συμβαίνει και όταν ακούς τον Γιο-Γιο Μα ή τη Νίνα Σιμόν. Μεγάλωσα στη Νέα Ορλεάνη, σε μια συγκεκριμένη εποχή. Ηθελα να φτιάξω ένα άλμπουμ που να τα τιμά όλα αυτά και ό,τι έχω ζήσει και ας μην του ταίριαζε καμιά ταμπέλα. Η αληθινή τέχνη δεν δημιουργείται για να εμπορευματικοποιηθεί, αλλά αποτελεί γνήσια έκφραση του εσωτερικού κόσμου του καλλιτέχνη και των επιδράσεων που έχει δεχθεί». Πείτε μου για τη συνεργασία σας με τον Κουίνσι Τζόουνς, έναν από τους ελάχιστους που μπορούμε να αποκαλούμε ζωντανούς θρύλους. «Τον γνώρισα το 2011 και μερικά χρόνια αργότερα αρχίσαμε να συνεργαζόμαστε και πιο στενά. Τον θαύμαζα ανέκαθεν, είχα διαβάσει και την αυτοβιογραφία του, είναι ένας φοβερός τύπος που έχει ατελείωτες ιστορίες να πει, πάντα είναι ο τελευταίος που φεύγει από τα πάρτι και μοιάζει πάντα ο πιο νέος από όλους, κι ας είναι σχεδόν ενενηκοντούτης. Είναι πολύ σημαντικό να έχεις πρόσβαση σε μια τέτοια προσωπικότητα, πρόκειται για αστείρευτη πηγή. Μου φαίνεται αδιανόητο το ότι πιστεύει σε εμένα, έγραψε και κάποια πολύ συγκινητικά λόγια στο σημείωμα του άλμπουμ, μου έδωσε τη σκυτάλη που είχε περάσει σε αυτόν κάποτε ο Ντιουκ Ελινγκτον, την ευθύνη για τη δημιουργία μουσικής χωρίς στεγανά και όρια. Το βρίσκω πολύ ξεχωριστό αυτό». Παρεμπιπτόντως, καλή επιτυχία στα Οσκαρ! «Oh, man! Είμαι ενθουσιασμένος και χαρούμενος που αναγνωρίστηκε η προσπάθειά μας και ανυπομονώ να πάω στην τελετή απονομής. Ο Θεός είναι μεγάλος!». Το ντουέτο «Show me the way» με τη φημισμένη λογοτέχνιδα Ζέιντι Σμιθ πώς προέκυψε; «Η σύντροφός μου, η Σουλέικα Τζουάντ, είναι συγγραφέας και κάνουμε παρέα με τη Ζέιντι, η οποία τραγουδάει αλλά δεν θέλει να το ξέρει πολύς κόσμος αυτό. Τζαμάρουμε συχνά μαζί, μια φορά έτυχε να μιλάμε μέσω Ζoom όσο τελείωνα το συγκεκριμένο τραγούδι και τη ρώτησα αν ήθελε να με συνοδεύσει με τη φωνή της. Ετσι συνέβη αυτό, πολύ φυσικά και αυθόρμητα». Με εντυπωσιάζει στην περίπτωσή σας και η αισθητική σας, το καλλιτεχνικό όραμά σας δεν περιορίζεται στη μουσική. Πώς καλλιεργήθηκε η πιο visual πλευρά σας; «Οταν ήμουν μικρός, ζωγράφιζα και η ζωγραφική ήταν πολύ σημαντική για εμένα. Ημουν επίσης ανέκαθεν πολύ ένθερμος υποστηρικτής τού να έχει κανείς πολλές ασχολίες, έτσι είναι και η μητέρα μου και μας μετέδωσε την ίδια φιλοσοφία. Μας έβαζε να μάθουμε παράλληλα σκάκι, τένις και πώς να γράφουμε κώδικα στον υπολογιστή. Μου άρεσαν επίσης τα anime και τα videogames, ειδικά το “Final Fantasy VII” και οποιοδήποτε βιντεοπαιχνίδι σου επιτρέπει να φτιάξεις έναν δικό σου κόσμο. Οταν φτιάχνω ένα τραγούδι, έχω ένα ολόκληρο σύμπαν στο μυαλό μου». Πείτε μου και μερικούς συναδέλφους σας, στην ηλικία σας ή νεότερους, που σας αρέσουν. «Μου αρέσουν οι Infinity Song, πέντε αδέλφια που έχουν φτιάξει μια πολύ ωραία μπάντα, έχουν δουλέψει με τον Κάνιε Γουέστ και κάνουν και δικά τους πράγματα. Θέλω όμως να αναφέρω και μερικούς νέους πιανίστες που θαυμάζω πολύ. Ο Σον Μέισον, o Τζόι Αλεξάντερ, ο Γάλλος Ματίς Πικάρ είναι πολύ ταλαντούχοι, όμως μάλλον ο αγαπημένος μου είναι ο 19χρονος Μάθιου Γουίτακερ, ένα τυφλό παιδί, πολύ χαρισματικός μουσικός».