Ο Αντρέι Κουρκόφ είναι ο σημαντικότερος ουκρανός πεζογράφος, δηλαδή, για να είμαστε ακριβείς, ένας από τους σημαντικότερους ρωσόφωνους συγγραφείς της Ουκρανίας, αφού το μυθοπλαστικό του έργο είναι γραμμένο στα ρωσικά, ενώ η αρθρογραφία του, ιδίως μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, είναι γραμμένη στα ουκρανικά.
Η πεζογραφία του Κουρκόφ ανήκει στη μεγάλη παράδοση που άφησε ο Μπουλγκάκοφ, όπως έχει πει και ο ίδιος, αν και για τον ενημερωμένο αναγνώστη αυτό είναι πασιφανές, ιδίως μετά την έκδοση του τελευταίου μυθιστορήματός του Σαμψών και Ναντιέζντα, που σου φέρνει στον νου τη Λευκή φρουρά του ρώσου συγγραφέα. Οι αναλογίες και οι συγκρίσεις, μολονότι παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, δεν είναι του παρόντος.

Αντρέι Κουρκόφ. Σαμψών και Ναντιέζντα. Μετάφραση Σταυρούλα Αργυροπούλου. Εκδόσεις Καστανιώτη, 2025, σελ. 336, τιμή 18 ευρώ.
Οποιος (καθώς ο γράφων) είχε την τύχη να δει το Κίεβο πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, θα θαυμάσει τον τρόπο με τον οποίο ο Κουρκόφ αναδεικνύει την ατμόσφαιρα και την τοπογραφία αυτής της σκοτεινής και απίστευτα γοητευτικής πόλης την εποχή που ζούσε ένα δράμα ακόμη χειρότερο από το σημερινό, δηλαδή την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, όταν η εξουσία άλλαζε χέρια, από τους Λευκούς του αρχιστράτηγου Ντενίκιν (που τον θαυμάζει ο Πούτιν!) στους Μπολσεβίκους – και αντιστρόφως.
Το χάος του εμφυλίου πολέμου
Είναι άνοιξη του 1919, δύο χρόνια σχεδόν μετά το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, όταν είναι αβέβαιο αν θα νικήσουν οι Μπολσεβίκοι τους Λευκούς στον εμφύλιο πόλεμο. Στο Κίεβο οι Κοζάκοι έχουν εξαπολύσει πογκρόμ και σκοτώνουν αδιακρίτως όποιον βρεθεί στον δρόμο τους. Ενα από τα θύματα είναι ο πατέρας του νεαρού πρωταγωνιστή, Σαμψών, που του ανοίγουν με μια σπαθιά το κεφάλι. Με μια δεύτερη σπαθιά κόβουν το αφτί του Σαμψών.
Εκείνος θα πρέπει να επιβιώσει και μέσα στην αναταραχή βρίσκεται σχεδόν συμπτωματικά να υπηρετεί στη νεοσύστατη Σοβιετική Πολιτοφυλακή της πόλης. Δεν του παίρνουν το σπίτι (σπίτι σχετικά ευκατάστατης οικογένειας) κι ο νεαρός έχει αρκετά χρήματα (που του είχε αφήσει ο πατέρας του) για να καλύπτει τα έξοδα της συντήρησής του. Μόνο που θα του φυτέψουν ως συγκατοίκους δύο στρατιώτες, τον Φιόντορ και τον Αντόν, οι οποίοι επιδίδονται στις κλεψιές και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι πώς θα λιποτακτήσουν.
Ο προϊστάμενος του Σαμψών στην Πολιτοφυλακή τού αναθέτει διάφορες υποθέσεις αλλά ο Σαμψών ενεργεί κάποτε με δική του πρωτοβουλία. Η πρώτη έρευνα αφορά ένα μυστηριώδες κόκαλο από ασήμι, η αναζήτηση της προέλευσης του οποίου εμπλέκει τον Σαμψών σε μιαν άνευ προηγουμένου περιπέτεια, στην οποίαν εμπλέκονται και άλλοι των οποίων μόνο μέλημα είναι πώς θα μείνουν στο περιθώριο και θα επιβιώσουν: ράφτες, τσαγκάρηδες, πρώην παπάδες, ένας κόσμος σε συνεχή αναταραχή που επιστρατεύει τον κυνισμό και το δηλητηριώδες χιούμορ σε μια εποχή που η ανθρώπινη ζωή δεν αξίζει δεκάρα. Οι φόνοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον, σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο.
Μια όμορφη κοπέλα
Ο Σαμψών συναντά μια νέα και όμορφη κοπέλα, τη Ναντιέζντα, η οποία εργάζεται στην υπηρεσία απογραφής. Πόσο αξιόπιστα όμως είναι τα στοιχεία που περιέχουν οι καρτέλες, όταν κάθε μέρα σκοτώνονται άνθρωποι και η σύνθεση του πληθυσμού αλλάζει διαρκώς; Η σχέση των δύο νέων δεν είναι ακόμη ερωτική, μολονότι ο διακριτικός ερωτισμός υπάρχει.
Δεν σμίγουν ερωτικά, αν και ο Σαμψών φιλοξενεί τη Ναντιέζντα στο σπίτι του και κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι. Το τι θα συμβεί αργότερα θα το μάθουμε, υποθέτω, στο επόμενο μυθιστόρημα του Κουρκόφ, γιατί αυτό είναι το πρώτο μιας τριλογίας, χωρίς να σημαίνει ότι δεν έχει την αυτονομία του. Είναι ένα αυτόνομο μεν αλλά «ανοιχτό» μυθιστόρημα – πόσο μάλλον αφού κινείται σε μιαν αβέβαιη εποχή.
Το αφτί που του απέκοψαν οι Κοζάκοι ο Σαμψών το κρατά σ’ ένα συρτάρι, αφού ο γιατρός τον βεβαιώνει ότι δεν μπορεί να συγκολληθεί. Αλλά συμβαίνει το μυστηριώδες: το αποκομμένο αφτί «ακούει», κι ό,τι ακούει το μεταβιβάζει στον Σαμψών.
Η παρουσία του κάτω από την κατά τα άλλα ρεαλιστική αφήγηση της προσθέτει μια υπερρεαλιστική αίσθηση κι ένα πικρό χιούμορ: προς τι όλα αυτά; Και γιατί συνέβησαν; Τι είναι ο άνθρωπος, ή σωστότερα: σε τι μεταβάλλεται μέσα στο χάος και τη μαυρίλα μιας άγριας – αλλά και ανάξιας – εποχής; Νομίζω πως ο Κουρκόφ προκειμένου να μιλήσει για το παρόν επέλεξε το παρελθόν, όπου βρίσκεται το αλληγορικό νόημα της εποχής του, όπως συμβαίνει ή τουλάχιστον όπως την αντιλαμβάνεται καλύτερα ο ίδιος. Για να γράψει αυτό το βιβλίο ο συγγραφέας κατέφυγε στα αρχεία της εποχής, αλλά δεν πρόκειται μόνο για ιστορικό μυθιστόρημα (εν μέρει είναι και αυτό) ή ακόμη κι ένα πολιτικό θρίλερ.
Μάστορας της λεπτομέρειας
Ο Κουρκόφ ξέρει να αξιοποιεί τις λεπτομέρειες χωρίς να επιβαρύνει την αφήγηση – το αντίθετο: οι λεπτομέρειες οδηγούν στον αναβαθμό της και στις αλλαγές στον ψυχισμό του Σαμψών – όταν, λ.χ., αναφέρεται στο πιστόλι του και στο πώς το χρησιμοποιεί αντιλαμβανόμαστε την ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσει μαζί του. Είναι ουσιώδες τμήμα της προσωπικότητάς του και όχι μόνον ένα μέσον προστασίας.
Οταν πέφτει νύχτα σε ενέδρα και σκοτώνει κατά λάθος δύο μέλη της πανίσχυρης μυστικής αστυνομίας αντιλαμβανόμαστε το χάος που επικρατεί στην πόλη. Το Κίεβο είναι σκοτεινό, αλλά αυτό δεν οφείλεται μόνο στο ότι έχουμε ατμόσφαιρα θρίλερ. Η νύχτα εδώ είναι μια χώρα θανάτου – εξ ου και ο φόβος και το χάος.
Το πώς περπατάει κανείς και το τι ρούχα φοράει ορίζουν σε μεγάλο βαθμό το ποιος είναι και την οικονομική του κατάσταση σε μια περίοδο όπου κυκλοφορούν τρία διαφορετικά είδη νομισμάτων. Γι’ αυτό και δύο από τα χαρακτηριστικότερα πρόσωπα της αφήγησης είναι ράφτες που μπορούν να εκτιμήσουν όχι μόνον την ποιότητα των ρούχων αλλά και το μέγεθος, το κοινωνικό status και την κοψιά όσων τα φορούν.
Σπουδαίο μυθιστόρημα ατμόσφαιρας
Tο κακό, όπως η ζωή στο σύνολό της, είναι άθροισμα λεπτομερειών. Τις λεπτομέρειες ο Κουρκόφ τις χρησιμοποιεί εξαντλητικά. Ονομάζει όλους τους δρόμους από όπου περνάει ο Σαμψών, περιγράφει σπίτια και γραφεία, και ξαφνικά ο αναγνώστης βρίσκεται στο Κίεβο της εποχής και σχηματίζει μέσα του έναν νοητό χάρτη.
Oπως ο περίγυρος δεν έχει σημασία χωρίς τους ανθρώπους, έτσι και οι άνθρωποι δεν υπάρχουν χωρίς τον περίγυρο. Αυτό είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα ατμόσφαιρας – και όχι μόνο. Το μετέφρασε άριστα από τα ρωσικά μια εξαιρετική μεταφράστριά μας: η Σταυρούλα Αργυροπούλου. Ανυπομονούμε για τη συνέχεια που έπεται, όπως μας υπόσχεται στο τέλος ο Κουρκόφ.
