Εγχειρίδιο επιβίωσης 2026: Μένουμε κρυμμένοι στα ψηφιακά μας χαρακώματα μέχρι να σταματήσει ο βομβαρδισμός στα social media για την ταινία «Καποδίστριας» του Γιάννη Σμαραγδή. Διότι μαίνεται πόλεμος. Άγριος, ανεξέλεγκτος πόλεμος μεταξύ δύο εντελώς διαφορετικών κόσμων.
Το υδρογόνο του 2025 εξαντλείται, ο πυρήνας του συρρικνώνεται και τα εξωτερικά στρώματα διογκώνονται. Σε λίγες ώρες αυτός ο γεμάτος – από πολλές απόψεις – χρόνος θα νεκρώσει, με την ένταση στην εκπνοή του, ωστόσο, να μας ακολουθεί και στο 2026. Γιατί αν κάτι είναι σίγουρο, είναι πως το ταξίδι του Καποδίστρια βρίσκεται στην αρχή του και έχει πολλά ακόμα να μας δώσει.
Η τελευταία ταινία του Γιάννη Σμαραγδή, από τις πρώτες μέρες της προβολής της στους κινηματογράφους, έχει σημειώσει σημαντικές εισπράξεις. Το επόμενο διάστημα, μάλιστα, ενδέχεται να κόψει πολλά περισσότερα εισιτήρια. Οι αίθουσες γεμίζουν, το κοινό, στην πλειοψηφία του, είναι ικανοποιημένο και οι κριτικοί, με τη σειρά τους, καταθέτουν την άποψή τους. Και κάπου εδώ εντοπίζεται το ρήγμα στις σχέσεις τους.
Κοινό και κριτικοί, αν κρίνουμε από την κατάσταση που επικρατεί στα social media, παρακολούθησαν κάτι άλλο. Οι πρώτοι, έχοντας χωνέψει έναν σχεδόν αψεγάδιαστο Καποδίστρια και με την ευαίσθητη χορδή του περήφανου αλλά αδικημένου Έλληνα να πάλλεται, υπερασπίζονται τον Γιάννη Σμαραγδή. Και όχι μόνο τον υπερασπίζονται, αλλά τον αποθεώνουν δακρυσμένοι, χειροκροτώντας την ταινία που «μόλις την είδα κατάλαβα γιατί την πολεμούν».
Και ποιοι είναι αυτοί που την πολεμούν; Οι κριτικοί με τις χαμηλές τους βαθμολογίες, αυτοί που έγραψαν για τα τεχνικά λάθη της ταινίας, την χαμηλή αισθητικής της, την απόπειρα αγιογραφίας του Καποδίστρια και όχι αντικειμενικής απόδοσης της Ιστορίας.
Το ίδιο συνέβη με τον «Ελ Γκρέκο» και τον «Καζαντζάκη», το ίδιο έγινε και με τον Καποδίστρια. Ο Γιάννης Σμαραγδής, με λίγα λόγια, μένει πιστός στο σινεμά του. Του αρέσει να εξυψώνει, όλα τα υπόλοιπα είναι ψιλά γράμματα. Το θέμα είναι πως το μεγαλύτερο μέρος του κοινού δεν ενδιαφέρεται για το τεχνικό κομμάτι (σε αντίθεση με τους κριτικούς που κάνουν τη δουλειά τους), αλλά για το μήνυμα. Και το μήνυμα είναι πως έναν καλό και ικανό ηγέτη είχαμε, αλλά τον έφαγαν. Ή, ακόμα χειρότερα, αποφάσισε έχοντας στο πλευρό του την Παναγιά, να θυσιαστεί.
Δεν θέλει και πολύ να φουσκώσει το πατριωτικό συναίσθημα σε μια εποχή που ψάχνουμε τρόπους να το τονώσουμε. Η ταινία δημιουργήθηκε για να καλύψει τα κενά. Όχι τα κινηματογραφικά, τα ηθικά. Και ο Καποδίστριας του Γιάννη Σμαραγδή, όσο άγαρμπα κι αν τα καλύπτει, από τη στιγμή που παρουσιάζεται ως ένας ολοκληρωμένος και σοφός άνθρωπος (υπάρχει τέτοιος;), αγκαλιάστηκε από τους θεατές που αναζητούν το τέλειο σε μια εποχή που όλοι – και δικαιολογημένα – έχουν τις ατέλειές τους.
Οι αντίθετες απόψεις στα social media, σε συνδυασμό με τις δηλώσεις του Γιάννη Σμαραγδή περί woke ατζέντας, τον πόλεμο που δέχθηκε και τη μη χρηματοδότηση από το Κέντρο Κινηματογράφου, ουσιαστικά ενθάρρυναν τους θεατές να βγουν μπροστά και να τον προστατεύσουν. Διότι ο σκηνοθέτης είναι ο αγγελιοφόρος της αλήθειας, της αλήθειας για τον Καποδίστρια που κάποιοι προσπάθησαν να κρύψουν αλλά τελικά, με τη βοήθεια κάποιων υπερφυσικών δυνάμεων ίσως (όπως και στην ταινία), δεν τα κατάφεραν.
Υπάρχουν λοιπόν οι χειροκροτητές του Καποδίστρια και οι «εχθροί» του Γιάννη Σμαραγδή τις τελευταίες μέρες στα social media. Ανάμεσά τους, στριμωγμένοι και ίσως λίγο κουρασμένοι, βρίσκονται οι απλοί παρατηρητές που είτε σκοπεύουν να παρακολουθήσουν την ταινία για να σχηματίσουν τη δική τους άποψη είτε σκοπεύουν να την παρακολουθήσουν για να γελάσουν. Όπως και να’χει, αισθανόμαστε κάπως άβολα.
