Τo «D» στο σήμα «κρέμεται» στον αέρα. Το Deutz είναι πια μισό, σκουριασμένο, καρφωμένο πάνω σε ένα καπό που έχει δει περισσότερους χειμώνες απ’ όσους θα έπρεπε να θυμάται. Από πίσω είναι γυμνό. Χωρίς πλαστικά, χωρίς καλύμματα, μόνο μέταλλο, βίδες και λάσπη που έχει στεγνώσει πάνω σε λάσπη.

Έξι δεκαετίες πάνω στο καπό ενός Deutz. Αρκετός χρόνος για να φθαρεί το μέταλλο στο σήμα. Όχι αρκετός, όμως, για να έρθει μια ουσιαστική αλλαγή στο αγροτικό ζήτημα.
Είναι Deutz D40. Πιθανότατα D40.1, αρχές της δεκαετίας του ’60. Τριάντα–κάτι ίπποι. Αερόψυκτος κινητήρας, καμία πολυτέλεια. Μόνο μια μηχανή φτιαγμένη να αντέχει. Εκείνα τα χρόνια, η Deutz δεν κατασκεύαζε τρακτέρ για εκθέσεις «έξυπνης» γεωργίας, αλλά εργαλεία επιβίωσης. Ικανά να δουλεύουν με λάθος καύσιμο, με λάθος συντήρηση, με λάθος καιρό. Επισκευάζονταν πρόχειρα, με ένα κατσαβίδι, λίγο σύρμα και μερικές κατάρες στον αέρα. Συνήθως έφτανε.

Η πίσω όψη του Deutz D40. Χωρίς πλαστικά, χωρίς καλύμματα, χωρίς ανέσεις. Έτσι δούλεψε για δεκαετίες η πραγματική ελληνική γεωργία. Εκτεθειμένη, πρόχειρα συντηρημένη, υποχρεωμένη μόνο να αντέχει.
Τα D40 των ’60s–’70s έβγαιναν ανοιχτά. Χωρίς καμπίνα, χωρίς προστασία, χωρίς τίποτα. Η καμπίνα έμπαινε εκ των υστέρων, σε τοπικά συνεργεία και σιδεράδες με εισαγόμενα «κουτιά» γενικής χρήσης. Καμία δεν ήταν ίδια με την άλλη. Άλλο ύψος, άλλα τζάμια, άλλες κολλήσεις. Ό,τι άντεχε.
Το D40 ήταν ένα από τα πιο διαδεδομένα τρακτέρ της μεταπολεμικής Ευρώπης. Δεν σχεδιάστηκε για μεγάλες εκτάσεις και επιδείξεις δύναμης, αλλά για μικρούς αγρότες που έπρεπε να θρέψουν οικογένειες, σε εποχές που η δουλειά στη γη είχε ακόμα κανόνες. Στην Ελλάδα ήρθε μαζικά στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και δούλεψε παντού. Σε κάμπους, σε πλαγιές, σε νησιά, σε χωράφια άνισα και δύσκολα.
Έμαθε τους δρόμους προτού στρωθεί η άσφαλτος. Και όταν ήρθε η άσφαλτος, δεν την πάτησε για να πάει βόλτα. Την πάτησε για να πάρει τη θέση του στα μπλόκα.
Ήταν εκεί, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν οι σταφιδοπαραγωγοί και οι καπνοπαραγωγοί άρχισαν να παλεύουν για τιμές που να τους αφήνουν όρθιους. Το 1978, με την ένταξη στην ΕΟΚ, άκουσε το σύνθημα «Τιμές Αθηνών και όχι Βρυξελλών» να γίνεται κραυγή στους δρόμους. Το 1987 έφτασε στην Ελασσόνα, όταν οι καπνοπαραγωγοί απέκλεισαν την περιοχή για οκτώ συνεχόμενες μέρες και τα μαγαζιά έκλειναν μαζί τους, σαν σιωπηλή συμφωνία επιβίωσης.

Παλιά και νέα τρακτέρ στην ίδια λωρίδα κυκλοφορίας. Η ελληνική ύπαιθρος σε πλήρη κλίμακα, από τον μικρό παραγωγό που επιβιώνει με μηχανήματα μισού αιώνα, έως τις σύγχρονες εκμεταλλεύσεις που πιέζονται από το ίδιο κόστος.
Το 1996 είδε τη Νίκαια να μετατρέπεται σε σύμβολο και τα μπλόκα σε άτυπο κοινοβούλιο. Έζησε την κατάρρευση του καπνού, το κλείσιμο των εργοστασίων ζάχαρης, τη συρρίκνωση του βαμβακιού κατά εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα. Είδε τη γη να μετατρέπεται σε λογαριασμό με «ιστορικά δικαιώματα» που κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει.
Βρέθηκε εκεί όταν η Θεσσαλία πλημμύρισε, αλλά και όταν στέγνωσε. Όταν η ευλογιά αφάνισε κοπάδια και όταν το πετρέλαιο κόστιζε περισσότερο από τη σοδειά. Όταν οι επιδοτήσεις έγιναν υποκατάστατο της παραγωγής και όταν άρχισαν να καθυστερούν, επειδή είχαν χαθεί μέσα στο ίδιο το σύστημα που τις διαχειριζόταν. Μέχρι τη στιγμή που οι αγρότες κατάλαβαν πως δεν διαπραγματεύονται πια όρους και ποσοστά, αλλά το ίδιο το δικαίωμα να υπάρχουν.
Φέτος, στη Νίκαια βρίσκεται στην άκρη του μπλόκου, εκεί που τελειώνει η παγωμένη «φάλαγγα» και αρχίζει η εθνική. Μπροστά είναι τα John Deere και τα New Holland με τις οθόνες αφής, τα GPS και τα πολύπλοκα λογισμικά. Πίσω, το D40, χωρίς συνδρομές, χωρίς κωδικούς, έτοιμο να ανοίξει με ένα κατσαβίδι. Η τελευταία μηχανή που δεν είναι προϊόν, αλλά εργαλείο. Φθείρεται αργά. Αξιοπρεπώς. Με τον κινητήρα να «βήχει», αλλά να μην σβήνει.
Αυτό το τελευταίο τρακτέρ του μπλόκου, με τη σκουριά στο καπό και μια μηχανή που δουλεύει κόντρα σε κάθε λογική, δεν αφηγείται το παρελθόν της αγροτικής Ελλάδας. Καταγράφει, μονάχα, το αδιέξοδό της.
