Αλογα στο χιόνι, νυκτόβια πλάσματα, αγωνίες 40αρηδων: Τι φέρνει το Φεστιβάλ Δράμας στην Αθήνα

Τρεις σκηνοθέτες – ο Νεριτάν Ζιντζιρία, ο Κωστής Θεοδοσόπουλος και ο Αλέξανδρος Χαντζής – μας ξεναγούν στο τοπίο των ταινιών τους, λίγο πριν τις προβολές του αφιερώματος «Το Φεστιβάλ Δράμας ταξιδεύει στην Αθήνα» στις 20-23 Νοεμβρίου, στο Τριανόν.

Αλογα στο χιόνι, νυκτόβια πλάσματα, αγωνίες 40αρηδων: Τι φέρνει το Φεστιβάλ Δράμας στην Αθήνα

Δύο μήνες και κάτι ημέρες μετά την ολοκλήρωσή του, το 48o Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, κατηφορίζει στην Αθήνα φέρνοντας μαζί του τις ελληνικές ταινίες των διαγωνιστικών του προγραμμάτων.

Ανάμεσα σε αυτές που θα παρακολουθήσουμε, είναι το «Noi» του Νεριτάν Ζιντζιρία, βραβευμένο με τον Χρυσό Διόνυσο της διοργάνωσης, το «Αυτός που κάποτε υπήρχε» του Κωστή Θεοδοσόπουλου, τιμημένο με τον Αργυρό Διόνυσο – Βραβείο Σκηνοθεσίας Τώνια Μαρκετάκη, το Βραβείο Drama Queer και τα βραβεία Ανδρικής Ερμηνείας για τον Άρη Μπαλή (συνσεναριογράφο στην ταινία μαζί με τον Κ. Θεοδοσόπουλο) και Σχεδιασμού Μακιγιάζ και Κομμώσεων για τη Δήμητρα Γιατράκου, αλλά και το ποδοσφαιρόφιλο «Φούιτ» του Αλέξανδρου Χαντζή, ταινία που ξεχωρίσαμε στο Εθνικό Διαγωνιστικό κι ας μην βραβεύτηκε.

«Noi»

Το εδώ και το τώρα της ύπαρξης μας αλλά και οι αντοχές της κοινωνίας μας σε όλο τους το εύρος, απασχολούν τους Έλληνες δημιουργούς μέσα από μια ευρύτατη θεματολογία ιστοριών.

Ξεκινώντας από το σινεμά του Νεριτάν Ζιντζιρία και το χιονισμένο τοπίο του «Noi», βυθιζόμαστε σε μία πάλλευκη ιστορία απώλειας, εκδίκησης και συγχώρεσης καθώς ένα αγόρι που χάνει τον αδερφό του από ένα ατύχημα με το αγαπημένο του άλογο, πρέπει να διανύσει την απόσταση ανάμεσα στον πόνο της απώλειας και την συνειδητοποίηση του εαυτού του.

«Ο τόπος και το χιόνι, έφερε την κατάλληλη θερμοκρασία, σε μια ταινία η οποία εξερευνά το εμπύρετο του διλήμματος: εκδίκηση ή συγχώρεση.»

Γιατί ο σκηνοθέτης επέλεξε τη συγκεκριμένη θεματική; «Ο τόπος και το χιόνι, έφερε την κατάλληλη θερμοκρασία, σε μια ταινία η οποία εξερευνά το εμπύρετο του διλήμματος: εκδίκηση ή συγχώρεση. Είναι ένα γνώριμο μοτίβο, ειδικά στις βαλκανικές ιστορίες, που πάντα με γοητεύει γιατί φέρνει τους ήρωες αντιμέτωπους με την ηθική, την τιμή, τη δικαιοσύνη. Με την προσωπική αίσθηση του καθήκοντος», σχολιάζει ο 36χρονος Ζιντζιρία, με καταγωγή από τα Τίρανα, που πρωτογνωρίσαμε με το επίσης βραβευμένο με τον Χρυσό Διόνυσο «Χαμομήλι» πριν από 13 χρόνια.

«Noi»

«Σε αντίθεση με την τρίτη ταινία που είχα γυρίσει στην Ιταλία σχεδόν δέκα χρόνια πριν, εδώ ο μικρός ήρωας δεν εμμένει εμμονικά στην εκδίκηση. Την υποφέρει, τον βασανίζει, αλλά ευτυχώς η νιότη του τού υπενθυμίζει κάτι από τη στόφα από την οποία είμαστε όλοι φτιαγμένοι. Ή τουλάχιστον έτσι θέλω να το βλέπω», προσθέτει ο σκηνοθέτης. Ο τίτλος προέκυψε μεταγενέστερα: «Έψαχνα κάτι που θα άνοιγε μια ακόμη διάσταση μέσα στην ταινία και σίγουρα δεν ήθελα να υπάρχει άρθρο μπροστά. Έτσι επέλεξα το Noi, που στην ντοπολαλιά σημαίνει «εμείς»: ο κόσμος μας, ο τρόπος μας. Και ψυχοακουστικά λειτούργησε πολύ καλά για μένα».

Νεριτάν Ζιντζιρία

Ο Νεριτάν Ζιντζιρία έμεινε σχεδόν οκτώ μήνες στην περιοχή του Μετσόβου για τη διαδικασία των γυρισμάτων, προκειμένου να γνωρίσει τους ανθρώπους και κυρίως, για να τον γνωρίσουν κι εκείνοι. Σήμερα θυμάται όλα τα απρόοπτα – από τις μπαταρίες και τα καλώδια μέχρι το να παγώνουν ακόμη και οι καφετιέρες. «Αλλά αυτό που τώρα αναπηδάει στο μυαλό μου είναι ο Άνταμ, το πρωταγωνιστικό άλογο», περιγράφει. «Ένας Ισπανός επιβήτορας που μάθαμε στο γύρισμα πως δεν είχε δει ποτέ του χιόνι. Στην αρχή ήταν διστακτικός μπροστά σε αυτό το απέραντο λευκό και στο τέλος, ελεύθερος, μας ακολουθούσε παντού και έπαιζε με το χιόνι».

«Αυτός που κάποτε υπήρχε»

Σε άλλο κινηματογραφικό ύφος, κινούμενος στο τοπίο του σινεμά είδους, ο Κωστής Θεοδοσόπουλος μας τοποθετεί στον κόσμο του βαμπιρικού θρίλερ και στον κοινωνικό αποκλεισμό που περιβάλλει τη σχέση δύο queer αντρών ενώ ένα εγκαταλειμμένο ναυπηγείο γίνεται το φόντο που τονίζει τη μεταφυσική ταυτότητα τους ως βρικολάκων-απόκληρων.

«Η ιδέα γεννήθηκε στις αρχές της καραντίνας, όταν ένας φίλος πήγε να δώσει αίμα για τον άρρωστο πατέρα του και του ζητήθηκε να υπογράψει ότι από το 1977 και μετά δεν έχει συνάψει ομοφυλοφιλική σχέση.»

«Η ιδέα γεννήθηκε στις αρχές της καραντίνας, όταν ένας φίλος πήγε να δώσει αίμα για τον άρρωστο πατέρα του και του ζητήθηκε να υπογράψει ότι από το 1977 και μετά δεν έχει συνάψει ομοφυλοφιλική σχέση», λέει ο Κωστής Θεοδοσόπουλος για την ταινία του «Αυτός που κάποτε υπήρχε». Όπως παρατηρεί: «Μαζί με τον Άρη Μπαλή, που συνυπογράφει το σενάριο και συμπρωταγωνιστεί με τον Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη, πειραματιστήκαμε πάνω σε αυτή την αρχική συνθήκη και αποφασίσαμε να της δώσουμε μια μεταφυσική τροπή. Τα βαμπίρ είναι από την απαρχή τους συνδεδεμένα με το queer στοιχείο, ειδικά στη λογοτεχνία, συχνά με τρόπο υπόγειο και υπαινικτικό. Αν σκεφτούμε πώς γεννήθηκε ο μύθος, εμφανίζονται σαν φανταστικές προβολές ενός απαγορευμένου εαυτού, κάτι που μπορούσε να εκδηλωθεί μόνο μεταμφιεσμένο και κρυμμένο μέσα σε ένα πλάσμα της νύχτας. Εμάς μας ενδιέφερε να φέρουμε αυτόν τον υπαινιγμό στο προσκήνιο».

Κωστής Θεοδοσόπουλος

Εξηγώντας την επιλογή της τοποθεσίας για τα γυρίσματα της ταινίας, ο Θεοδοσόπουλος σχολιάζει πως το εγκαταλελειμμένο ναυπηγείο στην Ελευσίνα ήταν μια επιλογή που έγινε με τον διευθυντή φωτογραφίας, Πέτρο Γκορίτσα, γιατί κρίθηκε ότι προσφέρει την ιδανική εικόνα περιθωρίου.

#DISFF48 He who once was, Kostis Theodosopoulos

«Είναι ένας σκληρός βιομηχανικός χώρος δίπλα στη θάλασσα, χωρίς κανένα ίχνος ζωντανής ανθρώπινης παρουσίας, μόνο απομεινάρια από το πέρασμά της. Ο χώρος έχει έναν σχεδόν τελετουργικό χαρακτήρα και λειτούργησε για εμάς ως το ιδανικό κεντρικό σκηνικό», συμπληρώνει.

«Φούιτ»

Σε διαφορετικό υπαρξιακό μοτίβο ο Αλέξανδρος Χαντζής αγκαλιάζει με αγάπη και δόσεις γλυκόπικρου χιούμορ τη βαθιά αγωνία ενός 40αρη ιδιοκτήτη αναψυκτήριου στην ελληνική επαρχία που παλεύει να πραγματώσει το όνειρο του να γίνει ποδοσφαιριστής ενώ μοιράζεται ακόμα την ίδια στέγη με την παρεμβατική γριά μητέρα του. Η ταινία είναι αφιερωμένη στον θείο του σκηνοθέτη, εμπνευσμένη από τη ζωή του και μάλιστα οι ρίζες της είναι θεατρικές.

«Κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας που ήμασταν λίγο πιο δημιουργικοί και δεν μας είχε πάρει ακόμα από κάτω, αποφάσισα να γράψω ένα θεατρικό έργο, το οποίο βραβεύτηκε κιόλας στα Κρατικά Θεατρικά Βραβεία, για να πω την ιστορία του θείου μου του Σπύρου, του αδερφού της μαμάς μου που έζησε και πέθανε στα Γρεβενά το 2015. Ο φίλος μου ο Μάκης Παπαδημητρίου έλεγε από τότε ότι θα μπορούσε να γίνει μια ταινία μικρού μήκους, όπως και έγινε», μας λέει ο 40χρονος σκηνοθέτης.

«Ένιωσα ότι ο θείος μου ήταν ένας τυπικός χαρακτήρας της ελληνικής επαρχίας, ο οποίος προσπαθεί αλλά δεν τα καταφέρνει, βαθιά παρεξηγημένος.»

Τι το ενδιαφέρον έχει η ιστορία του θείου του; «Ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος είχε πάρα πολλές ταμπέλες πάνω του, τοποθετημένες από την κοινωνία που τον αντιμέτωπιζε ως γραφικό λόγω των στοιχείων που συγκέντρωνε: έμεινε ανύπαντρος μέχρι που πέθανε, συγκατοικούσε με τη μητέρα του επί χρόνια και έπαιζε καθημερινά ποδόσφαιρο θέλοντας να γίνει ποδοσφαιριστής μέχρι που από ένα σημείο και μετά, κατάλαβε ότι δεν μπορεί να συμβεί αυτό. Η συμπεριφορά του επηρεάστηκε πολύ από την αλλαγή που συνέβη στην πόλη μετά το σεισμό του 1995, την ανέγερση πολυκατοικίας στη θέση του παλιού σπιτιού και το αναψυκτήριο που δούλευε ο ίδιος απέναντι από το γήπεδο. Η ζωή του ήταν μόνο γήπεδο, μαγαζί, μαγαζί, γήπεδο. Όταν το αναψυκτήριο άρχισε να μην πηγαίνει καλά για διάφορους λόγους, το φορτίο του φάνηκε ακόμα πιο βαρύ. Οι ταμπέλες τον ακολουθούσαν μέχρι και που πέθανε.

Αλέξανδρος Χαντζής

Ένιωσα ότι ο θείος μου ήταν ένας τυπικός χαρακτήρας της ελληνικής επαρχίας, ο οποίος προσπαθεί αλλά δεν τα καταφέρνει, βαθιά παρεξηγημένος. Ακολούθησε τη ζωή που τον οδήγησε σε ένα σημείο όπου η συνθήκη γύρω του έγινε ασφυκτική. Και έχει ενδιαφέρον γιατί υπάρχουν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι που, χωρίς να ανήκουν με εμφανή τρόπο, σε κάποια ευάλωτη κοινωνική ομάδα, απομονώνονται σαν ταμπού, κυκλοφορούν ανάμεσά μας σαν να είναι αόρατοι, σαν να έχουν πάθει φούιτ και περπατούν ξεφούσκωτοι δίπλα μας κι εμείς δεν τους παίρνουμε χαμπάρι».

#DISFF48 Fuit, Alexandros Chantzis

Ο Αλέξανδρος Χαντζής δεν σκέφτηκε να γυρίσει την ταινία στα Γρεβενά όχι μόνο λόγω του αυξημένου κόστους παραγωγής, αν και η ταινία του είχε χρηματοδότηση από την ΕΡΤ και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, αλλά και των αλλαγών στο τοπίο της πόλης που ήθελε να αποτυπώσει μετά την ανάπλαση του γηπέδου και τη μετανομασία του σε «Μίλτος Τεντόγλου» προς τιμήν του γρεβενιώτη Ολυμπιονίκη στο άλμα εις μήκος. Έτσι η ταινία γυρίστηκε σε λίγες μέρες σε σημεία της Αττικής που θυμίζουν επαρχία, στον Ασπρόπυργο, στο Κερατσίνι, σε κάποια σημεία του Περιστερίου. Στην επαρχιακή πόλη του «Φούιτ» δεν αναφέρονται πουθενά τα Γρεβενά  ως ο τόπος που διαδραματίζεται η ιστορία – «θα μπορούσε να είναι και το Αγρίνιο που μεγάλωσα», λέει ο σκηνοθέτης.

Από το παγωμένο βαλκανικό τοπίο του Ζιντζιρία, το μυστηριώδες σινεμά του φανταστικού του Θεοδοσόπουλου ως τη μπανάλ ελληνική πραγματικότητα του Χαντζή, οι αφηγήσεις περιστρέφονται γύρω από τα αδιέξοδα μας, τελετουργικά, μαγικά ή απλώς ρεαλιστικά.

Πίσω στην πραγματικότητα, ο Χαντζής, που δουλεύει σταθερά στον χώρο της τηλεόρασης, δεν κρύβει την δυσφορία του για το πώς επιδιώκει να γυρίσει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του εδώ και μία δεκαετία, αλλά δεν τα καταφέρνει εξαιτίας της αστάθειας στα χρηματοδοτικά εργαλεία της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής. Τώρα το πρότζεκτ φαίνεται να έχει μπει σε τροχιά υλοποίησης ωστόσο ο ίδιος επισημαίνει ότι το έμψυχο υλικό του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού χρειάζεται περισσότερη χρηματοοικονομική στήριξη από τον κρατικό προϋπολογισμό – «πρέπει να συνεχίσουμε να αιτούμαστε και να δυναμώνουμε τη φωνή μας».

Προς ένα καλύτερο μέλλον

Ο Κωστής Θεοδοσόπουλος συμπληρώνει ότι τα αιτήματα της πρωτοβουλίας «Σινεμά στην Ελλάδα – Ορατότης Μηδέν» διατυπώθηκαν με σαφή και εμπεριστατωμένο τρόπο και ήδη λειτούργησαν ως μοχλός πίεσης. Προσεγγίζει τα βραβεία με τα οποία διακρίθηκε το «Αυτός που κάποτε υπήρχε» ως μια «επιπλέον αναγνώριση της δουλειάς ολόκληρης της ομάδας που στάθηκε πίσω από αυτή την ταινία». Μαζί με τους παραγωγούς του, την Αντιγόνη Ρώτα και τον Αλέξη Αναστασιάδη, σχεδιάζουν την πορεία της ταινίας στο εξωτερικό, από τη φεστιβαλική της διαδρομή μέχρι τη συνεργασία με τους sales agents. Παράλληλα, δουλεύουν την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, η οποία βρίσκεται σε στάδιο ανάπτυξης σεναρίου.

Ο Νεριτάν Ζιντζιρία όντας εργασιομανής, με μια νέα μικρού μήκους ταινία στα σκαριά, μία τηλεοπτική σειρά και δύο μεγάλου μήκους ταινίες σε διάφορα στάδια ανάπτυξης, αξιολογεί τη βράβευσή του με τον Χρυσό Διόνυσο ως ένα ακόμη εφαλτήριο. Όπως λέει ο ίδιος «Ίσως είναι μια δικαίωση, μια προσωρινή ευφορία. Είναι μεγάλη χαρά να βλέπεις να πρωταγωνιστεί εκεί έξω μια ταινία που έγινε με πίστη, αφοσίωση και όνειρα. Προσωπικά, είναι και άλλη μια παρηγοριά για τους γονείς μου, που κάποτε ήθελαν να με δουν δικηγόρο».

Λίγο πριν κάνει το άλμα στη μεγάλου μήκους ταινία, ο Ζιντζιρία δουλεύει με υπομονή και πίστη ότι το τοπίο μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο – αρκεί να υπάρξει ειλικρινής συζήτηση και ένα πραγματικά συνεργατικό κλίμα ανάμεσα στους δημιουργούς και τους θεσμικούς φορείς. Οπως παραδέχεται «Το τελευταίο διάστημα, με τα αιτήματα των κινηματογραφιστών στο προσκήνιο, αισθάνομαι πως υπάρχει μια συλλογική εγρήγορση. Αν αυτή η ορμή μετουσιωθεί σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, τότε το ελληνικό σινεμά έχει πολύ δρόμο μπροστά του. Είμαι συγκρατημένα αισιόδοξος – μπορώ, άλλωστε, αλλιώς;».

INFO Τo Φεστιβάλ Δράμας Ταξιδεύει στην Αθήνα – Οι ελληνικές ταινίες του 48ου DISFF στον κινηματογράφο Τριανόν (Κοδριγκτώνος 21), Διάρκεια προβολών: 20-23 Νοεμβρίου 2025.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version