Stanley Clarke: «Πάντα ήμουν από αυτούς που αγκαλιάζουν τα νέα πράγματα»

Ο ζωντανός θρύλος της τζαζ, Stanley Clarke, μιλά στο ΒΗΜΑ με αφορμή την επικείμενη συναυλία του στο θέατρο Παλλάς και εξηγεί γιατί τίποτα δεν συγκρίνεται με ένα live με πολύ αυτοσχεδιασμό.

Stanley Clarke: «Πάντα ήμουν από αυτούς που αγκαλιάζουν τα νέα πράγματα»

Μυθικός μπασίστας, συνθέτης, bandleader, παιδί-θαύμα από τα ’70s, άνθρωπος που έγραψε ιστορία στο jazz fusion, στο funk και στη μουσική για τον κινηματογράφο: ο Stanley Clarke επιστρέφει στην Αθήνα για μία μόνο βραδιά, την Τετάρτη 19 Νοεμβρίου, στο Θέατρο Παλλάς, στο πλαίσιο της σειράς συναυλιών Jazz Masters. Για τους φίλους της τζαζ, το όνομά του δεν χρειάζεται συστάσεις. Για όλους τους υπόλοιπους, αρκεί να πούμε ότι μιλάμε για τον συνιδρυτή, μαζί με τον Chick Corea, των Return to Forever – ίσως του πιο εμβληματικού fusion γκρουπ στην ιστορία της jazz – και για έναν μουσικό που άλλαξε για πάντα τον ρόλο του μπάσου.

Γεννημένος στη Φιλαδέλφεια, μυήθηκε στη μουσική μέσα από τη μητέρα του, που τραγουδούσε όπερα και ζωγράφιζε. Από το βιολί και το ακορντεόν πέρασε στο κοντραμπάσο «γιατί κανείς δεν το ήθελε», όπως λέει χαρακτηριστικά, μια πρόκληση που τον οδήγησε να αφιερώσει τη ζωή του στο να κάνει το μπάσο «να ακούγεται όμορφα».

Πολύ πριν κλείσει τα 20, είχε ήδη παίξει με θρύλους όπως οι Curtis Fuller, Joe Henderson, Dexter Gordon, Horace Silver, Art Blakey, Stan Getz. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η συνεργασία του με τον Chick Corea και η δημιουργία των Return to Forever άνοιξαν νέους δρόμους για όλη τη jazz-rock / fusion σκηνή, ενώ τα προσωπικά του άλμπουμ – με κορυφαίο το εμβληματικό School Days – έγιναν σημείο αναφοράς για γενιές μπασιστών.

Παράλληλα, ο Clarke έγινε περιζήτητος συνεργάτης (Miles Davis, Bill Evans, Jeff Beck, Aretha Franklin, Keith Richards κ.ά.) και αγαπημένος συνθέτης του Χόλιγουντ, υπογράφοντας soundtracks για μεγάλες κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές οι οποίες απευθύνονται πρωτίστως στην κοινότητα των μαύρων. Σήμερα, στην πιο ώριμη φάση της καριέρας του, συνεχίζει να κοιτά μπροστά, πλαισιωμένος από μια all star μπάντα: Cameron Graves στα keyboards, Beka Gochiashvili στο πιάνο και Mike Mitchell στα τύμπανα.

Σας έχουν χαρακτηρίσει «παιδί-θαύμα», «βιρτουόζο», «θρύλο» – όλοι αληθινοί χαρακτηρισμοί, αλλά ίσως περιοριστικοί για κάποιον τόσο πολυσχιδή όσο εσείς. Όταν γυρίζετε με το μυαλό στα πρώτα σας χρόνια στη Φιλαδέλφεια, τι θεωρείτε ότι διαμόρφωσε περισσότερο τη μουσική σας ταυτότητα;

Νομίζω πως το πιο σημαντικό πράγμα που μου συνέβη ήταν ότι στάθηκα πολύ τυχερός με τους δασκάλους μου. Είχα πολλούς δασκάλους μουσικής στη ζωή μου – σχεδόν όλοι ήταν πραγματικά εξαιρετικοί, εκτός από έναν. Αλλά ακόμα πιο σημαντικό κι από αυτό ήταν το δώρο της μουσικής από τη μητέρα μου και η ενθάρρυνση που μου έδωσε. Εκείνη, τρόπον τινά, με οδήγησε να γίνω ο μουσικός της οικογένειας.

Ήταν μια ημι-επαγγελματίας τραγουδίστρια όπερας – όχι full pro, δεν τραγούδησε στο Carnegie Hall, αλλά τραγουδούσε όπερα όλη μέρα στο σπίτι και ήταν και σπουδαία ζωγράφος. Νομίζω ότι μου πέρασε την αίσθηση της σημασίας του να είσαι καλλιτέχνης, του να θέλεις να δημιουργείς. Αυτό, για μένα, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά.

Δεν είχε καμία σχέση με τον τρόπο που περιγράφεται σήμερα η καλλιτεχνική ζωή: παίζεις κάτι, βγάζεις λεφτά, αγοράζεις αμάξι, έχεις δίπλα σου όμορφες γυναίκες κ.λπ. Σε μένα δεν παρουσιάστηκε ποτέ έτσι.

Εγώ ήθελα να γίνω πραγματικά καλός σε κάτι, να αποκτήσω μια δεξιότητα – όπως όταν γίνεσαι γιατρός ή δικηγόρος. Το πήρα πολύ σοβαρά. Και φυσικά, αργότερα στη ζωή, μπόρεσα να απολαύσω κι όλα αυτά που ανέφερα πιο πριν… Επίσης, από νωρίς κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι να μάθεις τα θεμέλια της μουσικής: πώς να διαβάζεις παρτιτούρα, πώς να αναπτύσσεις την τεχνική και την ικανότητά σου στο όργανο – στο δικό μου, το ακουστικό μπάσο – αλλά και σύνθεση, θεωρία, αρμονία.

Και κάτι ακόμα: απέκτησε ηγετικές δεξιότητες. Είχα μπάντες από τα 15-16 μου, και η πρώτη μπάντα που ήταν πραγματικά δική μου ήταν όταν ήμουν 17. Έπρεπε να μάθω πώς να ηγούμαι ανθρώπων, πώς να μεταφέρω τη μουσική μου στους υπόλοιπους, ώστε να μπορούμε να παίζουμε ζωντανά. Όλες αυτές οι δεξιότητες, νομίζω, με διαμόρφωσαν σε αυτό που είμαι σήμερα.

Ξεκινήσατε με βιολί και ακορντεόν, πριν ανακαλύψετε το κοντραμπάσο. Θυμάστε τη στιγμή που καταλάβατε ότι αυτό ήταν η αληθινή σας «φωνή» ως μουσικός;

Απολύτως. Θυμάμαι πολύ καλά την πρώτη στιγμή που έπιασα στα χέρια μου ένα ακουστικό μπάσο. Μου ήρθαν δύο σκέψεις. Η πρώτη ήταν ότι ήταν ένα πολύ ασυνήθιστο όργανο – και ότι είχε απαίσιο ήχο!

Στο σχολείο δεν φρόντιζαν ιδιαίτερα τα όργανα, και αυτό συμβαίνει συχνά. Το ακουστικό μπάσο, λόγω μεγέθους, είναι δύσκολο να συντηρηθεί. Αυτό που βρήκα έμοιαζε να μην το είχε αγγίξει κανείς για πολύ καιρό. Εγώ όμως ήμουν πάντα τύπος που του αρέσουν οι προκλήσεις. Έτσι αποφάσισα ότι θα παιδέψω αυτό το μπάσο και θα προσπαθήσω να το κάνω να ακούγεται όμορφα. Αυτή είναι, στην πραγματικότητα, η πραγματική αποστολή όλης της καριέρας μου: να κάνω το μπάσο να ακούγεται όμορφο.

Και το έχω πετύχει σε πολλές περιπτώσεις – υπάρχουν ηχογραφήσεις όπου πραγματικά απολαμβάνω τον ήχο που βγάζει το όργανο, κι αυτό συμβαίνει και με πολλούς άλλους μπασίστες που ακολούθησαν: δίνουν χρόνο στο να βρουν καλές χορδές, καλό όργανο, σωστή τεχνική για να παράγουν έναν όμορφο ήχο. Η δεύτερη σκέψη ήταν ότι… κανείς δεν ήθελε αυτό το όργανο. Στο σχολείο μας είχαν ανακοινώσει: «Όποιος θέλει να παίξει όργανο, ελάτε να διαλέξετε».

Όλοι διάλεξαν κάτι – εκτός από το μπάσο. Οπότε σκέφτηκα ότι θα έχει κάτι πολύ ιδιαίτερο και ξεχωριστό για μένα αν το πάρω εγώ. Και έτσι έγινε. Νομίζω ότι σε όλα τα χρόνια που ήμουν σε εκείνο το σχολείο, ήμουν ο μόνος μπασίστας. Ήταν cool.

Η συνεργασία σας με τον Chick Corea και η δημιουργία των Return to Forever αναδιαμόρφωσε πλήρως τη jazz fusion. Τι θυμάστε από εκείνες τις πρώτες συνεδρίες; Νιώθατε τότε ότι ανοίγατε καινούργιο δρόμο;

Ναι, πίστευα ότι αυτή η μπάντα έκανε κάτι διαφορετικό. Όχι τόσο στο καθαρά θεωρητικό-μουσικό επίπεδο, όσο στον τρόπο που παίζαμε μαζί και στον τρόπο που αλληλεπιδρούσαμε μεταξύ μας. Γνώρισα τον Chick σε ένα live με τον Joe Henderson.

Ο πιανίστας μας δεν μπορούσε να έρθει και ήρθε ο Chick από τη Νέα Υόρκη για να παίξουμε μαζί. Εκεί γνωριστήκαμε, μιλήσαμε για αυτό που αργότερα έγινε οι Return to Forever και υπήρχε κάτι πολύ διαφορετικό στον τρόπο που σκεφτόμασταν τη μπάντα. Υπήρχαν πολλές συγκεκριμένες ιδέες – αρκετές για να γεμίσουν βιβλίο.

Υπάρχει βέβαια ένα βιβλίο που θα βγει φέτος ή στις αρχές του επόμενου χρόνου, όπου εξηγώ με λεπτομέρειες εκείνη τη συνάντηση. Ήταν πραγματικά κάτι το ιδιαίτερο. Ξέραμε ότι αυτό που κάναμε ήταν διαφορετικό. Όχι απαραίτητα ότι θα «αλλάζαμε το πρόσωπο της μουσικής», αλλά ότι ήταν κάτι ξεχωριστό.

Είναι πολύ σημαντικό για έναν άνθρωπο να αναγνωρίσει ότι έχει τη δική του ιδέα για κάτι και να τη διαλέξει, να την κυνηγήσει. Πολλοί επιλέγουν τον εύκολο δρόμο: να αντιγράψουν κάποιον άλλον. Στη μουσική και στην τέχνη γενικότερα, πάντα υπάρχει ένας βαθμός μίμησης – πολλοί λένε ότι «δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο». Το καταλαβαίνω, αλλά δεν είναι απόλυτα σωστό. Μπορείς να πάρεις κάτι παλιό, να το αλλάξεις και να το κάνεις καινούργιο.

Κάπως έτσι δουλέψαμε. Ήμασταν πολύ γενναίοι, νομίζω. Χρειαζόταν πολύ θάρρος, ειδικά για τον Chick, να πει: «Θα το κάνω, και δεν θα ακούγεται όπως αυτά που έκανα πριν, δεν θα ακούγεται σαν Miles Davis, σαν John Coltrane, σαν Bill Evans ή οτιδήποτε άλλο – θα είναι κάτι διαφορετικό». Και αυτό ακριβώς κάναμε.

Από τον Miles Davis και τον Jeff Beck μέχρι την Aretha Franklin και τον Keith Richards – έχετε συνεργαστεί με μια απίστευτη γκάμα καλλιτεχνών. Τι εκτιμάτε περισσότερο σε μια μουσική συνεργασία;

Το πιο σημαντικό πράγμα σε μια συνεργασία, για μένα, είναι η ειλικρίνεια. Και δεύτερον, η ενέργεια – πολλή ενέργεια προς έναν συγκεκριμένο στόχο. Και φυσικά, να υπάρχει στόχος. Να υπάρχει λόγος που το κάνεις. Όλες οι καλές συνεργασίες στις οποίες συμμετείχα ήταν με ανθρώπους εξαιρετικά ικανούς σε αυτό που κάνουν, που ήξεραν πραγματικά τι κάνουν: ο Chick Corea, ο George Duke και πολλοί άλλοι.

Αυτούς τους ανθρώπους τους εκτιμώ βαθιά, γιατί μπορείς να μάθεις από αυτούς – κι εκείνοι μπορούν να μάθουν από σένα. Ένα από τα ωραία πράγματα στους Return to Forever ήταν ότι όλοι μάθαμε ο ένας από τον άλλον – σε μουσικό επίπεδο, σε κοινωνικό επίπεδο, σε επίπεδο κοινής λογικής, ακόμα και σε πνευματικά θέματα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό.

Θα ήταν τρομερά βαρετό να παίζεις απλώς σε μια μπάντα, να παίζεις τις ίδιες νότες, να πας σπίτι, να κοιμηθείς, να ξυπνήσεις και να ξαναπαίξεις τις ίδιες νότες. Για μένα, πρέπει να υπάρχει κάτι παραπάνω.

Έχετε γράψει εκτενώς για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Πώς συγκρίνεται η σύνθεση για την εικόνα με την ζωντανή εμφάνιση; Το ένα τροφοδοτεί το άλλο δημιουργικά;

Το να γράφω μουσική για ταινίες ήταν ένα πραγματικό δώρο. Ήταν κάτι υπέροχο από πολλές πλευρές: οι συνθέτες – ειδικά παλιότερα – μπορούσαν να βγάλουν πολύ καλά χρήματα, και γνώριζες μερικούς από τους πιο δημιουργικούς (και μερικές φορές πιο τρελούς) ανθρώπους που υπάρχουν. Αν το σκεφτείς, ο κινηματογράφος είναι μια συνάντηση πολλών διαφορετικών δεξιοτήτων. Έχεις τη μουσική, φυσικά.

Έχεις τη μυθοπλασία, κάποιον που γράφει μια ιστορία, η οποία γίνεται σενάριο. Έχεις όλες τις τεχνικές δεξιότητες που χρειάζονται, την τεχνολογία, τον συγχρονισμό μουσικής και εικόνας. Χρειάζεσαι έναν πολύ καλό σκηνοθέτη, έναν καλό διευθυντή φωτογραφίας, ένα ολόκληρο επιτελείο. Αν όλοι αυτοί είναι πραγματικά καλοί στη δουλειά τους και δουλεύουν ως ομάδα, προκύπτει μια σπουδαία ταινία.

Σε σύγκριση με αυτό, το live για μένα ήταν σχεδόν… ξεκούραση. Η δουλειά στον κινηματογράφο είναι πολύ δύσκολη: συνεργάζεσαι με πολλούς ανθρώπους, με πολλές διαφορετικές ιδέες, και πρέπει να διαπραγματεύεσαι συνεχώς τις σκέψεις σου. Όταν παίζεις live, έχεις την ευκαιρία να τα αφήσεις όλα να βγουν προς τα έξω. Νομίζω ότι σήμερα εκτιμώ το live περισσότερο απ’ όσο όταν ήμουν νεότερος – και αυτό το λέω ενώ είμαι πια και συνθέτης κινηματογράφου.

Λίγοι καλλιτέχνες κινούνται τόσο φυσικά ανάμεσα σε jazz, funk, fusion, pop και κλασική μουσική. Πιστεύετε ότι τα μουσικά «είδη» έχουν ακόμα σημασία το 2025 ή έχουν πια ξεπεραστεί;

Νομίζω ότι είναι χάσιμο χρόνου να επικεντρώνεσαι στο να ανήκεις σε ένα είδος. Είναι απόλυτο χάσιμο χρόνου. Οι γραμμές ανάμεσα στα είδη έχουν ήδη θολώσει, και όσο προχωράμε σ’ αυτό το ταξίδι πάνω στον πλανήτη Γη, θα θολώσουν ακόμα περισσότερο. Πιστεύω ότι ο καθένας πρέπει να παίζει αυτό που θέλει να παίζει, αυτό που έχει μέσα στην καρδιά του, και ας αφήσει κάποιον άλλον να του βάλει ταμπέλα.

Στις πρόσφατες ζωντανές σας εμφανίσεις πλαισιώνεστε από εξαιρετικούς νεότερους μουσικούς. Πόσο σημαντικός είναι για εσάς σήμερα ο ρόλος της «μεταλαμπάδευσης» και του διαλόγου ανάμεσα στις γενιές;

Η καθοδήγηση (mentorship) είναι πάρα πολύ σημαντική. Αυτή είναι, στην πραγματικότητα, η ιστορία της jazz. Όταν κοιτάμε πίσω στην ιστορία της τζαζ, συχνά ξεχνάμε ότι ο Miles Davis ήταν κι εκείνος κάποτε 20 χρονών και έπαιζε με κάποιον.

Ο Charlie Parker ήταν πολύ νέος σε μια εποχή που η μουσική αυτή διαμορφωνόταν. Η τζαζ – ή όπως κι αν την πούμε – ήταν πάντα μια μουσική που την οδηγούν οι νέοι. Όλες οι μεγάλες αλλαγές σε αυτή τη μουσική – και γενικά σε κάθε μουσική – ήρθαν από νέους ανθρώπους. Οι νέοι έχουν φυσικά την τάση να θέλουν καινούργιες ιδέες, διαφορετικές ιδέες, έχουν πολλή ενέργεια. Πάντα έτσι ήταν. Όταν ήμουν νέος, έπαιζα με σπουδαίους μουσικούς. Στάθηκα απίστευτα τυχερός: Horace Silver, Dexter Gordon, Joe Henderson.

Ιδιαίτερα μεγάλη χαρά μου έδωσε το ότι υπήρξα μέλος των Jazz Messengers του Art Blakey – από τις πιο περήφανες στιγμές μου. Έπαιξα με τον Horace Silver και πραγματικά απόλαυσα τις στιγμές με τον Stan Getz. Είχαμε μια καταπληκτική μπάντα: εγώ, ο Chick Corea, ο Tony Williams, ο Airto Moreira και φυσικά ο Stan Getz. Φανταστικό σχήμα.

Μαθαίνεις πράγματα με τέτοιους ανθρώπους. Πολλοί από τους μέντορές μου ήταν πολύ καλοί μαζί μου, με στήριξαν. Μου στάθηκαν όταν ήμουν 17-18 χρονών, στην αρχή της διαδρομής. Είναι εξαιρετικά σημαντικό αυτό, γιατί κρατά τη μουσική ζωντανή και σε κίνηση μέσα στον χρόνο.

Έχετε κερδίσει πολλά μουσικά βραβεία. Πέρα από τις διακρίσεις, ποια στιγμή της καριέρας σας θεωρείτε πιο σημαντική;

Η πιο περήφανη μουσική στιγμή μου ήταν σε έναν χώρο στο Σαν Φρανσίσκο που λέγεται SF Jazz. Είναι ένας σπουδαίος οργανισμός, ένα είδος κέντρου παραστατικών τεχνών. Έπαιξα εκεί τέσσερις βραδιές, σε ένα πολύ όμορφο θέατρο, και ένα από τα βράδια μου ζήτησαν να παίξω ένα σόλο στο μπάσο.

Έπαιξα λοιπόν ένα ακουστικό bass solo για ενενήντα λεπτά. Ήταν απίστευτο. Ο κόσμος πραγματικά κατάλαβε αυτό που έκανα. Νομίζω πως, χωρίς καν να το συνειδητοποιώ, είχα περάσει όλη μου τη ζωή προετοιμάζοντας τον εαυτό μου για αυτό το ένα πράγμα. Και ήμουν τόσο ευτυχισμένος… γιατί κανείς δεν μου πέταξε ντομάτες!

Ο κόσμος έχει αλλάξει ριζικά από τη δεκαετία του ’70 – τεχνολογικά, πολιτισμικά, πνευματικά. Πώς έχει εξελιχθεί η δική σας σχέση με τη μουσική μέσα σε όλες αυτές τις μεταμορφώσεις;

Όσον αφορά την εξέλιξη στη μουσική και την τέχνη, πάντα ήμουν από αυτούς που αγκαλιάζουν τα νέα πράγματα – ειδικά την τεχνολογία, τις πολιτισμικές αλλαγές, τις νέες πνευματικές αντιλήψεις.

Πρέπει να το κάνεις αυτό. Αν δεν το κάνεις, μένεις κολλημένος. Γίνεσαι ένας τύπος που νομίζει ότι ο δικός του τρόπος σκέψης είναι ο μόνος σωστός. Είναι εγωιστικό, είναι κοντόφθαλμο. Καταλαβαίνω ότι όσο μεγαλώνουμε, γινόμαστε πιο σταθεροί στις συνήθειές μας.

Αλλά αν κοιτάξεις ανθρώπους σαν τον Miles Davis, ή τη σύντομη ζωή του John Coltrane, ή πολλούς μεγάλους ζωγράφους και συγγραφείς, θα δεις ότι όλοι οι σπουδαίοι εξελίσσονται. Καταλαβαίνουν πόσο σημαντική είναι η εξέλιξη.

Είστε συνθέτης, bandleader, δάσκαλος, παραγωγός. Όταν ανεβαίνετε στη σκηνή σήμερα, τι είναι αυτό που ακόμη σας ενθουσιάζει περισσότερο στο live παίξιμο;

Αυτό που με ενθουσιάζει – και συνεχίζει να με ενθουσιάζει – στο να ανεβαίνω στη σκηνή, είναι η στιγμή που η μπάντα φτάνει σε ένα σημείο όπου ο καθένας δημιουργεί ακριβώς αυτό που θέλει να δημιουργήσει και ταυτόχρονα είναι πλήρως συντονισμένος με το τι κάνουν οι υπόλοιποι. Κάτι συμβαίνει τότε, κάτι μαγικό.

Και, όσο κι αν ακούγεται περίεργο, είναι θεραπευτικό. Αν μιλήσεις με πολλούς μουσικούς, θα σου πουν ότι οι στιγμές που νιώθουν πιο υγιείς – σωματικά, πνευματικά και ψυχικά – είναι ακριβώς όταν κατεβαίνουν από τη σκηνή μετά από ένα τέτοιο live.

Δεν υπάρχει τίποτα σαν μια σπουδαία συναυλία, ειδικά στην τζαζ, όπου ο αυτοσχεδιασμός παίζει τόσο κεντρικό ρόλο. Είσαι όσο πιο ελεύθερος μπορείς να είσαι: αυτοσχεδιάζεις, παίζεις αυτό που νιώθεις – και αυτό λειτουργεί. Και όταν ο κόσμος σου χαρίζει το χειροκρότημά του, είναι σαν να σου λέει: «Σε ακούσαμε και μας άρεσε». Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από αυτό. Απολύτως τίποτα.

Για πολλούς θαυμαστές σας, το «School Days» είναι κάτι σαν ύμνος. Τι σημαίνει για εσάς αυτό το κομμάτι σήμερα, μετά από τόσα χρόνια;

Το άλμπουμ «School Day»s ήταν, στην πραγματικότητα, κάτι πολύ απλό. Ήταν ένας δίσκος που έγινε εύκολα, γιατί ξεκινούσε από ένα απλό σημείο στην καρδιά μου: την ελευθερία. Ήταν η έκφραση ενός νέου ανθρώπου που ένιωθε απίστευτα ελεύθερος.

Ήταν μια υπέροχη εποχή στη Νέα Υόρκη – και στο Λος Άντζελες επίσης. Εγώ ζούσα τότε στη Νέα Υόρκη, αλλά ετοιμαζόμουν να μετακομίσω στην Καλιφόρνια. Η μουσική βιομηχανία ήταν φιλόξενη. Αγκάλιαζε όλα τα είδη μουσικής.

Νομίζω ότι, αν με ρωτήσεις, εκείνη η περίοδος – τα μέσα των ’70s – ήταν η καλύτερη εποχή για την instrumental μουσική. Δεν νομίζω ότι ξαναέγινε καλύτερη από τότε. Είχα κι ένα σπουδαίο δισκογραφικό label που μου έλεγε: «Πήγαινε απλώς να γράψεις μουσική, Stanley. Γύρνα σε δύο μήνες. Ορίστε και τα χρήματα για να το κάνεις». Αυτό είναι τεράστιο πράγμα. Ηχογραφούσα στο Electric Lady, το στούντιο του Jimi Hendrix. Ήταν μια υπέροχη περίοδος. Θα έλεγα λοιπόν ότι η λέξη-κλειδί είναι «ελευθερία».

Το κομμάτι «School Days» είναι η αίσθηση του πώς ένιωθα όταν ήμουν στο σχολείο. Πέρασα πολύ ωραία ως μαθητής, ειδικά στο μουσικό σχολείο. Υπήρχαν πολλές νέες ιδέες, ο κόσμος σκεφτόταν τι θα κάνει με τη ζωή του.

Η μουσική τότε δεν ήταν κάτι που σκεφτόσουν ότι μπορεί να αποτύχει. Η μουσική βιομηχανία ήταν πολύ δυνατή, και η ιδέα να μπεις σε αυτήν είχε περισσότερο να κάνει με την αξία, με το πόσο καλός ήσουν, παρά με το στυλ.

Έπρεπε πραγματικά να μπορείς να κάνεις κάτι – είτε ήταν τζαζ, blues, ροκ, pop, οτιδήποτε. Σήμερα, με την τεχνολογία, ο καθένας μπορεί να κάνει έναν δίσκο. Βγαίνουν πολύ περισσότεροι δίσκοι απ’ ό,τι τότε. Τότε, όμως, υπήρχε πραγματική αξία στην εξάσκηση, στο να στρώσεις το εργαλείο σου, όποιο κι αν ήταν το πεδίο σου. Αυτό είναι που κουβαλά για μένα το «School Days»: ελευθερία.

Τέλος, τι μπορεί να περιμένει το αθηναϊκό κοινό από αυτή την εμφάνιση – και τι θα θέλατε εσείς να πάρει μαζί του φεύγοντας;

Ελπίζω το κοινό να απολαύσει τη μπάντα ως σύνολο αλλά και τον κάθε μουσικό ξεχωριστά, και να νιώσει κάτι από το πνεύμα μας, τον ενθουσιασμό μας για τη μουσική, όλο αυτό που φέρνουμε στη σκηνή. Και να σου πω κάτι; Λατρεύω την Αθήνα. Είναι ένα υπέροχο μέρος, με πολύ καλό φαγητό, οπότε σίγουρα θα περάσω καλά. Και ελπίζω να έχω την ευκαιρία να γνωρίσω και μερικούς από τους fans από κοντά.

Κλείστε εισιτήρια στο in tickets για τη συναυλία του Stanley Clarke στο θέατρο Παλλάς.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version