Σαν σήμερα, στις 8 Νοεμβρίου 1978, έφυγε από τη ζωή ο Νόρμαν Ρόκγουελ, ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς και αναγνωρίσιμους αμερικανούς εικονογράφους του 20ου αιώνα.
Γεννημένος το 1894 στη Νέα Υόρκη, ο Ρόκγουελ έγινε από τους πιο δημοφιλείς καλλιτέχνες της αμερικανικής ρεαλιστικής τέχνης. Οι πίνακές του αποτυπώνουν με νοσταλγικό τρόπο, αλλά και χιούμορ καθημερινές στιγμές της ζωής των κατοίκων των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η μεγάλη καταξίωσή του ήρθε με τη συνεργασία του με το περιοδικό «The Saturday Evening Post», για το οποίο φιλοτέχνησε περισσότερα από 300 εξώφυλλα μέσα σε σχεδόν πέντε δεκαετίες. Αυτά τα εξώφυλλα έγιναν εμβληματικά, αποτυπώνοντας με ευχάριστο τρόπο τη ζωή της αμερικανικής μεσαίας τάξης. Παιδιά που παίζουν, οικογενειακά τραπέζια, στρατιώτες που επιστρέφουν από τον πόλεμο, ανθρώπους σε μικρές, αλλά ουσιαστικές στιγμές με τις μεγάλες προσδοκίες της μεσοπολεμικής και μεταπολεμικής εποχής.

«Cousin Reginald Spells Peloponnesus». Νόρμαν Ρόκγουελ, 1918
«Καλλιτέχνης του κατεστημένου»;
Οι επικριτές του Νόρμαν Ρόκγουελ τον κατηγοροούσαν για «υπερβολική αισιοδοξία» και «νοσταλγική εξιδανίκευση». Ότι παρουσίαζε μια υπερβολικά ωραιοποιημένη εικόνα της Αμερικής, γεμάτη χαμόγελα και καθημερινές χαρές, αγνοώντας τις σκιές της φτώχειας, των φυλετικών εντάσων και των κοινωνικών ανισοτήτων. Για πολλούς, τα έργα του προωθούσαν την προπαγάνδα του αμερικανικού ονείρου.
Ο ίδιος, ωστόσο, είχε πλήρη επίγνωση αυτής της επιλογής του:
«Δεν έδειξα ποτέ την αληθινή όψη της πατρίδας μου. Ζωγράφισα σκηνές ειδυλλιακές που να αγγίζουν εμένα και όλους τους αναγνώστες»
, είχε δηλώσει σε συνέντευξή του, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» της 15ης Δεκεμβρίου 1993.
Η θεματολογία του, επικεντρωμένη στην οικογένεια, την πατρίδα και την κοινότητα ερμηνεύτηκε από τη νέα γενιά καλλιτεχνών και κριτικών, ως προώθηση συντηρητικών αξιών. Κατά την δεκαετία του ’60, ειδικά, που αναπτύσσονταν τα κινήματα και η πολιτική αμφισβήτηση, χαρακτηρίστηκε ως “καλλιτέχνης του κατεστημένου”.
Η επανεκτίμηση του έργου του
Επιπλέον, επειδή εργάστηκε κυρίως για περιοδικά και διαφημίσεις, θεωρήθηκε περισσότερο εμπορικός εικονογράφος παρά «γνήσιος» καλλιτέχνης. Ωστόσο, από τη δεκαετία του ’80 και μετά, η στάση απέναντί του αντιστράφηκε. Οι ιστορικοί τέχνης και τα μουσεία άρχισαν να τον επανεκτιμούν και η τέχνη του αναγνωρίζεται ως ιστορικό και κοινωνικό χρονικό της Αμερικής του 20ού αιώνα.
Σήμερα τα έργα του επανεκτιμώνται ως βαθιά πολιτικά σχόλια, όπως το «The Problem We All Live With», που απεικονίζει τη μικρή Ρούμπι Μπρίτζες, το πρώτο μαύρο παιδί που φοίτησε σε σχολείο λευκών στη Νέα Ορλεάνη ή τη σειρά τεσσάρων πινακών «The Four Freedoms», εμπνευσμένοι από την ομιλία του Ρούζβελτ για τις «Τέσσερις Ελευθερίες» του λόγου, της λατρείας, της ανάγκης και του φόβου.

«The Problem We All Live With», Νόρμαν Ρόκγουελ, 1964
Η αληθινή Rosie the Riveter
Ένα από τα πιο γνωστά, αλλά και πιο συχνά παρεξηγημένα έργα του Νόρμαν Ρόκγουελ είναι το «Rosie the Riveter» που δημοσιεύθηκε στο εξώφυλλο του Saturday Evening Post στις 29 Μαΐου 1943, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Απεικονίζει μια εργάτρια με στιβαρό παρουσιαστικό – τη Ρόζι – με μπλε φόρμα εργασίας στο μεσημεριανό της διάλειμμα. Καθισμένη μπροστά από την αμερικανική σημαία, κρατά τον εξοπλισμό της εργασίας της, με το πόδι της να πατά συμβολικά πάνω στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Αδόλφου Χίτλερ, «Ο Αγών μου».

Εξώφυλλο της Saturday Evening Post του 1943 του Norman Rockwell με τη Rosie the Riveter
Μέσα από τη δυναμική φιγούρα της, ο Ρόκγουελ αποτυπώνει τη συμβολή των γυναικών που εργάζονταν σε εργοστάσια πολεμικής παραγωγής και γενικά σε θέσεις που έως τότε κάλυπταν άντρες.
Ωστόσο, μεταπολεμικά, το έργο αυτό συχνά συγχέεται με τη διάσημη αφίσα του J. Howard Miller, που φέρει το σύνθημα “We Can Do It!”. Η αφίσα δημιουργήθηκε το 1943 ως εσωτερική προωθητική καμπάνια της εταιρείας Westinghouse Electric. Δεν προοριζόταν να συμβολίσει το γυναικείο κίνημα και, μάλιστα, τα πρώτα χρόνια δεν έγινε ευρέως γνωστή.
Η αφίσα δεν είχε αρχικά σχέση με τη Rosie the Riveter. Η σύνδεση έγινε πολύ αργότερα, τη δεκαετία του ’80, όταν η εικόνα του Miller επανανακαλύφθηκε και υιοθετήθηκε από το φεμινιστικό κίνημα ως σύμβολο δύναμης και ισότητας. Έγινε οπτικά πιο δημοφιλής από την αυθεντική Ρόζι του Ρόκγουελ, με αποτέλεσμα σήμερα πολλοί να πιστεύουν ότι η γυναίκα της αφίσας είναι η Ρόζι.
Η αυθεντική «Rosie the Riveter» του Ρόκγουελ παραμένει σήμερα ένα από τα πιο ισχυρά εικαστικά σχόλια για τη γυναικεία συμβολή στον πόλεμο και την κοινωνική αλλαγή, δείχνοντας την ικανότητα του καλλιτέχνη να αποτυπώνει όχι μόνο την καθημερινή ζωή, αλλά και την εποχή του με συμβολισμό και δυναμική.
Η Αμερική μέσα από το βλέμμα του Ρόκγουελ
Η προσωπικότητα και το έργο του απασχόλησαν και τον ελληνικό Τύπο. Ο «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» της 29ης Ιουλίου 1992 αφιερώνει ένα εκτενές δημοσίευμα σε εμβληματικούς καλλιτέχνες, μεταξύ τον οποίων αναφέρει και τη διαδρομή του Ρόκγουελ:
«Ο Νόρμαν Ρόκγουελ είναι ο δημοφιλέστερος αμερικανός ζωγράφος του 20ού αιώνα. Έγινε κατ’ αρχήν γνωστός με τα σχέδια που δημοσίευσε σε διάφορα περιοδικά. Άρχισε να δουλεύει το 1916, χρησιμοποιώντας την τεχνική της γρήγορης εκτύπωσης σε τετραχρωμία.
»Κυριάρχησε στον αμερικανικό Τύπο για περισσότερο από 50 χρόνια. Μόνο για τη Saturday Evening Post έκανε 318 εξώφυλλα.

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 15.12.1993, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»
»Περιέγραφε με τρυφερό τρόπο καθημερινές σκηνές των Αμερικανών – ένα ζευγάρι εφήβων που πίνει σόδα μετά τις εξετάσεις, μια γριούλα που λέει την προσευχή της μπροστά σε ένα λιγδιασμένο τραπέζι πριν από το βραδινό φαγητό, μια κοπελίτσα με τζην που κρατάει μπροστά της ένα νυφικό και κοιτάζεται στον καθρέφτη.
»Τα έργα του διακρίνονται για την καθαρή, δημοσιογραφική περιγραφή τους. Ορισμένα έργα του απεικονίζουν με δραματικό τρόπο τις συνέπειες του Β ́ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε άλλους πίνακές του, όπως το Gi Joe ή το Pvt Willie Gillis περιγράφει την καθημερινή ζωή των αμερικανών στρατιωτών στον πόλεμο. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του εργάστηκε στο Στόουκμπριτζ της Μασαχουσέτης και χρησιμοποίησε συχνά ανθρώπους της περιοχής ως μοντέλα του».
Η νοσταλγία μιας άλλης Αμερικής
Ένα χρόνο αργότερα, με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από τη γέννησή του, το περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» της 15ης Δεκεμβρίου 1993 επανέρχεται στο έργο του, αναδεικνύοντας την επίδρασή του στη λαϊκή κουλτούρα και την αίσθηση νοσταλγίας που προκαλούσε:
«Ο υπερρεαλισμός στην τέχνη της εικονογράφησης. Μικρές ιστορίες της καθημερινής μικροαστικής Αμερικής. Η εξιδανίκευση των οικογενειακών αξιών. Εκατό χρόνια από τη γέννηση ενός “συγκινητικού” καλλιτέχνη, και ένα νέο μουσείο στο Στόκμπριτζ της Μασαχουσέτης δύο μόλις ώρες από τη Βοστώνη. Ο Νόρμαν Ρόκγουελ φιλοτεχνεί τα εξώφυλλα του μυθικού “Saturday Evening Post” επί σαράντα επτά χρόνια.

Εξώφυλλο της Saturday Evening Post (27 Σεπτεμβρίου 1924)
»Ένα συντηρητικό περιοδικό που έκλεισε τον κύκλο του τον Δεκέμβριο του 1963 με το πορτρέτο του Τζον Φ. Κένεντι δίνοντας έτσι ένα τέλος στο αμερικανικό ροζ όνειρο και αφήνοντας ελεύθερο τον Νόρμαν Μέιλερ για τα δικά του όνειρα – εφιάλτες.
Ο κόσμος όπως θα έπρεπε να είναι
»Τα έργα του Ρόκγουελ θυμίζουν ταινίες του Ντίσνεϊ, την “Πολυάννα”, με τη Χέιλι Μιλς, τον “Τομ Σόγερ”, τον “Χοκ Φιν”, τη μικρή ορφανή “Άννι”… Ίσως γι’ αυτό μέσα στους πιο φανατικούς του θαυμαστές να συγκαταλέγεται και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ.
»Ο Νόρμαν Ρόκγουελ έφυγε από τη ζωή το 1978 αφήνοντας πίσω του εκατοντάδες ημερολόγια, διαφημίσεις, παιδικά βιβλία. Δύο χιλιάδες άτομα την ημέρα συνωστίζονται στο Στόκμπριτζ για να απολαύσουν τις ζωγραφιές μιας άλλης εποχής, της εποχής της αθωότητάς, του πιο μεγάλου εικονογράφου της νέας ηπείρου».
Έναν χρόνο πριν τον θάνατό του, το 1977 τιμήθηκε με την ανώτατη πολιτική διάκριση των ΗΠΑ, το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας (Presidential Medal of Freedom), ως αναγνώριση της επίδρασής του στην αμερικανική κουλτούρα.
Άφησε πίσω του πάνω από 4.000 έργα, πολλά από τα οποία εκτίθενται στο Norman Rockwell Museum, αφιερωμένο στη μνήμη του.
«Ήθελα να ζωγραφίσω τον κόσμο όπως θα έπρεπε να είναι».
