Αποκαλυπτικοί είναι οι διάλογοι που έρχονται στη δημοσιότητα, γύρω από τη δράση της 29χρονης ψυχιάτρου που εργαζόταν στο Δρομοκαΐτειο, η οποία, όπως προέκυψε από την έρευνα των «Αδιάφθορων», διακινούσε και πουλούσε ναρκωτικά, ακόμα και τις ώρες που είχε εφημερία ή βάρδια στο νοσοκομείο.
Οι αρχές έφθασαν στα ίχνη της, μετά από καταγγελία, τον περασμένο Φεβρουάριο, σύμφωνα με την οποία «μία θεραπεύτρια του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής ”Δρομοκαΐτειο”, η οποία όμως χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο ”Αλίκη”, αγνώστων λοιπών στοιχείων, προβαίνει σε προμήθεια, επεξεργασία, συσκευασία και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, κυρίως ηρωίνης και χαπιών σε τοξικομανείς».
Μετά από παρακολούθηση και έρευνες τριών μηνών, οι αστυνομικοί την έπιασαν επ’ αυτοφώρω την ώρα που πουλούσε ηρωίνη, ενώ χρησιμοποιούσε και το ασθενοφόρο, κατά την εφημερία του νοσοκομείου, για τις «συναλλαγές» της. Μάλιστα, η ειδικευόμενη ψυχίατρος αντάλλασσε νόμιμα συνταγογραφούμενα χάπια με ηρωίνη και στη συνέχεια την πουλούσε σε χρήστες.
Λάμβανε άλλωστε, ιδιαίτερα μέτρα προστασίας, τόσο για τη μετακίνησή της, όσο και στις επικοινωνίες της με τους χρήστες-πελάτες, κατά τις οποίες χρησιμοποιούσε διάφορες «κωδικοποιημένες» λέξεις, ώστε να μη γίνεται σαφές το περιεχόμενο των συνομιλιών, ενώ υποχρέωνε τους αγοραστές να χρησιμοποιούν τα ψευδώνυμά της, ακόμα και αυτοί που γνώριζαν το πραγματικό της όνομα, για να μην προδωθεί στις αρχές η ταυτότητα της. Για τον λόγο αυτό, η μία εκ των δύο τηλεφωνικών συνδέσεων που χρησιμοποιούσε ήταν καταχωρημένη σε στοιχεία ανύπαρκτου αλλοδαπού.
Την άμεση απόλυσή της ζήτησε στο μεταξύ, ο πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ, Μιχάλης Γιαννάκος.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στην Εισαγγελία Πρωτοδικών της Αθήνας, όπου οδηγήθηκε, ασκήθηκε σε βάρος της 29χρονης κακουργηματική δίωξη για διακίνηση ναρκωτικών κατ΄εξακολούθηση, από δράστη που διακινεί παράνομα ναρκωτικά σε χώρους παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, καθώς και για το πλημμέλημα της προμήθειας και κατοχής ναρκωτικών για αποκλειστικά ατομική χρήση άπαξ και κατ’ εξακολούθηση.
Οι διάλογοι – φωτιά
Ψυχίατρος: Έλα βρε Στ.
Αγοραστής: Έλα ρε κορίτσι, καλημέρα.
Ψυχίατρος: Καλημέρα.
Αγοραστής: Που είσαι; Σπίτι;
Ψυχίατρος: Σπίτι είμαι ναι, με πήρε ο ύπνος και δεν ξύπνησα.
Αγοραστής: Α, θα βγεις;
Ψυχίατρος: Εεε έλεγα όχι ακόμα, αλλά τι να πω; Εσύ που είσαι;
Αγοραστής: Ε τώρα πάω προς τον ηλεκτρικό σταθμό.
Ψυχίατρος: Θες να έρθεις από εδώ;
Αγοραστής: Θες να περάσω από εκεί;
Ψυχίατρος: Ναι.
Αγοραστής: Θα μου φτιάξεις ένα μπαμπάτσικο δεκάρικο;
Ψυχίατρος: Έλα από εδώ βρε Στ.
Αγοραστής: Εντάξει, έρχομαι, μιλάμε.
Σε άλλη συνομιλία με μία γυναίκα, γίνεται αναφορά σε ασφαλίτες, που φέρεται να βρίσκονταν έξω από το σπίτι της ψυχιάτρου.
Γυναίκα: Δεν είπες ότι ήθελες να μου πεις τι έγινε; Τι έπαθες;
Ψυχίατρος: Τι να σου πω… Ήταν απέξω οι λίτες ρε, γαμ@@@ το σπίτι τους.
Γυναίκα: Ποιοι ήταν έξω;
Ψυχίατρος: Πρέπει να πάω αύριο να τα πάρω, γαμ@@@ το σπίτι τους. Ήταν απέξω, την είχαν στήσει έξω από το σπίτι ρε οι ασφαλίτες και δεν μπορούσα να βγω με τα πράγματα από το σπίτι, πρέπει να πάω να τα πάρω αύριο, δεν πήρα τίποτα.
Γυναίκα: Αύριο 10 η ώρα πρέπει να είμαστε στα δικαστήρια, εντάξει;
Ψυχίατρος: Ε ναι, να τελειώσουν τα δικαστήρια, πρέπει να πάνω πάνω να τα πάρω, γιατί ήταν οι ασφαλίτες απέξω και δεν μπορούσα να βγω με τα πράγματα και δεν πήρα τίποτα, στο ξαναλέω. Μαλ@@@, τα μουν@@@.
Γυναίκα: Δεν πειράζει, δεν πειράζει, σταμάτα πια, δεν είναι η δουλειά σου αυτή.
Σε άλλη περίπτωση, η ψυχίατρος συνομιλεί και πάλι με έναν αγοραστή, ο οποίος ανέφερε το πραγματικό όνομά της.
Αγοραστής: Ήθελα μια χάρη, επειδή δεν έχω, έστω 100 μιλιγκράμ, 150, για να γίνω καλά, ρε συ Ξ. γιατί δεν έχω μαζέψει λεφτά.
Ψυχίατρος: Λες το όνομά μου; Είσαι καλά;
Αγοραστής: Ωχ σόρι και εσύ το λες ρε συ και εσύ με λες Σ.
Ψυχίατρος: Άλλο εγώ, άλλο εσύ, δεν είναι το ίδιο πράγμα.
Αγοραστής: Εντάξει ρε παιδί μου, εντάξει.
Ψυχίατρος: Μην ξαναπείς το όνομά μου.
Αγοραστής: Εντάξει είπαμε, θα σε λέω αλλιώς, θα σε λέω Λίζα.
Ψυχίατρος: Ε βέβαια θα με λες Λίζα, τι το λέμε για αστείο το Λίζα.
Αγοραστής: Ε σου είπα εγώ ότι είναι αστείο, απλά ξέρεις τι έχω τραβήξει.
Το βράδυ της 15ης Μαΐου, ενώ κινείτο για υπηρεσιακούς λόγους με ασθενοφόρο, κατά την επιστροφή της στο «Δρομοκαΐτειο», ζήτησε, σύμφωνα με πληροφορίες, από τον οδηγό να σταθμεύσει προσωρινά σε στάση λεωφορείου, προκειμένου να αποβιβαστεί και να πραγματοποιήσει πώληση ναρκωτικών, όπως και έγινε. Συνομιλώντας με τον αγοραστή, καταγράφεται το «ραντεβού» που έχουν δώσει.
Αγοραστής: Θα αργήσεις;
Ψυχίατρος: Όχι ΜακΝτοναλντς, πήγαινε στη στάση του λεωφορείου που είναι δίπλα από το περίπτερο, όπως προχωράς ευθεία, περνάς Μακ, μετά θα βρεις ένα περίπτερο μόνο, στη μέση του πουθενά, ακριβώς δίπλα από το περίπτερο είναι η στάση του λεωφορείου, κάτσε εκεί.
Αγοραστής: Ναι.
Ψυχίατρος: Και θα πω εδώ τον οδηγό του ασθενοφόρου. που με συμπαθεί κιόλας. να κάνουμε μία στάση εκεί σε εσένα.
Αγοραστής: Τι λες παιδάκι μου; Είσαι με τα καλά σου;
Ψυχίατρος: Όχι τα έχεις έτοιμα, θα κάνουμε μία στάση, κατ’ δίαν, μην αγχώνεσαι.
Αγοραστής: Σε πόση ώρα; Τώρα;
Ψυχίατρος: Είμαστε στο Αττικό. τώρα θα γυρίσουμε, εκεί θα έχω και τη δουλειά να πάω στην κλινική να γράψω κάποια πράγματα για τη δουλειά, οπότε, για να μην αργούμε και να μην ανεβοκατεβαίνω μέσα έξω, όπως είμαστε με το ασθενοφόρο, θα κάνουμε μία στάση, αυτό.
Αγοραστής: Είσαι καλά τώρα, μην έχουμε κανένα θέμα.
Ψυχίατρος: Όχι βρε, μην αγχώνεσαι.
Αγοραστής: Δεν ξέρω.
Ψυχίατρος: Μην αγχώνεσαι, κάνε αυτό που σου λέω.
