Ρέππας – Παπαθανασίου: «Χαiρομαστε πολύ που επιστρέφει το MEGA»

Το γνωστό συγγραφικό δίδυμο, λίγο πριν από την πρεμιέρα του νέου του έργου «Φεγγάρι από χαρτί» στο Εθνικό Θέατρο, μιλάει για την πολιτική, τη μεγάλη επιστροφή του Mega και πόσο πολύ αισθάνονται ότι είναι ακόμα παιδιά του.

«Σου φαίνεται μήπως τσαλακωμένο αυτό;» τον ρωτά δείχνοντάς του ένα μαύρο ζιβάγκο. «Ελα, βρε Θανάση. Μια χαρά είναι. Βάλ’ το τώρα να ξεκινήσουμε τη φωτογράφιση. Μην αργείς». Πειράζονται και αυτοσαρκάζονται συνεχώς. Μοιάζουν εντελώς αντίθετοι, και την ίδια στιγμή αλληλοσυμπληρώνονται. Γιατί ο Μιχάλης Ρέππας είναι εκρηκτικός, ενώ ο Θανάσης Παπαθανασίου αποπνέει μια αίσθηση ήρεμης δύναμης. «Συμβαίνει κάτι πολύ παράξενο με εμάς» εξηγεί ο Μιχάλης Ρέππας. «Είμαστε δύο άνθρωποι κυριολεκτικά η μέρα με τη νύχτα. Φανταστείτε την πιο ακραία αντίθεση και είμαστε μέσα. Πώς είμαστε ψηλός ο ένας και κοντός ο άλλος; Ετσι! Κι όμως, υπάρχει μια απόλυτη ταύτιση σε ό,τι πιστεύουμε πάνω στα πολιτικά και στα καλλιτεχνικά θέματα».

Τους συναντώ στο Θέατρο Rex. Η πρόβα για το νέο τους έργο «Φεγγάρι από χαρτί», γραμμένο ύστερα από ανάθεση του Εθνικού Θεάτρου, σε μουσική Νίκου Κυπουργού και στίχους της Αφροδίτης Μάνου, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. «Δύσκολες οι αναθέσεις» παρατηρεί ο Μιχάλης Ρέππας. «Στην αρχή λες «υπέροχα! Moυ έκανε ανάθεση το Εθνικό Θέατρο», αλλά μετά πηγαίνεις σπίτι σου και λες «ωραία, και τώρα τι γράφουμε; Κενό χαρτί»».

Το γνωστό συγγραφικό δίδυμο έχει παράδοση σε τέτοιες δύσκολες αποστολές, και δη για το Εθνικό Θέατρο. H αρχή είχε γίνει με το θρυλικό πλέον «Bίρα τις άγκυρες», μια παράσταση που παρουσιάστηκε σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή και αποτέλεσε μια τεράστια καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία. Ηταν το 1996 όταν ο Νίκος Κούρκουλος, ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, τους προσέγγισε. «Και μάλιστα κάτω από άκρα μυστικότητα» θυμάται ο Μιχάλης Ρέππας. «Ναι, γιατί τότε ο Νίκος Κούρκουλος ρίσκαρε κάποια πράγματα με εμάς. Δεν ήθελαν τότε καθόλου την επιθεώρηση» συμπληρώνει ο Θανάσης Παπαθανασίου. «Μας μίλησε λοιπόν ο Σταμάτης Φασουλής. Μας είπε «θα πάμε να δούμε τον Νίκο Κούρκουλο». Πήγαμε με το αυτοκίνητο του Σταμάτη στο σπίτι του, και όχι στο θέατρο. Επί έναν χρόνο κανείς δεν ήξερε τίποτε για αυτή τη συνάντηση» διηγείται ο Μιχάλης Ρέππας. «Αφού, θυμάμαι, μου έλεγε η Χρύσα Ρώπα «ξέρεις, υποψιάζομαι ότι θα κάνει κάτι ο Σταμάτης με το Εθνικό» και εγώ της απαντούσα «δεν έχω ιδέα»» λέει γελώντας ο Θανάσης Παπαθανασίου.

«Φεγγάρι από χαρτί»

Πίσω στην πρόβα. Ο Μιχάλης Ρέππας έχει ανέβει στη σκηνή. Η Τζόυς Ευείδη απουσιάζει και εκείνος κρατά τα λόγια της. Το έργο «Φεγγάρι από χαρτί» έρχεται να μας συστήσει μια νέα γενιά πρωταγωνιστών μαζί με πιο παλιούς, όπως για παράδειγµα ο Μάξιμος Μουμούρης, η Τζίνη Παπαδοπούλου, ο Πάνος Σταθακόπουλος. Η υπόθεση διαδραματίζεται στην Αθήνα, στο Παγκράτι, σε εκείνα τα νεοκλασικά σπίτια που καταβρόχθισε η αντιπαροχή. Ενας νεαρός αφηγείται έναν χρόνο από τη ζωή του στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’60. «Αυτή τη φορά πήγαμε στα έγκατα του ψυχισμού μας, εκεί που όλα ξεκινάνε για τον άνθρωπο, στην παιδική του ηλικία» παρατηρεί ο Μιχάλης Ρέππας. «Και οι δυο μας γεννηθήκαμε το 1959. Τοποθετήσαμε τη δράση του έργου άνοιξη ’63-’64. Είναι η ιστορία ενηλικίωσης τεσσάρων εφήβων. Σε έναν χώρο αστικό, σε εκείνα τα σπίτια που σήμερα ονομάζουμε νεοκλασικά, που είχαν υπηρεσία εσωτερική, κάποιο κορίτσι από την επαρχία. Τέσσερις οικογένειες βρίσκονται στο επίκεντρο και γύρω τους οι θείοι, ο μπακάλης της γειτονιάς, οι σχέσεις τους. Αν θες να ξεχωρίσουμε μια κεντρική ιστορία είναι αυτή του Νίκου. Στο σπίτι του έρχεται να μείνει η ξαδέρφη του, Ειρήνη, για να σπουδάσει στην Αθήνα. Την ερωτεύεται παράφορα και η ενηλικίωσή του αρχίζει απότομα όταν καταλαβαίνει ότι είναι ερωμένη του πατέρα του. Μια βίαιη προσγείωση στους λογαριασμούς του με τον έρωτα και στη σχέση με τον μπαμπά του».

Η πρόβα συνεχίζεται. Στη σκηνή τώρα, σε ένα αστικό σαλόνι, παρακολουθούμε έναν μεγάλο καβγά. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, η δολοφονία Λαμπράκη διχάζουν τους ήρωες. «Σας ενδιαφέρει έντονα το πολιτικό προσκήνιο της εποχής» παρατηρώ. «Δεν είναι τόσο σημαντικό για εμάς όσο ίσως φαντάζεστε» παρατηρεί ο Μιχάλης Ρέππας. «Δική μας δουλειά είναι να καταγράφουμε τι συμβαίνει στα σαλόνια, στις κουζίνες, στις κρεβατοκάμαρες. Οι συγγραφείς πάμε να ακούσουμε τον κόσμο, εκεί όπου γεννιούνται οι απόψεις, οι οποίες ύστερα θα εκδηλωθούν ως ρεύματα στην κοινωνία. Βεβαίως, σε αυτή τη σκηνή που είδατε γίνεται «της κολάσεως». Η λεπτή ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι γίνεται αναφορά και στη δολοφονία της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη από τους κομμουνιστές. Θυμάστε, φαντάζομαι, την αντίδραση που προκάλεσε προσφάτως η απόφαση του Δημήτρη Λιγνάδη να δώσει το όνομά της σε αίθουσα του Εθνικού. Εμείς λοιπόν αυτή τη σκηνή την είχαμε γράψει πολύ πριν από αυτόν τον ντόρο. Κάποιοι ενδεχομένως θα πουν ότι το βάλαμε για να κολακέψουμε τον Λιγνάδη. Αλλά δεν πειράζει. Δεν θα τη βγάλουμε για να κάνουμε χάρη σε ανόητους».

«Εχετε κάνει όμως και ένα καθαρά πολιτικό έργο, τις «Πατρίδες», πάλι εδώ στο Εθνικό, όπου αναφερθήκατε στο μείζον θέμα της μετανάστευσης» παρατηρώ. Ο Μιχάλης Ρέππας μοιάζει να δυσφορεί με το σχόλιο. «Aναφερθήκατε σε κάτι αρτιστίκ, δικό μας. Αγνοήσατε όμως μια σημαντικότερη πολιτική παράστασή μας: «Τους συμπέθερους από τα Τίρανα»» λέει. «Γενικά υπάρχει μια περιφρόνηση στη χώρα μας για ό,τι έχει λαϊκή απήχηση. Οι «Συμπέθεροι» ήταν ένα έργο που παιζόταν για τέσσερα χρόνια με τεράστια επιτυχία και έχω την περηφάνια να λέω ότι ήταν μια σημαντική πολιτική παρέμβαση, χωρίς καμία πρόκληση, καθώς Ελληνες και Αλβανοί κάθονταν στην ίδια πλατεία και γελούσαν με τα μούτρα τους, αδελφωμένοι. Εδώ στην Ελλάδα θα μας ξεκάνουν η βλακεία και ο σουσουδισμός».

«Δηλαδή;» τον ρωτώ. «Δεν λέω, καλός και ο Σκαλκώτας, αλλά υπάρχει, για παράδειγμα, και εκείνος ο ταπεινός μάστορας που έγραψε το «Κοκοράκι κικιρικικί» και αυτό τελικά μας κάνει Ελληνες. Θα σας πω κάτι χαρακτηριστικό. Είναι λοιπόν τα αδέλφια Αντετοκούνμπο, για τους οποίους είμαστε φυσικά περήφανοι, γιατί φυσικά διακρίθηκαν, και δίνουν συνέντευξη. Και τους λένε «σας έχουμε μια έκπληξη». Kαι είναι η μητέρα τους που τους τραγουδά «όταν θα πάω, κυρά μου, στο παζάρι» και την ακούν και αρχίζουν και κλαίνε. Γιατί; Γιατί είναι Ελληνες. Αλλά έχουμε φτάσει στο σημείο την κοινή μας γλωσσική πατρίδα να τη χαρακτηρίζουμε κοινοτοπία και μπαναλιτέ. Εγώ είμαι περήφανος για αυτή την μπανάλ κωμωδία λοιπόν. Και αν με τις «Tρεις Χάριτες» καταφέραμε να δημιουργήσουμε έναν κοινό τόπο για τους Ελληνες, μόνο για αυτό αξίζει που έζησα».

Μega, «Τρεις Χάριτες» και άλλες megaλες επιτυχίες

Γυρνάμε λοιπόν σε αυτή την εποχή. Στην πρώτη τους μεγάλη επιτυχία. Τότε που ξεκινούσε η ιδιωτική τηλεόραση με το Mega. Oι ίδιοι χαρακτηρίζουν αυτή τη σειρά ως τεράστιο δώρο. «Είναι ωραίο να μπαίνεις στο ταξί και ο άλλος να αισθάνεται ότι είσαι δικός του άνθρωπος» λένε. Δεν ήταν όμως ποτέ και ενοχλητικό; «Δεν ήμασταν τίποτα σουπερστάρ να μας κυνηγούν» απαντούν. «Χαιρόμασταν πολύ» λέει ο Θανάσης. «Και αρχικά δεν το καταλαβαίναμε και τόσο. Θυμάμαι, είχε πάει ο Μιχάλης στο Πήλιο και μου τηλεφωνεί και μου λέει: «Θανάση, έχουμε τεράστια επιτυχία». Γιατί στην επαρχία οι άνθρωποι είναι πάντα πιο εκδηλωτικοί. Πάντως δεν ξέρω αν θα γνωρίζαμε την ίδια επιτυχία αν κάναμε σήμερα τις «Tρεις Χάριτες». Ή αν το «Safe Sex» θα έκοβε σήμερα 2 εκατομμύρια εισιτήρια. Ολα είναι και θέμα συγκυριών» λέει.

Ο Μιχάλης φαίνεται να συμφωνεί μαζί του. «Ναι, γιατί την επιτυχία δεν την κάνει ο καλλιτέχνης. Την κάνει ο κόσμος. Αυτό δεν το καταλαβαίνουν μερικοί και ψωνίζονται. Εμείς είμαστε ένα είδος μέντιουμ, αν θέλετε. Πώς το μέντιουμ σού λέει αυθαιρέτως αυτά που σου λέει, χωρίς να τα βασίζει κάπου; Ε, υπάρχουν μέντιουμ που πέφτουν μέσα και άλλα που δεν πέφτουν. Εμείς είμαστε ένα μέντιουμ του συνολικού αισθήματος της εποχής μας».

Θα επέστρεφαν άραγε ξανά στην τηλεόραση με τις «Τρεις Χάριτες»; Φαίνεται να το αποκλείουν. «Εμένα μου μπήκε λίγο η ιδέα αυτή όταν τις είδα ξανά και τις τρεις μαζί (σ.σ.: την Αννα Παναγιωτοπούλου, τη Μίνα Αδαμάκη και τη Νένα Μεντή) όταν κάναμε εκείνη τη διαφήμιση πριν από μερικά χρόνια. Αλλά όπως μου ήρθε η ιδέα τότε, έτσι και μου έφυγε» απαντά ο Θανάσης. «Δεν θα είχε νόημα» λέει και ο Μιχάλης. «Αν και χάρηκα πολύ με την επιστροφή τού «Καφέ της Χαράς». Συμπαθώ τον Χάρη και η Τζόυς είναι πολύ φίλη μας».

Σε λίγο καιρό αναμένεται να επιστρέψει στη μικρή οθόνη μας και το σήμα του Μega, του τηλεοπτικού σταθμού που έχει γράψει τη δική του ξεχωριστή ιστορία στην ελληνική ιδιωτική τηλεόραση. «Αυτός ο ρόμβος που γράφει Μega είναι ταυτισμένος με ένα σημαντικό μέρος της ζωής μας, της καριέρας μας. Ναι, είμαστε παιδιά του Mega. Στενοχωρηθήκαμε βαθιά τότε που έκλεισε. Γιατί δεν σταμάτησε τη λειτουργία του ως αποτυχημένη επιχείρηση, αλλά επειδή κάποιοι ήθελαν να κλείσει. Θέλανε με το ζόρι να κλείσει. Χαιρόμαστε πολύ που επιστρέφει» απαντούν.

Οταν ο Μιχάλης γνώρισε τον Θανάση

Ο Θανάσης Παπαθανασίου μεγάλωσε στην Ορεστιάδα. Οταν ήταν μικρός ήθελε να γίνει δημοσιογράφος. «Αθλητικογράφος, για την ακρίβεια» εξηγεί. «Ναι, ήθελε να γίνει ο Διακογιάννης» λέει γελώντας ο Μιχάλης Ρέππας. «Μου άρεσε πολύ ο στίβος» απαντά ο Θανάσης. «Δε είμαι βέβαια στα όρια του Καπουτζίδη, που πηγαίνει στο στάδιο και βλέπει αγώνες, αλλά ακόμη παρακολουθώ από την τηλεόραση. Πέρασα τελικά στο Πάντειο. Δεν τελείωσα ποτέ. Ακόμη επί πτυχίω είμαι».

Ο Μιχάλης Ρέππας πάλι μάλλον ήθελε να γίνει ηθοποιός. Πέρασε βέβαια στο Μαθηματικό. «Μπήκα στη Σχολή του Εθνικού, είναι και η μόνη που ολοκλήρωσα. Πέρασα από τη σχολή Σταυράκου. Τελικά κατάλαβα ότι με τραβούσε κάτι που δεν ήταν η υποκριτική».

Το καλλιτεχνικό τους πάντρεμα το έκανε η Αννα Βαγενά. Η πρώτη τους συνάντηση έγινε έξω από το Θέατρο Σμαρούλα. Ο Μιχάλης λέει ότι ο Θανάσης τού είχε φανεί τότε σνομπ. Γρήγορα κατάλαβε ότι δεν ήταν. Στα χρόνια αυτής της πορείας υπήρξαν πολλές συγκρούσεις, παραδέχονται. «Πλέον πέρασε ο καιρός. Είμαστε πολύ μεγάλοι για καβγάδες» λένε. Γράφουν πάντα μαζί. Και ύστερα ο Μιχάλης παίζει όλες τις σκηνές, κάνοντας όλους τους ρόλους.

Σινεμά και κριτικοί κινηματογράφου

Ταινία έχουν να κάνουν από το 2008. «Μα, υπάρχει λόγος να κάνουμε;» λέει ο Μιχάλης. «Εμείς θέλουμε…» απαντά ο Θανάσης. «Θα θέλαμε θες να πεις, Θανάση» ανταπαντά ο Μιχάλης. «Κάτι είχαμε σκεφτεί ως ιδέα για ταινία. Ισως να το προτείνουμε τελικά για μίνι σειρά στην ΕΡΤ. Δεν υπάρχουν λεφτά όμως για κινηματογράφο στην Ελλάδα. Οι ιδιώτες δεν βάζουν. Και το κράτος επί Νέας Δημοκρατίας, ΠαΣοΚ και ΣΥΡΙΖΑ μάς περιφρονεί επιδεικτικά».

Τους ρωτώ για τη σχέση τους με τους κριτικούς κινηματογράφου. «Το μόνο που με ενδιαφέρει για τη δική μου καριέρα είναι η απήχηση αυτών που κάνω στον κόσμο» λέει ο Μιχάλης. «Υπάρχουν ταινίες, όπως για παράδειγμα το «Safe Sex», που οι κριτικοί έγραψαν τα χειρότερα και στις αίθουσες έσκισαν. Αλλά δεν μπορείς να κατηγορήσεις κάποιον για αυτά που γράφει, γιατί τι σου αρέσει στην τέχνη και τι όχι είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό» παρεμβαίνει ο Θανάσης. Ο Μιχάλης πάλι διαφωνεί. «Θα σου πω τι κατηγορώ. Οταν βγήκε στις αίθουσες «To κλάμα βγήκε από τον παράδεισο» παιζόταν παράλληλα και «To ζευγάρι της χρονιάς» με την Τζούλια Ρόμπερτς και τον Μπίλι Κρίσταλ. Δεν ήταν από τις καλές στιγμές τους. Υπήρχε κριτικός λοιπόν που έβαλε τετράγωνο στο «Κλάμα», δηλαδή «μην πατήσετε καν να το δείτε», και δύο αστέρια στο «Zευγάρι». Δηλαδή, μη διασκεδάσετε με την Αννα Παναγιωτοπούλου και τον Τάσο Χαλκιά. Δεν το δέχομαι, ρε φίλε. Δεν σου λέω ότι γυρίσαμε τον «Στρατιώτη Ράιαν». Αλλά, για κάτσε. Και γενικά εκνευρίζομαι. Βλέπω το πρόγραμμα της τηλεόρασης. Και τολμούν να κρίνουν το «Σατυρικόν» του Φελίνι. Ποιος είσαι εσύ που θα διανοηθείς να βάλεις αστεράκια και να κρίνεις μια ταινία που χαρακτήρισε τον ερωτισμό της Ευρώπης; Ποιος είσαι εσύ που θα κρίνεις τον Φελίνι και θα βάλεις και αστεράκι; Και το βλέπω και τώρα. Αποθεώνουν τον βαρετότατο «Ιρλανδό» του Σκορσέζε που όσοι τον είδαν στο Νetflix κοιμήθηκαν, και βάζουν τρία αστεράκια στο «1917». Που, βρε άνθρωπε, όχι να το γυρίσεις δεν μπορείς, αλλά ούτε να διανοηθείς πώς το γύρισε ο Σαμ Μέντες».

Πολιτική θέση

Και οι δύο είναι πολιτικά όντα. «Ο διαχωρισμός Αριστερά – Δεξιά είναι πλέον ένα κενό σηματολόγιο που μόνο σε καθυστερημένες χώρες, όπως η Ελλάδα, έχει κάποια ισχύ» λέει εμφατικά ο Μιχάλης Ρέππας. «Εσείς δεν υπήρξατε ποτέ Αριστεροί;» τους ρωτώ. «Ο Εμφύλιος ουσιαστικά έληξε το ’74. Η Μεταπολίτευση ήταν φυσικό να έχει αριστερό πρόσημο και ναι, εκεί ανήκαμε και εμείς ως γενιά» διευκρινίζει ο Μιχάλης Ρέππας. «Ο Οσκαρ Ουάιλντ, ξέρετε, όμως, είχε πει κάτι πολύ σοφό: «Η χθεσινή αλήθεια είναι το σημερινό ψέμα». Το να προσπαθήσεις λοιπόν να μπεις σε μια εμφυλιακή λογική ενώ σήμερα δεν συντρέχουν τέτοιοι λόγοι είναι μια επικίνδυνη παραποίηση της πραγματικότητας».

Θυμάται τα γεγονότα της Μarfin. «Δεν θα μας συγχωρήσω ποτέ ότι κάψαμε τρεις ανθρώπους και ένα αγέννητο παιδί στη Μarfin για 100 ευρώ, γιατί τόσες ήταν οι μειώσεις που ζήταγε η κυβέρνηση τότε και αργότερα, όταν φτάσαμε κάποιοι από εμάς να πεινάμε, δεν άνοιξε ρουθούνι. Είναι ένα ασυγχώρητο όνειδος. Δεν τα φάγαμε μαζί. Αλλά μαζί τους κάψαμε. Γιατί μπορεί να είναι ένα το χέρι που πέταξε τη μολότοφ, αλλά από πίσω κρύβεται μια ανοχή στην παραβατικότητα 40 ετών».

Λίγο προτού κλείσει η κουβέντα τούς ρωτώ αν έβγαλαν χρήματα. Γελούν. «Ναι, αλλά μη φανταστείς κάτι ιδιαίτερο. Αυτοκίνητο δεν έχουμε. Δεν οδηγούμε. Ενα σπίτι εγώ και ένα εξοχικό. Ο Θανάσης είχε μια ατυχία με το εξοχικό» λέει ο Μιχάλης. «Ισως ζούμε σε σπίτια με μεγαλύτερο εμβαδόν από όσα χρειαζόμασταν, αλλά όταν τα φτιάχναμε δεν το ξέραμε. Και τώρα τι να γίνει; Δεν μπορούμε να φύγουμε» απαντά ο Θανάσης Παπαθανασίου γελώντας.

ΙΝFO
«Φεγγάρι από χαρτί»: Θέατρο Rex – Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη» (Πανεπιστημίου 48), από 20 Φεβρουαρίου.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.