Γεγονός είναι πως εξέπληξε: ελάχιστοι περίμεναν, όταν προ 50 περίπου μηνών έπαιρνε την εξουσία, ότι θα κυβερνούσε ακόμη την άνοιξη του 2019. Αυτό επειδή κέρδισε τις εκλογές του Γενάρη του 2015 με ένα πολιτικό πρόγραμμα ακραία βουλησιαρχικό (αλλά και διχαστικό, σε βαθμό που οι επιρρεπείς στην ιστορική μεταφυσική να διερωτώνται μήπως οι χρονιές που λήγουν σε 15 έχουν για τον εθνικό δημόσιο βίο μας μια ιδιαίτερη τοξικότητα). Δηλαδή επιβλήθηκε με ένα πρόγραμμα, μέσα από την ακραία διχαστική του φύση, απόλυτα ανελαστικό, άρα διαχρονικά ασυμβίβαστο και ασύμβατο προς την οικονομική και διεθνοπολιτική πραγματικότητα.

Ακόμη λιγότεροι πίστευαν πως η παρούσα θα γινόταν μία από τις απειροελάχιστες κυβερνήσεις μας που θα εξαντλούσαν, ή περίπου, τον συνταγματικό τους χρόνο, τη στιγμή που το κόμμα της αιθεροβάμονος Αριστεράς ανανέωνε τον Σεπτέμβρη του ’15 την κυβερνητική σύμπραξή του με το κόμμα της (Ακρο)δεξιάς των ψεκασμένων, των εξ υδατανθράκων τρεφομένων και εθνεξεγερμένων. Αφού προηγουμένως, στο εξάμηνο της εθνικά υπερήφανης αντιστασιακής διαπραγμάτευσης, «πέτυχε» στους τομείς της δημόσιας οικονομίας, της διεθνοπολιτικής και οικονομικής εξάρτησης της χώρας και της τραπεζικής υγείας να βλάψει την πατρίδα περισσότερο από όσο η αθροισμένη δράση των φαυλότερων, των πλέον διεφθαρμένων, πλέον ανεύθυνων ή πλέον μυωπικών εκ των προηγούμενων κυβερνητών της.

Εδώ και αρκετό καιρό, όμως, αυτή η – παραδόξως – πολυχρονισμένη κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός βρίσκονται πασιδήλως σε φάση ψυχορραγήματος. Και τη διαχειρίζονται – όχι απλώς με απουσία μεγαλείου και αξιοπρέπειας, αλλά – με περίσσευμα γελοίου και μικροπρέπειας. Ολως ενδεικτικά:

Υπήρξε, εν πρώτοις, αστεία στο «σάλπισμά» της και ακόμη πιο αστεία στο αποτέλεσμά της, προσπάθεια άλωσης ή απορρόφησης του – πλέον αναφερόμενου ως όμορου και ιδεολογικά συγγενούς – κεντροαριστερού/πασοκογενούς χώρου. «Εν αρχή ην ο λόγος». Εν προκειμένω η παρόλα. Επρεπε να είναι εντυπωσιακός/ή, αφού ο κατά Σαββόπουλο εγγαστρίμυθος του Ανδρέα όφειλε να τον μιμηθεί όχι μόνο στην εκφορά του λόγου, αλλά και στη γλωσσοπλαστική δεινότητα. Και ούτω εγεννήθη«απεύθυνση πλατιού καλέσματος». Με την «απεύθυνση», μολονότι ανεύρετη στη συντριπτική πλειονότητα των λεξικών, να είναι μεν λέξη υπαρκτή, πλην όμως ανεκτή εφόσον συντάσσεται εμπρόθετα με αυτό που θα ήταν το έμμεσο αντικείμενο του ρήματος. Απεύθυνση στον λαό, στην κοινή γνώμη, στους δικαιοδοτικούς μηχανισμούς. Σε κάθε περίπτωση, δε, οι μη ανεπιγνώστως απαίδευτοι, δηλαδή οι έχοντες συνείδηση της απαιδευσίας τους, αποφεύγουν εξεζητημένες λέξεις. Διότι αυτές αναδεικνύουν και δεν συγκαλύπτουν την ανεπάρκειά τους, στην περίπτωσή τους συνοδευόμενες και από τεκμήριο εκζήτησης και αμάθειας…

Εξίσου γελοίο υπήρξε, όμως, και το «γεφυροποιό αποτέλεσμα» της πολιτικής πρόσκλησης/«απεύθυνσης». Αυτό δεν αναδεικνύεται μόνο από το ειδικό πολιτικό βάρος των αλιευθέντων/μεταγραφέντων υφυπουργών. Αλλά και από την πολιτική απήχηση των γεφυροποιών. Βρέθηκα στην ιδρυτική κίνησή τους στο Polis Art Café. Ειλικρινά αναρωτήθηκα αν το άθροισμα των ομιλητών, των παρευρεθέντων πρωτοκλασάτων συριζιστών (υπουργών και μελών του Προεδρείου της Βουλής) καθώς και των παρατηρητών αξιοπερίεργων πολιτικοκοινωνικών φαινομένων, όπως η ταπεινότης μου, η παρέα μου, ο δημοσιογράφος Αντ. Παπαγιαννίδης κ.λπ., δεν ήσαν πολυαριθμότεροι των ελάχιστων υπόλοιπων – δηλαδή των ανοικτών στην «απεύθυνση» – ακροατών. Ως προς δε την ουσία των αποβλεπόντων στη διεύρυνση επιχειρημάτων, εντίμως πιστεύω πως το συγκριτικά σοβαρότερο μου το είπε κατ’ ιδίαν εις των ομιλητών (ιστορικός πασόκος, πολλές φορές υποψήφιος βουλευτής του Κινήματος, που επί των «πράσινων ημερών» άσκησε σημαντικά καθήκοντα στους δημόσιους επικοινωνιακούς μηχανισμούς): «Αξίζει να τον στηρίξουμε [τον Τσίπρα]. Επτά η ώρα σηκωνόταν κάθε πρωί για να μάθει αγγλικά»! Θα ήταν, ίσως, πιο πειστικός αν μου έλεγε πως σηκωνόταν έξι η ώρα για να μάθει και τα βασικά των ελληνικών, της ιστορίας, της γεωγραφίας…

Μια άλλη εκδήλωση του κυβερνητικού ψυχορραγήματος είναι και η διαχείριση του πολιτικού διαζυγίου με τους Ανεξελλίτες. «Απετάξω το περίβλημα του θλιβερά κακόγουστου ψιμυθίου που πήρες από κατάστημα λαϊκών ειδών;». «Απεταξάμην». «Εξακολουθείς να φέρεις το, εντός του αποβληθέντος θλιβερού πακέτου ευρεθέν, κακόγουστο ψιμύθιον;». «Εξακολουθώ. Αλλως θα παρέμενα γυμνός, πένης και ανέστιος»… (Το εκ των λεβεντιστών αποκτηθέν ψιμύθιον, πάντως, φέρεται – και περιφέρεται – με μεγαλύτερη υπερηφάνεια. Διότι αυτό δεν απεκτήθη από δηλωτική κακού γούστου αγορά, αλλά αποτελεί τρόπαιο πολιτικής νίκης.)

Τέλος τα ίδια χαρακτηριστικά έχει η προσπάθεια εκμετάλλευσης από την υπό αποδρομή κυβέρνηση – και κάποιους ειδικών ρόλων μηχανισμούς της – της πολύκροτης υπόθεσης Νίκου Γεωργιάδη. Βέβαια η επικοινωνιακή διαχείριση του θέματος από τη ΝΔ ασφαλώς και υπήρξε – επιεικώς – ατυχέστατη. Η δε στενή προσωπική φιλία του πρωτοδίκως καταδικασθέντος πρώην βουλευτή με τον ηγέτη της μείζονος αντιπολίτευσης δεν νομίζω πως θα αμφισβητηθεί. Ενώ η ηθική απαξία μιας – καταλογισθείσης – πράξης, που πολλοί πιστεύουν πως θα μπορούσε να εμπεριέχει και αποδοχή εκμετάλλευσης ανηλίκων, ασφαλώς και θεωρείται από την κοινή γνώμη μεγαλύτερη από την ποινική απαξία της. Παρά ταύτα η θορυβώδης, σχεδόν μονοθεματική επικέντρωση όλου του φιλοκυβερνητικού επικοινωνιακού συστήματος σε μια πλημμεληματική καταδίκη προσώπου, το οποίο έχει μπροστά του και άλλους βαθμούς δικαιοδοσίας, δεν κατέχει σήμερα κομματική ιδιότητα, ενώ το ζήτημα της ενοχής του δίχασε και τη σύνθεση του πρωτοβαθμίως δικάσαντος δικαστηρίου, μάλλον επιβεβαιώνει την άποψη περί ψυχορραγήματος μιας κυβέρνησης, που δεν φαίνεται να δικαιώνεται σε καμία από τις προηγούμενες φορές που ύψωσε τη ρομφαία της κάθαρσης (υπόθεση Novartis, θορυβώδης πρωθυπουργική διακήρυξη της ενοχής μη παρανομήσαντος χρυσοχόου κ.λπ.). Τελικά το μόνο εναπομένον ερώτημα είναι αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ανεξέλλειων υπολειμμάτων θα βλάψει στο ψυχορράγημά της περισσότερο απ’ όσο στη φάση της «ακμής» της…

Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.