Βασίλης Παπαβασιλείου: «Δημιουργία υπάρχει και μέσα στην παρακμή»

«Υπάρχει η ηρωίδα ενός μυθιστορήματος που δεν έχει γραφτεί η οποία λέει:

«Υπάρχει η ηρωίδα ενός μυθιστορήματος που δεν έχει γραφτεί η οποία λέει: «Αν δεν γίνεις οθόνη δεν πρόκειται να σε αγαπήσουν»». Η αλήθεια είναι ότι ο Βασίλης Παπαβασιλείου, στον οποίο ανήκει η σπερματική ιδέα για τη γένεση του συγκεκριμένου λογοτεχνικού κειμένου, θα είναι πάντα ασυναγώνιστα πιο απολαυστικός διά ζώσης. Γιατί είναι αδύνατον να μεταφέρεις το ηχόχρωμα της φωνής του, τις κωμικά δραματικές εξάρσεις του λόγου του, ή, βεβαίως, το ελαφρώς εξεζητημένο, αργό περπάτημά του και το λοξό βλέμμα του που μοιάζει να επεξεργάζεται και να παρωδεί ταυτόχρονα τον κόσμο γύρω του σαν μικρό παιδί το οποίο ετοιμάζεται να σκαρώσει την επόμενη φάρσα του.
Ευτυχώς, μπορεί να μεταφερθεί ο λόγος του, σπάνιο τεκμήριο καλλιέργειας, μόρφωσης και ακαταπόνητου νου που ακόμη κι αν δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στα κυρίαρχα μέτρα πολιτισμού, «την οθονοποιημένη ζωή», όπως την αποκαλεί, μας προετοιμάζει για αυτό που βλέπουμε στο Θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου. Την «Ελένη» του Γιάννη Ρίτσου, ένα από τα ποιήματα της «Τέταρτης Διάστασης» του ποιητή με το οποίο ο Παπαβασιλείου έχει μακρά ιστορία.
Από όταν πρωτοανέβασε ένα απόσπασμά του ως θεατρικό αναλόγιο στην Πνύκα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών το 1999, στην πλήρη παρουσίασή του το 2001 και το 2009, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης που γεμίζει ασφυκτικά το Θέατρο Τέχνης με τις τελευταίες παραστάσεις του, «Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή, θα πεις κι ένα τραγούδι» και «Relax… Mynotis» θα ενσαρκώσει την Ελένη, έναν ρόλο που στο κάτω-κάτω αφορά και τα τρία φύλα. «Το τρίτο είμαστε ήδη εμείς, οι του θεάτρου. Η Ελένη από αυτή την άποψη, ως μορφοπλαστικό εγχείρημα, έχει το στοιχείο της οικουμενικότητος».
Πόσο τυχαίο είναι ότι κάθε οκτώ χρόνια επανέρχεστε στην «Ελένη»; «Με κάποιον τρόπο η Ελένη οριοθετεί κάποιες τομές στην πορεία μου. Το αναλόγιο έγινε όταν κατέβηκα από τη Θεσσαλονίκη, αφού τελείωσα τη θητεία μου ως διευθυντή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Είναι σαν να μου όρισε μια διάσταση μοναχικότητας η οποία θεωρώ ότι ενστικτωδώς αποδείχθηκε σοφή. Γιατί αν δεν μπορεί κανείς μόνος του ως εαυτός ΑΕ στην Ελλάδα, δεν μπορεί καθόλου ορισμένες φορές. Μετά το αναλόγιο έκανα δύο δουλειές, τον Οιδίποδα στο Κολοσσαίο και στη Λάρισα έναν Γκολντόνι που τον αγαπώ πολύ, μετά έγινε η «Ελένη» για δύο χρόνια και ακολούθησε μια φάση που κράτησε 5-6 χρόνια με σκηνοθεσίες που όρισαν την ταυτότητά μου ως σκηνοθέτη. Τώρα, τι να σας πω, οκτώ χρόνια κρατούν συνήθως οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα. Φαίνεται ότι η «Ελένη» επιμένει, παρά τις κυβερνήσεις, να δηλώνει παρούσα. Το ελληνικό τοπίο σήμερα δεν θυμίζει μια κατάσταση πλωτών νησιών; Για μένα φαίνεται ότι η «Ελένη» είναι η σχεδία μου. Το 2001 ήταν παραμονές της εισόδου μας στο ευρώ. Αποκτήσαμε το καινούργιο νόμισμα και βεβαίως στον ορίζοντα υπήρχε ένας όρος που έλεγε «σύγκλιση». Το 2009 ακολούθησε η θερινή «Ελένη», παραμονές, όπως αποδείχθηκε, της έναρξης των μνημονίων. Είναι η μεταιχμιακή «Ελένη» που μας οδηγεί στη νέα φάση, τη σημερινή».

Ποια είναι αυτή η «Ελένη»; «Της ερήμου. Οδοιπορεί το καραβάνι και κοιτάζει την ουρά της γκαμήλας τη μία φορά ή την ουρά του γαϊδάρου την άλλη».
Υπάρχει ποιοτικός χώρος για την τέχνη στην έρημο; «Ισως είναι πολύ μεγαλύτερη η πρόκληση. Οπως ήταν για τους ανθρώπους μετά το τέλος του 5ου αι. π.Χ. να συναντηθούν με τον 4ο. Τον 4ο αιώνα τι είχε η Αθήνα; Περικλή δεν είχε. Είχε η Ελλάδα πια έναν Μακεδόνα που δεν ήταν ακριβώς πολιτικός αλλά στρατηλάτης, Μέγας Αλέξανδρος. Η Αθήνα είχε την Ακαδημία Πλάτωνος και το Λύκειο του Αριστοτέλη. Δηλαδή οι άνθρωποι είχαν βρει μετά την ήττα και την υποχώρηση του πολιτικού, κάτι άλλο γιατί στην ουσία αυτό εγκαινιάζεται με το τέλος του 5ου αιώνα. Ομως οι άνθρωποι δεν ζουν; Δεν δημιουργούν; Και εκεί επάνω είναι ένας άλλος ιδρυτικός νεοελληνικός μύθος. Δηλαδή η Ελλάς η σημερινή υπάρχει μόνο για τα τριάντα χρόνια του 5ου αιώνα; Για την Ακρόπολη, τον Σοφοκλή, τον Θουκυδίδη;».
Mε συγκριτικούς όρους το μετέπειτα του 5ου αιώνα είναι μια παρακμή. «Βεβαίως, αλλά επιτρέψτε μου να μην εξομοιώνω την παρακμή με την αντιδημιουργία. Δημιουργία υπάρχει και μέσα στην παρακμή. Υπάρχουν καιροί ηττημένοι, ή λιγότερο μεγαλειώδεις από αυτούς που έζησαν οι πρόγονοί μας, οι άμεσοι ή οι πιο μακρινοί. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν βάζουμε ερωτήματα στον εαυτό μας, δεν προσπαθούμε να απαντήσουμε στο αίνιγμα της ζωής. Δεν κάνουμε δηλαδή τη δουλειά αυτή που μας καθιστά και εμάς άξιους του ονόματος «άνθρωπος»».

«Η Ελένη» είναι λοιπόν διαχρονικά μια «ραψωδία για τη ματαιότητα», όπως έχει χαρακτηριστεί, καθώς συνοδεύει, από ό,τι φαίνεται, πάντα πολιτικές ήττες; Οπως όταν την έγραφε ο Ρίτσος το ’70, λίγο μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ και την εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία; «Μέσα σε αυτή τη μαύρη τρύπα της δικτατορίας γράφεται η «Ελένη», σε αυτή τη φάση αναγκαστικού κατευνασμού των πολιτικών παθών, αναγκαστικού αναστοχασμού και περισυλλογής, και αυτό ίσως δικαιολογεί μια τέτοια αξιολόγηση της εμπειρίας και του ίδιου του ποιητή που είναι κομμάτι της μεγαλύτερης ιστορικής εμπειρίας της Ελλάδας και της Αριστεράς. Είναι πολύ χαρακτηριστικό αυτό το απόσπασμα που μιλάει για τις ήττες και για πράγματα κιόλας που ήταν από άλλους αποφασισμένα όταν λείπαμε εμείς».
Η δημοκρατία αποδείχθηκε τελικά μια ουτοπία; «Η δημοκρατία είναι το πιο εύθραυστο πολίτευμα και απαιτεί ενήλικους ανθρώπους. Αυτό το οποίο είναι από μια άποψη μια επανάσταση την οποία καθυστερούμε είναι η καντιανή επανάσταση που λέει «διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από τη νηπιακή κατάσταση για την οποία υπεύθυνος είναι αυτός ο ίδιος». Εμείς εδώ καταφέραμε επί δύο αιώνες το ακατόρθωτο, να μη φταίμε για τίποτα. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ομολογία ότι είσαι ανίκανος για κάθε δημιουργία».
Πού οφείλεται αυτή η παθογένεια; «Εχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο χτίστηκε ο πελατειασμός. Η αρρώστια της πολιτικής ήταν εδώ με το «καλημέρα σας», αυτό που κάνει τον Ροΐδη να λέει το 1870: «Εις την Ελλάδαν εν επάγγελμα υπάρχει, αυτό του πολιτικού». Ολα τα άλλα πρέπει να συνδέονται με τον άλφα ή βήτα τρόπο με αυτό. Υπάρχει μια διάδραση ανάμεσα σε όλους τους συντελεστές του κοινωνικού παιγνίου. Οικογένεια, σχολείο, οικονομικές δραστηριότητες. Ολα αυτά διασυνδέονται και παράγουν μια συνθήκη η οποία επιβάλλει ότι αν θέλεις να κάνεις κάτι πρέπει να συναντηθείς με μιαν άλλη διάσταση του ελληνικού στοιχείου, τη διασπορά. Να φύγεις».
Πόσο εύκολα μπορεί να συναντηθεί ένας άνθρωπος του θεάτρου με αυτή τη συνθήκη; «Το θέατρο πληρώνει φόρο στην τοπικότητα της γλώσσας. Με την έννοια αυτή ο άνθρωπος του θεάτρου πρέπει να κινείται σε δυο ταχύτητες. Η πρώτη είναι αυτή που φτιάχνει τη συνύπαρξη με έναν κόσμο εδώ και τώρα. Γιατί χωρίς αυτή τη γείωση, για μένα, δεν υπάρχει η θεατρική εμπειρία. Εδώ, απόψε, θα έρθουν στις 9 κάποιοι άνθρωποι να σε δουν. Και κατά το αρχαίο πρότυπο και παράδειγμα να συμμεριστούν μαζί σου έναν λόγο, με την ευρύτερη έννοια, για τα κοινά πάθη. Ως προς την άλλη ταχύτητα, πρέπει να διατηρείς αυτή τη θερμοκρασία που θα σε κάνει συνομιλητή με τους καιρούς τους τωρινούς, με τους δικούς σου ανθρώπους. Το πιστεύω αυτό, θα μου πείτε, κάνει κανείς θεωρία τις αδυναμίες του…».
Στην «Ελένη» του Ρίτσου υπάρχει πάντως και το πρώτο επίπεδο, αυτό που αφορά την υπαρξιακή διάσταση της ζωής. «Ναι, θα έλεγα ότι υπό μία έννοια η «Ελένη» πραγματεύεται τη φθορά. «Ηταν κάποτε μια ωραία…». Εδώ μιλάμε για μια συνθήκη την οποία προσδιορίζει ο ποιητής. Μιλάει για τα σαφή χαρακτηριστικά ενός άφυλου και άχρονου πλάσματος, γι’ αυτό και εγώ το πίστευα και το είπα εξαρχής ότι ο Ρίτσος θα ήθελε ο ρόλος αυτός να παιχθεί από άνδρα. Η γυναίκα θα γινόταν ένας Τενεσί Γουίλιαμς. Κατά τη γνώμη μου δεν είναι αυτό».
Εκείνος όμως την έκανε ηθελημένα γυναίκα και την προίκισε με αυτή που θεωρείται συνήθως «γυναικεία ματαιοδοξία». «Ναι, αλλά είναι μια ματαιοδοξία από την οποία δεν είναι απαλλαγμένοι και κάποιοι άνδρες. Ή πίσω και πάνω από αυτές τις εκδοχές είναι η μία ματαιοδοξία: αυτού που θα παίξει την «Ελένη». Η «Ελένη» υπάρχει για να την παίξει κάποιος. Αυτός που λέει «απόψε ελάτε κι εγώ θα κάνω την Ελένη», είτε γυναίκα είναι είτε άνδρας, καταβάλλει τον φόρο για τη ματαιοδοξία. Αν δεν την υπερνικήσει και δεν την ξεπεράσει και εξαντληθεί η δουλειά του μόνο σε αυτό, τότε αποτυγχάνει. Εάν όμως πατήσει σε αυτό, όπως και στον συστατικό ναρκισσισμό, και το υπερβεί, μπορεί να καταφέρει κάτι. Γιατί πρέπει να διατρέξεις τον κίνδυνο των πραγμάτων για να επιτύχεις τα πράγματα. Εάν δεν διατρέξει κανείς τον κίνδυνο του καιρού του, δεν μπορεί να εκφράσει τον καιρό».
Τελικά, ποια από όλες τις παραμέτρους σάς συνδέει σε τέτοιον βαθμό με αυτό το έργο; «Είναι πολύ πρακτικό. Ξέρω τι σημαίνει θεατρικό σύστημα της Ελλάδας. Δεν έχω λεφτά εγώ, δεν έχω κεφάλαια. Ούτε υπάρχει κάποιος να μου κάνει την τιμή να μου πει: «Θέλουμε να κάνεις μια παραγωγή», που τώρα πια και να θέλουν οι άνθρωποι, δεν μπορούν να κάνουν αυτή την τιμή, άρα πρέπει να τα βγάζει πέρα κανείς μόνος του. Γι’ αυτό και η «Ελένη» είναι, κατά κάποιον τρόπο, αν θέλετε, η περσόνα της φθοράς, όπως είπαμε προηγουμένως, αλλά είναι και η περσόνα που στο τέλος του κειμένου αναπολεί και αναφέρεται στον άλλον αγέραστο, τον Οδυσσέα. Ο Οδυσσέας είναι ο πρωταθλητής της επιβίωσης, άλλο ελληνικό πράγμα. Να είσαι εκτεθειμένος στη φθορά και από την άλλη να κερδίζεις τον αγώνα της επιβίωσης».
Οταν διαβάσατε ξανά το κείμενο, φωτίσατε με διαφορετικό τρόπο ορισμένες πτυχές του; «Φωτίζω ό,τι φωτίζει ο καιρός, γιατί σε τελική ανάλυση εμείς είμαστε διαμπερείς υπάρξεις και από μέσα μας διέρχεται ο καιρός όταν ανεβαίνουμε στη σκηνή. Οσον αφορά τις αλλαγές, έχω κάνει πολύ λίγες σε σχέση με τη δεύτερη εκδοχή. Θα αφήσω να τις κάνει ο Νοτιάς, ο καιρός, πάνω στο μέταλλο της παράστασης».
Τη ματαιότητα, δεδομένου ότι μιλάμε για τη «ραψωδία της ματαιότητας», την αισθάνεστε περισσότερο από τις άλλες φορές; «Ματαιότητα δεν αισθανόμουν ποτέ από την ώρα που έχω ανοιχτούς λογαριασμούς εδώ και μισό αιώνα με αυτό το στοίχημα που λέγεται έκφραση και εκφραστική περιπέτεια. Ή, αν θέλετε, την ίδια στιγμή που ένιωθα τη «ματαιότητα» ένιωθα την ανάγκη της μετάπλασης αυτού του αισθήματος σε κάτι άλλο».

Πόσο δύσκολο είναι να ανεβάζεις ποίηση στο θέατρο; «Η τέχνη του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, είναι η ποίηση. Θέατρο είναι αυτό που λέμε σήμερα «τα ντουβάρια». Από καταβολής κόσμου η συνύπαρξη των ανθρώπων στηρίζεται και στην παραγωγή γεγονότων λόγου. Γιατί έχουμε τη γλώσσα; Για να συνεννοούμαστε. Λέει ο άλλος: «Επειδή την έχουμε μόνο για να συνεννοούμαστε, για να βγούμε από τη γλώσσα με έναν τρόπο θα πρέπει να τραγουδήσουμε». Δεν είναι η γλώσσα, είναι η φωνή πια. Λέει το θέατρο: «Κοίταξε να δεις, υπάρχει μια λειτουργία της γλώσσας η οποία υπερβαίνει τον εργαλειακό χαρακτήρα της επικοινωνίας και ανοίγει τις πόρτες του κόσμου της συγκίνησης». Δηλαδή της επανανακάλυψης του εαυτού. Αυτό σημαίνει συγκίνηση. Αυτό που λέει ο Σαίξπηρ στον Αμλετ: «Με την παράσταση θηλιά, θα πιάσω τη συνείδηση του βασιλιά». Θα προκαλέσω ρίχτερ στη συνείδηση του θεατή μου».
Σας λείπει να σκηνοθετείτε άλλους ηθοποιούς; «Δεν μου λείπει, γιατί αυτή η διετία ήταν πολύ γεμάτη με το «Σιχτίρ» και το «Relax» συν την «Ελένη». Μπορεί –καλά να είμαστε –να μου λείψει. Ξέρετε, είναι δύσκολο να έχεις σύνολα, συνύπαρξη ανθρώπων. Ενας άνθρωπος που κάνει τέσσερις δουλειές τον χρόνο σε ποια από αυτές θα είναι παρών; Θυμάμαι κάποτε στο Βουκουρέστι ήμασταν σε ένα τραπέζι που είχε παρατεθεί εκεί προς τιμήν του Τζόρτζιο Στρέλερ που ήταν ο πρόεδρος της Ενωσης των θεάτρων της Ευρώπης. Μας είπαν τότε: «Περιμένουμε και μια κυρία η οποία θα αργήσει, θα έρθει στις 11». Εμφανίζεται λοιπόν μια κυρία, ψηλή, λιγνή, και μου λέει ο Στρέλερ: «Μα τι αδύνατη που είναι αυτή η γυναίκα!». Και σε εκείνη: «Συγγνώμη, τρώτε;». «Εμεινε» εκείνη: «Τι λέτε, μαέστρο; Τρώω…». «Να τρώτε πιο πολύ». Ηταν η κυρία Μάγια Μόργκενστερν, η οποία μετά του είπε: «Συγγνώμη, έρχομαι από την τρίτη παράσταση της ημέρας». Βουκουρέστι 1995, Αθήνα 2017. Καλά, δεν είναι το ίδιο».
Είναι πολύ λίγοι οι ηθοποιοί που δουλεύουν σε τέσσερις δουλειές… «Και πολύ λίγοι αυτοί που παίζουν μόνο σε μία. Θα πρέπει να υπάρξει ένας φορέας παραγωγής, όπως το Εθνικό Θέατρο, ή μια Στέγη με ένα εποχικό συμβόλαιο. Από εκεί και πέρα, ο κανόνας είναι η πολυαπασχόληση. Ξέρετε, το θέατρο είναι το πρώτο επάγγελμα που απελευθερώθηκε στην Ελλάδα όταν στη Μεταπολίτευση καταργήθηκε η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, το 1980. Βγαίνουν 600 ηθοποιοί τον χρόνο. Γιατί αυτή η ευκολία; Περιμένω τους κοινωνικούς επιστήμονες να απαντήσουν. Ξέρω όμως ότι το θέατρο δεν έχει ιδιόλεκτο, δεν έχει δική του γλώσσα, δεν είναι μουσική να έχει νότες. Πρώτη ύλη είναι, όπως λέει ο Μινωτής, το πιο κοινόχρηστο πράγμα: η γλώσσα. Δεν λέει ο άλλος «καλύτερα το φα ή το ντο». Ολοι μπορούμε να μιλήσουμε, οπότε σκέφτεται κανείς: «Γιατί αυτός και όχι εγώ;»».
Τι διαχωρίζει τον αληθινό ηθοποιό από τον εσαεί επίδοξο; «Οι ρωγμές, ο κλονισμός, η απεδάφιση, η εκτόξευση που προκαλεί στους ανθρώπους. Η ποιότητα της συγκίνησης.
Και –μιας και ο ηθοποιός κάνει μια δουλειά που κάθε στιγμή είναι και το μνημόσυνό της μαζί –το εάν εγγράφεται στη μνήμη».
Εδώ κολλάει η ερώτηση-κλισέ: Γεννιέσαι ή γίνεσαι; «Εδώ κολλάει το μεγάλο σχόλιο που έκανε ο Σταντάλ, αν δεν απατώμαι: «Αυτός από την τέχνη του ξέρει μόνο ό,τι μαθαίνεται»».
Αρα απαιτείται μια ψυχική κλίση; «Απαιτείται εκείνη η στιγμή που η κλίση βγαίνει από τον εαυτό της και γίνεται πραγμάτωση. Για όλες τις τέχνες. Η κλίση είναι μια φάση χρόνου και ψυχής. Το άλλο είναι μια άλλη φάση της κλίσης. Κάνουν πολλά πράγματα έναν ηθοποιό και κατ’ αρχήν ο τρόπος που ζει εκτός θεάτρου».

Τι εννοείτε; «Αν έχει την ικανότητα να μετουσιώνει το υλικό της ζωής το οποίο τον τρέφει και αυτόν όπως όλους τους κοινούς θνητούς σε κάτι που να το ξεπερνά. Να φανερώνει την ετερότητα του ίδιου. Αυτό που νομίζατε ότι ξέρατε, δεν το ξέρατε έτσι. Απαιτεί πνευματικά στοιχήματα. Ηθικό προβληματισμό. Φιλοσοφική ανάταση. Εξαρση σε ό,τι αφορά την εμπλοκή σου στο κοινό πάθος».
Υπάρχουν πολύ ταλαντούχοι ηθοποιοί οι οποίοι μάλλον δεν είναι ικανοί να εκπληρώσουν όλα αυτά που λέτε, αν κρίνω από όσα έχουν να πουν όταν τους μιλάς. Κι όμως, δίνουν καταπληκτικές ερμηνείες. «Ε, καλά, μην τους μιλάτε τότε. Κοιτάξτε, υπάρχουν άνθρωποι που χρειάζονται το κενό για να ενεργοποιηθεί η άλλη δύναμη που τους ανεβάζει στη σκηνή, υπάρχουν άλλοι που δεν καταλαβαίνουν. Ο Στρέλερ έλεγε στον Λουί Ζουβέ «Δάσκαλε, τι είναι αυτό» και «Δάσκαλε, τι είναι το άλλο». Κάποια στιγμή εκείνος τσαντίστηκε και γύρισε και είπε: «Ακου να σου πω, στη σκηνή δεν συμφέρει να καταλαβαίνεις πολύ». Εγκώμιο ανοησίας. Αυτό που λέει και ο Μινωτής στο «Relax»: «Ξέρεις τι αίμα έφτυσα εγώ για να καταπνίξω τη νοημοσύνη μου;». Ολες αυτές τις αρετές να τις δείτε μέσα από το φίλτρο της αντιαρετής που μας οδηγεί σε μια αρετή δευτέρου βαθμού. Δηλαδή, να έχω το μυαλό που δεν έχω. Γιατί κανείς δεν θα με ανεχτεί στη σκηνή αν κάνω επίδειξη μυαλού. Γι’ αυτό έχω πει σε κάποιους ηθοποιούς: «Είναι καλό να σκέφτεσαι για να ‘χει ποιότητα το μέρος σου που δεν σκέφτεται»».
Προηγουμένως μου μιλούσατε για την οθονοποιημένη ζωή που ζούμε. Δεν έχετε υποκύψει στα θέλγητρα της τεχνολογίας και των νέων τρόπων επικοινωνίας που αυτή προσφέρει; «Πολύ λίγο χρησιμοποιώ το κινητό και ως προς τα social media αισθάνομαι ένα είδος αναχωρητή, καλόγερου του παρόντος. Επιτρέψτε μου να έχω μια επιφύλαξη ως προς αυτή την υπόθεση που λέγεται «επικοινωνία». Θεωρώ ότι ανοίγει τον δρόμο διάπλατα σε κάτι που εγώ το σέβομαι πάρα πολύ και του οποίου τις τύχες μπορούμε να συζητήσουμε: τη βασιλεία της τεχνητής νοημοσύνης. Το ρομπότ. Τι είναι το ρομπότ; Κάποιος που δεν κάνει λάθος. Μας στερούν, δηλαδή, το βασίλειο του λάθους. Εχουν αδειάσει τα μυαλά γιατί έχουν κουραστεί υποτίθεται από την άσκηση της φυσικής νοημοσύνης. Πολύς κόσμος κουράστηκε να κάνει σαν να σκέφτεται. Μη νομίζετε ότι τα ρομπότ θα αντικαταστήσουν τα πάντα, θα υπάρξουν και κάποια επαγγέλματα ή κάποιες λειτουργίες που δεν θα μπορούν να τις επιτελέσουν, μέχρι νεωτέρας διαταγής. Θέλω να ελπίζω ότι σε αυτά ανήκει και το επάγγελμα του θεάτρου». l
«H Ελένη»: Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν (Φρυνίχου 14, Πλάκα), κάθε Σάββατο και Κυριακή, στις 19.00, μέχρι την Κυριακή των Βαΐων.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.