Απομεινάρια του πατέρα

Εφυγε από το σπίτι το 1961. Το γραφείο του, βιβλιοθήκες, συρτάρια, ντουλάπια, έμεινε όπως ήταν τότε. Μόνο το ξεσκόνιζαν κατά καιρούς. Σκοτεινό, με τις μεγάλες απειλητικές προσωπογραφίες των προγόνων στους τοίχους, ήταν το άβατον του σπιτιού.

Εφυγε από το σπίτι το 1961. Το γραφείο του, βιβλιοθήκες, συρτάρια, ντουλάπια, έμεινε όπως ήταν τότε. Μόνο το ξεσκόνιζαν κατά καιρούς. Σκοτεινό, με τις μεγάλες απειλητικές προσωπογραφίες των προγόνων στους τοίχους, ήταν το άβατον του σπιτιού.
Πέρασαν πενήντα έξι χρόνια. Εφυγαν και ήρθαν γενεές. Κάποια στιγμή αποφασίστηκε το σπίτι να αλλάξει χρήση. Επρεπε να φύγουν τα πάντα. Αλλα μόνιμα, άλλα προσωρινά. Τα έπιπλα («δεν φτιάχνουν πια σήμερα τέτοια!») έπρεπε να εκκενωθούν για να πάνε στον λουστραδόρο.
Λόφοι χαρτιών, βουνά φακέλων, λευκώματα, ντοσιέ, βιβλία, όλα στο πάτωμα. Μια άλλη Ελλάδα αναδύθηκε από τις φωτογραφίες. Δεν ήξερα πως ο πατέρας προτιμούσε τον Χαρισιάδη –οι εικόνες του έλαμπαν, σαν να τυπώθηκαν χθες.
Ξεχασμένα είδη και γένη του λόγου. Ποιος γράφει τώρα, ποιος διαβάζει προικοσύμφωνα; Τρεις αδελφές πάντρεψε, δεκαετία του είκοσι και του τριάντα.
Φωτογραφίες με αξιωματούχους σπουδαίους στο ύφος, σήμερα εντελώς ξεχασμένους. Μερικούς τους θυμήθηκα από εγκυκλοπαίδειες και ιστορικά βιβλία.
Τελετές: γάμοι, δεξιώσεις, γιορτές, βαφτίσια ανθρώπων που πια δεν υπάρχουν. Τίποτα από όλα αυτά δεν υφίσταται σήμερα. Αραγε ισχύουν ακόμα διατάξεις από τις «Νομολογίες» του 1924, 25, 26 κ.λπ.; Και αυτά τα χοντρά, ασήκωτα ξένα βιβλία; Παιδί συλλάβιζα την άγνωστη σε μένα λέξη: Rationalisierung. Τώρα ξέρω: εξορθολογισμός. Αγνωστος και τότε (και τώρα) στην Ελλάδα.
Σε μια ομαδική φωτογραφία αναγνωρίζω τη νεαρή Φρειδερίκη –σχεδόν έφηβη, μάλλον, ακόμα πριγκίπισσα του Αννόβερου. Δεν ήξερα πως είχαμε επαφές με τη Αυλή. Αν κρίνω βέβαια από τους υπόλοιπους της εικόνας, μπορεί και να μην είχαμε…
Να και η παιδική μου ηλικία. Φάκελος με το όνομά μου: μέσα έλεγχοι από το δημοτικό ως το γυμνάσιο (Λύκειο δεν υπήρχε). «Δελτίον προόδου» με άγνωστο εκδότη. Πήγαινα εγώ σε αυτό το σχολείο; Δεν θυμάμαι τίποτα. Ημερομηνία: 1941, πρώτος χρόνος της Κατοχής, πρώτη τάξη. Πολύ αργότερα, σημειώσεις με παρατηρήσεις καθηγητών. Υπογραμμισμένες στα αρνητικά σημεία. Μόνο το είκοσι αποδεκτό (Ο τελειοθήρας).
Και μετά: Νόμοι, νόμοι, νόμοι και διατάξεις. Αναλύσεις, ερμηνείες, εγκύκλιοι και ΦΕΚ –η ζωή του τέλειου γραφειοκράτη. Συμβόλαια και υπομνήματα. Και ανάμεσα, απροσδόκητα, μια ποιητική συλλογή. Α, ναι, θυμάμαι, έγραφε ποιήματα. Αψογα σε μέτρο και σε ρίμες. Σχολή Γρυπάρη. Εχω κρατήσει μερικά που μου είχε δώσει.
Πάντα το δίλημμα –τι κρατάω, τι πετάω; Και αυτά που θα κρατήσω τι θα γίνουν; Σύντομα, δικά μου απομεινάρια. Κάποιος θα αναρωτιέται και για μένα: Τι κρατάω;
«Σκιάς όναρ, άνθρωπος». Ποτέ δεν έχεις πιο έντονη την αίσθηση της παροδικότητας παρά όταν ανοίγεις παλιά συρτάρια.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.