Πολύ παλαιότερες οι βραχογραφίες στη Νότια Αφρική

Αρκετές χιλιετίες παλαιότερες από ό,τι πίστευαν οι επιστήμονες φαίνεται ότι είναι οι περισσότερες προϊστορικές

Αρκετές χιλιετίες παλαιότερες από ό,τι πίστευαν οι επιστήμονες φαίνεται ότι είναι οι περισσότερες προϊστορικές βραχογραφίες στον Νότο της Αφρικής. Αυτό αποκάλυψε μια νέα, άμεση χρονολόγησή τους που έγινε από διεθνή ερευνητική ομάδα με τη χρήση μιας πρωτοποριακής τεχνικής. Η νέα ανάλυση, πέραν του ότι αναδεικνύει ένα καινούργιο εργαλείο για τη ραδιοχρονολόγηση της ζωγραφικής σε βράχο, ανατρέπει επίσης ορισμένες αντιλήψεις σχετικά με τις κοινωνίες των κυνηγών τροφοσυλλεκτών στο νότιο τμήμα της αφρικανικής ηπείρου και προσφέρει μια νέα ματιά στη θρησκεία και στα έθιμά τους.


Δύσκολο έργο

Η άμεση χρονολόγηση των βραχογραφιών έχει αποδειχθεί αρκετά δύσκολο έργο –αυτός είναι και ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο οι γνώσεις μας γύρω από τους καλλιτέχνες των σπηλαίων έχουν πολλά κενά. Ο πρώτος απαγορευτικός παράγοντας για τους μελετητές είναι ότι οι διαθέσιμες μέθοδοι απαιτούν τη λήψη μεγάλης ποσότητας δείγματος, κάτι το οποίο είναι άκρως καταστρεπτικό για τις βραχογραφίες. Επιπλέον στην περίπτωση της ραδιοχρονολόγησης με άνθρακα-14, η οποία προσφέρεται ιδιαίτερα αφού οι βαφές που χρησιμοποιούσαν οι προϊστορικοί καλλιτέχνες είχαν οργανική προέλευση, υπάρχουν δύο ακόμη εμπόδια. Το ένα είναι ότι το κάρβουνο που χρησιμοποίησαν οι ζωγράφοι είναι πολύ πιθανό να μην προερχόταν από μια σύγχρονή τους πηγή αλλά από κάποια πολύ παλαιότερη σε ηλικία. Και το δεύτερο είναι ότι καθώς τα έργα είναι εκτεθειμένα στο εξωτερικό περιβάλλον είναι πολύ πιθανό να έχουν επιμολυνθεί.
Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, με τη συνεχή βελτίωση των τεχνικών της ραδιοχρονολόγησης, κάποια πρόοδος έχει σημειωθεί και σε αυτόν τον τομέα, και οι επιστήμονες έχουν κατορθώσει να χρονολογήσουν άμεσα αρκετές βραχογραφίες. Με αυτή την τελευταία δουλειά σε σπήλαια της Αφρικής οι ερευνητές προχώρησαν ένα βήμα πιο πέρα εφαρμόζοντας μια καινούργια μεθοδολογία η οποία, όπως περιγράφουν στη μελέτη τους που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Antiquity», έδωσε αποτελέσματα επιτρέποντας την άμεση χρονολόγηση πολλών βραχογραφιών σε σπήλαια της Νότιας Αφρικής, της Μποτσουάνα και του Λεσότο.


Οχι άλλο κάρβουνο

Η διεθνής ομάδα των ερευνητών από το Πανεπιστήμιο Λαβάλ του Καναδά, το Πανεπιστήμιο Γουιτγουότερστραντ του Γιοχάνεσμπουργκ και το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης εφάρμοσαν τη μέθοδο της ραδιοχρονολόγησης με φασματομετρία μάζας αλλά για να μειώσουν την ποσότητα των δειγμάτων που θα χρησιμοποιούσαν και να αυξήσουν τις πιθανότητες επιτυχίας σχεδίασαν ένα νέο επιστημονικό πρωτόκολλο για τη δειγματοληψία. Αρχικά συνέλεξαν μικροσκοπικά δείγματα από πολλές βραχογραφίες σε 14 θέσεις στις τρεις αυτές αφρικανικές χώρες τα οποία ανέλυσαν ώστε να πάρουν μια εικόνα για τη χημική σύσταση της κάθε βραχογραφίας προκειμένου να εντοπίσουν ποιες από αυτές προσφέρονταν περισσότερο για αυτή τη μέθοδο και άρα είχαν περισσότερες πιθανότητες να χρονολογηθούν σωστά.
Επίσης –και ακόμη πιο σημαντικό –με αυτή την ευρεία δειγματοληψία μπόρεσαν να εντοπίσουν στις βραχογραφίες βαφές οι οποίες να προέρχονται από βραχύβιες οργανικές πρώτες ύλες και όχι από ξυλοκάρβουνο έτσι ώστε να προσπεράσουν τον σκόπελο του ότι το κάρβουνο που χρησιμοποιεί ένας ζωγράφος μπορεί να είναι πολύ παλαιότερο από την εποχή του. Αφού επέλεξαν τα κατάλληλα δείγματα εφάρμοσαν προωθημένες τεχνικές για να τα καθαρίσουν από τυχόν επιμολύνσεις και τελικά προχώρησαν στη ραδιοχρονολόγησή τους με φασματομετρία μάζας.

Αποτελέσματα με πολλές εκπλήξεις

Ακολουθώντας αυτή τη διαδικασία οι επιστήμονες μπόρεσαν να χρονολογήσουν για πρώτη φορά άμεσα 44 βραχογραφίες, αποδεικνύοντας ότι είναι κατά πολύ παλαιότερες από ό,τι εκτιμούσαν ως τώρα οι μελετητές. Η παλαιότερη βραχογραφία στο νότιο τμήμα της Αφρικής εντοπίστηκε στην Ανατολική Μποτσουάνα και είναι ηλικίας τουλάχιστον 5.700 ετών, ενώ οι βραχογραφίες στη Νότια Αφρική και στο Λεσότο ανάγονται στα 3.000 χρόνια πριν το σήμερα. Αυτές οι νέες, άμεσα προσδιορισμένες ηλικίες θεωρείται ότι αποτελούν τεράστιο βήμα για την αρχαιολογική έρευνα στην Αφρική καθώς προσφέρουν νέες βάσεις για μελέτη.
Παράλληλα λύνουν αναπάντητα ερωτήματα όπως το γιατί κάποιες βραχογραφίες δεν φαίνονταν να συνδέονται χρονικά με τα αντικείμενα που έχουν βρεθεί κοντά τους ενώ επίσης αποκαλύπτουν ότι σε αρκετές θέσεις οι ζωγραφιές έχουν γίνει διαδοχικά για περισσότερο από μια χιλιετία. «Αυτό είναι εκπληκτικό» δήλωσε σε δελτίο Τύπου ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Γουιτγουότερσραντ στο Γιοχάνεσμπουργκ Ντέιβιντ Πιρς, εκ των συντελεστών της μελέτης, «οι άνθρωποι επέστρεφαν στα ίδια καταφύγια για πολύ μεγάλες χρονικές περιόδους για να κάνουν βραχογραφίες ίδιες με εκείνες που είχαν γίνει πριν από αιώνες ή χιλιετίες. Αυτό το εύρημα έχει βαθιά σημασία για την κατανόησή μας σχετικά με τη θρησκεία των κυνηγών τροφοσυλλεκτών στη Νότια Αφρική».
Πέραν της αρχαιολογικής σημασίας που έχουν τα ευρήματα για την ίδια την Αφρική, οι ερευνητές θεωρούν ότι το πρωτόκολλο που ανέπτυξαν μπορεί να βρει πολλές εφαρμογές σε όλον τον κόσμο. Οπως τονίζει στο συμπέρασμά της η Αντελφίν Μπονό, κύρια συγγραφέας της μελέτης, «αποτελεί ένα σημαντικό βήμα στον τομέα της χρονολόγησης των βραχογραφιών γιατί μειώνει το μέγεθος του δείγματος που πρέπει να συλλεχθεί, βελτιστοποιεί τα ποσοστά επιτυχίας της χρονολόγησης και περιορίζει τις επιπτώσεις της ραδιοχρονολόγησης σε τέτοιου είδους πολύτιμα ζωγραφικά έργα παρέχοντας ταυτόχρονα νέες χρονολογικές πληροφορίες».

HeliosPlus

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.