Ισχυρή ή αδύναμη η κοινωνία πολιτών;

Για όσου/ες δεν την απορρίπτουν εκ προοιμίου, γύρω από την «κοινωνία πολιτών» υπάρχει συναίνεση ως προς το ότι πρόκειται για μια έννοια της νεωτερικότητας, ότι προϋποθέτει εξατομικευμένα υποκείμενα, ότι στηρίζεται στη διάκριση δημοσίου και ιδιωτικού

Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος
Η ελληνική κοινωνία πολιτών και η οικονομική κρίση

Εκδόσεις Ποταμός, 2017
σελ. 148, τιμή 11 ευρώ

Για όσου/ες δεν την απορρίπτουν εκ προοιμίου, γύρω από την «κοινωνία πολιτών» υπάρχει συναίνεση ως προς το ότι πρόκειται για μια έννοια της νεωτερικότητας, ότι προϋποθέτει εξατομικευμένα υποκείμενα, ότι στηρίζεται στη διάκριση δημοσίου και ιδιωτικού. Πέραν αυτού, το πώς κάθε φορά κατανοείται και πώς εκδηλώνεται στη δημόσια ζωή εξαρτάται από την πολιτική κουλτούρα και τη σωρευτική ιστορική επενέργεια προηγούμενων εξαρτημένων διαδρομών (path dependencies).

Από το βιβλίο Η ελληνική κοινωνία πολιτών και η οικονομική κρίση (Ποταμός, 2017) του Δημήτρη Α. Σωτηρόπουλου που μόλις κυκλοφόρησε ανακύπτουν δύο τουλάχιστον βασικά ερωτήματα: Πρώτον, εφόσον από τις αρχές του ’90 ο όρος «κοινωνία πολιτών» επιπολάζει, οφείλει ο ορισμός της να χαρακτηρίζεται από σαφήνεια και ευκρίνεια. Αρκεί όμως ένας δηλωτικός-περιγραφικός ή μήπως απαιτείται κάποιος θεωρητικός ορισμός μέσω του οποίου ερμηνεύεται το φαινόμενο και γίνονται ορατά τα κανονιστικά θεμέλιά του; Και, δεύτερον, βάσει των ιδιαιτεροτήτων της, χαρακτηρίζεται η Ελλάδα από ισχυρή ή αδύναμη κοινωνία πολιτών; Εχει καν νόημα η χρήση της έννοιας αυτής ή μήπως η ελληνική περίπτωση υπαγορεύει άλλου τύπου εννοιολογήσεις; Αν όντως έχει νόημα, βάσει ποιων μεθοδολογικών επιλογών θα τη μελετήσουμε;


Η έννοια
Εναργώς και ενίοτε με υπερβολική λιτότητα, ο Σωτηρόπουλος θεωρεί πως η κοινωνία πολιτών «δεν είναι μια κανονιστική έννοια» (σελ. 30), καθώς οι συμμετέχοντες σε αυτή δεν επιδιώκουν πάντα κάποιο «κοινό καλό». Διαφοροποιούμενος από κανονιστικές ερμηνείες, την ορίζει (σελ. 25) ως «το σύνολο των συσσωματώσεων (οργανώσεων, κινημάτων και δικτύων), που μπορεί να έχουν τυπικά, δηλαδή νομικά, αναγνωρισμένη ή άτυπη (ανεπίσημη) μορφή, εντάσσονται στον χώρο ανάμεσα στο κράτος και την αγορά και α) είτε εγείρουν ή εν δυνάμει θα μπορούσαν να εγείρουν κάποια αξίωση έναντι του κράτους να πράξει κάτι (π.χ. να θεσπίσει ένα δικαίωμα) ή να παραλείψει κάτι (π.χ. να απέχει από διακριτική μεταχείριση υπέρ κάποιων β) είτε δραστηριοποιούνται όχι για τον προσπορισμό κέρδους, αλλά για την παροχή υπηρεσιών, συχνά συμπληρωματικά προς τις δημόσιες υπηρεσίες ή σε υποκατάστασή τους (π.χ. τα δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης)».
Ετσι, εφόσον δεν κινητοποιούνται μόνο για τα στενά τους συμφέροντα αλλά και ενίοτε υπέρ «γενικότερων σκοπών», οι εργοδοτικές και επαγγελματικές οργανώσεις και τα συνδικάτα περιλαμβάνονται στην κοινωνία πολιτών, μολονότι δεν είναι τόσο εύκολο να διακριθούν οι δύο τύποι κινητοποίησης. Περιλαμβάνονται βεβαίως και ΜΚΟ, κοινωνικές επιχειρήσεις, κοινωνικά κινήματα, τυπικά και άτυπα κοινωνικά δίκτυα, θρησκευτικές ενώσεις, φιλανθρωπικές και εθελοντικές οργανώσεις στον βαθμό που εγείρουν αξιώσεις προς το κράτος ή δραστηριοποιούνται παράλληλα ή συμπληρωματικά προς αυτό επιδιώκοντας κάποιο δημόσιο όφελος που συνάπτεται με έναν ή περισσότερους τομείς δημόσιας πολιτικής. Πιστός στον «αντι-δεοντολογικό» ορισμό του, ο Σωτηρόπουλος υποχρεώνεται να συναριθμήσει στην κοινωνία πολιτών και μη δημοκρατικές συσσωματώσεις (π.χ. ρατσιστικές οργανώσεις, φονταμενταλιστικές ενώσεις κ.λπ.). Πρόκειται για τη λεγόμενη uncivil society, την αντι-δημοκρατική και σκοτεινή πλευρά της κοινωνίας πολιτών (σελ. 31, 123).
Ο προτεινόμενος ορισμός προϋποθέτει το κράτος υπό τη στενή πολιτικο-διοικητική έννοια. Οταν όμως το δούμε με τη διευρυμένη έννοια –ως ολοκληρωμένο (integrated) κράτος που αγκαλιάζει συνολικά την αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος -, η «κοινωνία πολιτών» χάνει πολύ από την εξηγητική της αξία.


Αντιφάσεις
Οι λέξεις φέρουν ίχνη προγενέστερων νοηματοδοτήσεων. Η «civil society» διατηρεί την πολιτισμική μνήμη της «civilité»: την αλληλεγγύη, την ενσυναίσθηση, την ορθοκρισία, την καλή πίστη, την ανεκτικότητα, την αβροφροσύνη, τη μετριοπάθεια. Οταν στον περιγραφικό ορισμό του ο Σωτηρόπουλος εντάσσει την uncivil society, βάζει από την πίσω πόρτα το κανονιστικό στοιχείο στην κοινωνία πολιτών το οποίο εξ αρχής ήθελε να αποκλείσει. Ετσι κάπου αντιφάσκει όταν από τη μια μεριά θεωρεί (σελ. 123) ως εκδήλωση της «σκοτεινής» όψης της κοινωνίας πολιτών την ύπαρξη ομάδων που συστηματικά επιτίθενται σε δημόσια κτίρια με εμπρησμούς και λεηλασίες, ενώ από την άλλη θεωρεί (σελ. 71) ότι οι καταστροφές και η βία που ακολούθησαν τις διαδηλώσεις για τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου το 2008 «προφανώς» και δεν αποτελούσαν δράσεις της κοινωνίας πολιτών.
Επί μια εικοσιπενταετία οι περισσότεροι αναλυτές –εμού συμπεριλαμβανομένου –μιλούν για «ατροφική» κοινωνία πολιτών στην Ελλάδα ως αποτέλεσμα της κομματοκρατίας, του ατομοκεντρισμού και του κατακερματισμού των συμφερόντων. Εκκινούν από μια κανονιστική σύλληψη της δημοκρατίας, όχι ως μεθόδου επιλογής κυβερνήσεων αλλά ως νοηματικού ορίζοντα και εμπειρία ειρηνικής θεσμοθέτησης των συγκρούσεων. Ετσι, η κοινωνία πολιτών στη μεταπολιτευτική Ελλάδα νοήθηκε ως ελλειμματική καθώς η ανεκτικότητα, η κοινωνική εμπιστοσύνη, η μετριοπάθεια, η κουλτούρα του διαλόγου, η κοινωνική υπευθυνότητα, η συνεργατικότητα και ο εθελοντισμός δεν ακμάζουν.
Ανθηση;
Ο Σωτηρόπουλος δεν είναι από εκείνους που εκλαμβάνουν την κοινωνία πολιτών ως ένα ισχνό φαινόμενο της ελληνικής πολιτικής ζωής. Δείχνει ότι μετά την πρώτη μεταπολιτευτική υπερ-πολιτικοποιημένη δεκαπενταετία αναδύονται δύο τάσεις: η πύκνωση της συμμετοχής σε άτυπα κοινωνικά δίκτυα και η εναλλαγή ισχύος μεταξύ κεντρικού κράτους και κοινωνίας πολιτών. Θεωρεί ότι η κοινωνία πολιτών δεν ήταν συλλήβδην ανανάπτυκτη αλλά ότι υπήρχαν και υπάρχουν ισχυροί θύλακες (π.χ. συνδικάτα του δημόσιου τομέα) όπως και διαθεσιμότητα εθελοντικής συμμετοχής για βοήθεια σε πρόσφυγες και μετανάστες, για το περιβάλλον, την κοινωνική πρόνοια. Τονίζοντας την ένταξη σε άτυπα, μη νομικώς πιστοποιημένα, δίκτυα και πρωτοβουλίες που διεκδικούν αλλαγές στο περιεχόμενο των δημόσιων πολιτικών, διαπιστώνει ότι από το 2010 και μετά παρατηρείται μια άνθηση της κοινωνίας πολιτών ως απάντηση στα προβλήματα που δημιουργήθηκαν από την κρίση (ΜΚΟ, συνδικάτα, ενώσεις, κοινωνικές επιχειρήσεις, αυτο-διαχειριζόμενες ομάδες, τράπεζες χρόνου, εναλλακτικά νομίσματα, ηθική οικονομία, κ.ά.). Παρέλκει βεβαίως η υπερ-αισιοδοξία: ενδεχομένως η ύφεση να μη λειτουργήσει ως «κρίσιμο σταυροδρόμι» (σελ. 41-42) για τη συγκρότηση μιας ισχυρής κοινωνίας πολιτών.
Η μελέτη της κοινωνίας πολιτών εγείρει ζητήματα μεθόδου. Ο συγγραφέας εκφράζει επιφυλάξεις (σελ. 122) ως προς την ακρίβεια των εκτιμήσεων. Αξιοποιεί δευτερογενείς πηγές και ερευνητικά αποτελέσματα γύρω από συμπεριφορές (συμμετοχή σε οργανώσεις και δίκτυα), στάσεις (κοινωνική εμπιστοσύνη) και γνώμες (π.χ. η χρησιμότητα των ΜΚΟ). Προβλήματα πάντως αποτίμησης μεγέθους, δομής, συγκρότησης, διάρκειας και οικονομικής υποστήριξης και διαχείρισης θα υπάρχουν.

Ο κ. Νίκος Δεμερτζής είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.