Το 1967, όταν ο Ροθ γράφει το «Τότε που ήταν καλό κορίτσι» (εκδ. Πόλις, όπως και όλα τα προαναφερθέντα), είναι ένας ανερχόμενος αστέρας της αμερικανικής λογοτεχνίας σε μια δεκαετία αμφισβήτησης καθιερωμένων θεσμών και προτύπων. Κάποιοι, όπως ο αγνοημένος τότε και αναγνωρισμένος σήμερα Φίλιπ Κ. Ντικ, τον ταυτίζουν με τους «κατεστημένους συγγραφείς». Ωστόσο, με αυτό και άλλα μυθιστορήματα της περιόδου, ο Ροθ δοκιμάζει τις δυνάμεις του. Εδώ, ένας διανοούμενος της Ανατολικής Ακτής προσεγγίζει την αμερικανική επαρχία, ένας συγγραφέας προερχόμενος από το περιβάλλον της αστικής μεγαλούπολης διερευνά τη small town νοοτροπία. Οι ήρωές του, ο Ουάιτι, ο Ρόι, η Ελι, η Λούσι, το «καλό κορίτσι» του τίτλου, ειδικεύονται στα όνειρα –μικρά όνειρα επιτυχίας, ευτυχίας ή απόδρασης. Αν αποτυγχάνουν σε αυτά, αιτία δεν είναι ο αδύναμος χαρακτήρας τους ή μια ακατάβλητη τάξη πραγμάτων, αλλά η δυναμική που αναπτύσσεται ανάμεσα στις επιθυμίες και τις κοινωνικές επιταγές, στις προσδοκίες και τις δυνατότητες, στα άτομα και την οικογένεια, στα συναισθήματα και τη λογική, στο αναγκαίο και το μάταιο. Μέσα από μια λεπτή σπουδή προσώπων, ο Φίλιπ Ροθ παράγει τελικά ένα σχόλιο για τη φύση των ανθρώπινων σχέσεων εγγράφοντάς το στη μορφή του οικογενειακού δράματος, του οποίου οι διάλογοι και οι κορυφώσεις αποδεικνύονται ισάξιες εκείνων των μεγάλων αμερικανών θεατρικών συγγραφέων.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 13 Αυγούστου 2016
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ