Σήμερα Κυριακή 17 και αύριο Δευτέρα 18 Ιουλίου, στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, θα παρουσιαστεί στην Πειραιώς 260 η παράσταση της Ιόλης Ανδρεάδη «Young Lear» –«μια ελεύθερη διασκευή της γνωστής ιστορίας του βασιλιά της Βρετάνης που μοιράζει την περιουσία του στις κόρες του που δεν τον αγαπούν, μα ξέρουν να κερδίζουν, και αποκληρώνει εκείνη που τον αγαπά αλλά δεν ξέρει πώς να του το δείξει». Η πολλά υποσχόμενη σκηνοθέτις δραστηριοποιείται τα τελευταία δύο χρόνια στην Ελλάδα, έπειτα από μια δημιουργική πορεία αρκετών ετών στο εξωτερικό.
Πότε σας ήρθε για πρώτη φορά η ιδέα για μια παράσταση σαν το «Young Lear»; «Η ιδέα για την παράσταση μου ήρθε το 2013 στο Λονδίνο, στο «Look Mum No Hands!», ένα café στο οποίο πήγαινα καθημερινά να δουλέψω στο laptop μου. Ξεφυλλίζοντας τον Βασιλιά Ληρ στα αγγλικά, έπεσε το μάτι μου σε όλες τις φράσεις που αναφέρονται σε μια περίεργη αντιστροφή που συμβαίνει μέσα στο έργο.

Οι φράσεις «Ο Ληρ έγινε παιδί κι εγώ έγινα πατέρας» ή «Εκανες τις κόρες σου μανάδες σου» μας μιλούν για έναν ηλικιωμένο βασιλιά που άφησε κάθε εξουσία, υπέστη τις συνέπειες της απόφασής του και τρελάθηκε, έγινε σαν μωρό παιδί, απροστάτευτος και ανίκανος να επιβιώσει, και για τους πιο νέους στην ηλικία χαρακτήρες του έργου –τον Εντγκαρ, την Γκόνεριλ και τη Ρέγκαν –που μεγάλωσαν απότομα και πήραν στην πλάτη τους ευθύνες δυσανάλογες με τις δυνατότητές τους τη στιγμή που τις αναλάμβαναν. Από αυτές τις φράσεις μέσα στο έργο και γενικότερα από το θέμα της πάλης μεταξύ των γενεών γεννήθηκε η ιδέα για μια παράσταση με έναν Ληρ παιγμένο από νέο ηθοποιό,
η οποία να επικεντρώνεται σε αυτό μόνο το θέμα, το ενδοοικογενειακό».


Τι σας γοητεύει πιο πολύ στο αριστουργηματικό έργο του Σαίξπηρ στο οποίο βασίζεται;
«Το αριστουργηματικό αυτό έργο του Σαίξπηρ το είχα δει για πρώτη φορά όταν ήμουν στην εφηβεία, σε σκηνοθεσία Γιώργου Λαζάνη. Εκεί, μου εντυπώθηκε η φράση, σε μετάφραση Διονύση Καψάλη, από το φινάλε του έργου, που πήγαινε κάπως έτσι: «Οι γέροι πέρασαν πολλά / εμείς οι νέοι δε θα τα δούμε αυτά / που είδαν οι παλιοί / γιατί ούτε θα ζήσουμε κι εμείς τόσο πολύ». Για κάποιο λόγο που δεν έχω καταλάβει η φράση αυτή ακούμπησε σε μια αίσθηση ματαιότητας που βίωνα ως έφηβη και ήταν σαν να μου έλεγε στην ψυχή μου «Κι άλλοι νιώθουν όπως κι εσύ». Είναι αλήθεια πως με γοητεύουν ακόμη αυτές οι φράσεις. Και ο χαρακτήρας της Κορντέλια με συγκινεί. Το γεγονός ότι το όνομά της ετυμολογικά προέρχεται από τη λέξη «καρδιά», η φράση της «Μου είναι αδύνατον να βγάλω την καρδιά μου από το στόμα μου» (όπως τη μεταφράσαμε για τις ανάγκες του «Young Lear») και φυσικά το ότι την επιλέγει για σύζυγό του –παρόλο που δεν έχει καμία προίκα –ο βασιλιάς της Γαλλίας, δικαιολογούν νομίζω αυτό που ο Κοζίντσεφ έγραφε στο βιβλίο του για εκείνη: «Είναι λάθος να χαρακτηρίσουμε την Κορντέλια ‘επαναστατική’ –η πράξη της δεν έχει σκοπό την επανάσταση, δεν θα μπορούσε το μυαλό της να μηχανευτεί ένα τέτοιο πλάνο, δεν σκέφτεται έτσι, απλώς είναι η ίδια μια επανάσταση»».
Αποτελεί για εσάς κάποιου τύπου ανταμοιβή η ένταξη της δουλειάς σας στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών; «Ναι, αποτελεί. Είναι ηθική η ανταμοιβή πιο πολύ. Ταυτόχρονα είναι πολύ σημαντικό που μας παρέχονται οι κατάλληλες συνθήκες ούτως ώστε να μην υστερεί η παράσταση καλλιτεχνικά. Να μπορεί να φτιαχτεί το κατάλληλο κοστούμι, να μπορείς να ζητήσεις από τους συνεργάτες σου να κάνουν το καλύτερό τους και να μην αποτελεί αυτό χάρη. Να μη στηρίζεσαι μόνο στη μεγαλοψυχία των άλλων αλλά να είναι οι όροι επαγγελματικοί παντού. Να δουλεύεις και να αμείβεσαι για αυτό που κάνεις, να αμείβεσαι πραγματικά».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ