Το βιβλίο «Αξιζε…» της Νίτσας Λουλέ θα κυκλοφορήσει τις επόμενες ημέρες από τις εκδόσεις Πεδίο

Μια νέα διάσταση στην υπόθεση της αυτοκτονίας του Νίκου Ζαχαριάδη στο Σουργκούτ της παγωμένης Σιβηρίας την 1η Αυγούστου 1973, όπου ζούσε εξόριστος από τους Σοβιετικούς, δίνει η Νίτσα Λουλέ, κόρη του κορυφαίου στελέχους του ΚΚΕ Κώστα Λουλέ (1906-1988), ο οποίος, ως απεσταλμένος της ηγεσίας, συναντήθηκε λίγα 24ωρα πριν μαζί του προκειμένου να διαγνώσει τις πραγματικές προθέσεις του και να τον μεταπείσει. Ο άλλοτε παντοδύναμος γενικός γραμματέας του ΚΚΕ και «αγαπημένο παιδί» του Ιωσήφ Στάλιν απειλούσε τους σοβιετικούς και έλληνες κομμουνιστές ότι θα αυτοκτονούσε ως «έσχατη διαμαρτυρία» εφόσον «δεν αρθούν όλα τα μέτρα περιορισμού, εξορίας, στέρησης ελευθερίας μετακίνησης και αναχώρησης απ’ τη Σοβ. Ενωση κτλ.», όπως έγραφε σε ένα από τα πολλά οργισμένα σημειώματα που έστελνε στη Μόσχα.

Σύμφωνα με όσα παραθέτει η κυρία Λουλέ στο βιβλίο της, το οποίο θα κυκλοφορήσει τις επόμενες ημέρες από τις εκδόσεις Πεδίο υπό τον τίτλο «Αξιζε…», ο Λουλές έδωσε διαφορετική εικόνα στους Ρώσους και διαφορετική στους συντρόφους του στο ΚΚΕ για την απειλή της αυτοκτονίας: «Στους Ρώσους ο πατέρας, όταν ρωτήθηκε τι έγινε, απάντησε πως «είναι αποφασισμένος να το κάνει», πιστεύοντας ότι έτσι θα τους πίεζε να τον αφήσουν. Στο κόμμα, όμως, στους συντρόφους, στον Χαρίλαο, είπε αυτό που εκείνος θα έκανε: «Δεν νομίζω να πραγματοποιήσει την απειλή. Είναι κομμουνιστής!»».
Η εκδοχή αυτή παρουσιάζει ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον όσον αφορά τις κομματικές προσπάθειες που κατεβλήθησαν τότε προκειμένου να αποτραπεί ο Ζαχαριάδης από την υλοποίηση της απειλής του. Μάλιστα, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, ο Λουλές είχε προειδοποιήσει τον Χαρίλαο Φλωράκη, που ήταν ήδη από το 1972 γραμματέας του ΚΚΕ, ότι οι σχέσεις του με τον Ζαχαριάδη δεν ήταν οι καλύτερες και ως εκ τούτου δεν ήταν το ενδεδειγμένο πρόσωπο για να τον μεταπείσει. Ωστόσο αποφασίστηκε ότι εκείνος έπρεπε να πάει στο μοιραίο, όπως απεδείχθη, ταξίδι στο απόκοσμο Σουργκούτ.
«Κώστα, θα πας εσύ»


«Ιούλιος 1973. Ανατολικό Βερολίνο. Στο Guesde House, κομματικό ξενοδοχείο, ο Χαρίλαος, ο πατέρας και η Ρούλα Κουκούλου (σ.σ.: ανώτατο στέλεχος του ΚΚΕ και πρώην σύζυγος του Ζαχαριάδη) συζητούν χαμηλόφωνα. Στο διπλανό τραπέζι δύο έλληνες πρόσφυγες, ο Στέλιος και η Βαΐτσα, στελέχη του ΚΚΕ και υπεύθυνοι για την εκεί οργάνωση, συζητούν μαζί μου (σ.σ.: με τη συγγραφέα) τα της εγχείρησης που πρόκειται να κάνω στον πνεύμονα. Η κουβέντα τους έντονη και προβληματισμένη.
–Χαρίλαος: «Εγώ είμαι γραμματέας, δεν γίνεται να πάω, δεν θα συμφωνήσουν και οι Ρώσοι. Να πας εσύ, Ρούλα, που υπήρξες και γυναίκα του».
Ο Χαρίλαος ήταν φρέσκος στη θέση του γραμματέα μετά την απόφαση της 17ης Ολομέλειας που έγινε τον Δεκέμβρη του ’72 στη Βουδαπέστη. Πριν από εκείνον και για δεκαέξι χρόνια τη θέση αυτή κατείχε ο Κ. Κολιγιάννης.
–Ρούλα: «Σας παρακαλώ, όχι εγώ. Μετά από τόσα χρόνια πώς θα τον αντικρίσω;».
Ο Ζαχαριάδης με αίτημά του προς το ΚΚ Σοβιετικής Ενωσης και με κοινοποίηση στο ΚΚΕ ζητούσε να του επιτραπεί να φύγει από τη Σιβηρία, όπου ζούσε απομονωμένος για πολλά χρόνια, και να γυρίσει στην Ελλάδα, όπως έγινε με χιλιάδες πρόσφυγες, και να δικαστεί, αν έπρεπε, για όσα τον κατηγορούσαν. Αν το αίτημά του δεν γινόταν αποδεκτό, απειλούσε ότι θα αυτοκτονήσει την 1η Αυγούστου.
–Χαρίλαος: «Κώστα, δεν υπάρχει άλλη λύση. Θα πας εσύ».
–Κώστας: «Ξέρετε τις σχέσεις μου με τον Ζαχαριάδη. Δεν ήταν ποτέ οι καλύτερες».
Στην 6η Ολομέλεια, σε μια αποστροφή του λόγου του, ο Ζαχαριάδης, αντιτιθέμενος σε ομιλία του πατέρα σχετικά με ένα αγροτικό θέμα, του φώναξε: «Λουλέ, ξύπνησε μέσα σου ο τσιφλικάς;». Δεν του το συγχώρεσε ποτέ!
Οταν από τσιφλικάς γίνεσαι κομμουνιστής, αφιερώνεις τη ζωή σου στο κόμμα, περνάς σαράντα δύο χρόνια από τη ζωή σου στη φυλακή, την εξορία, την προσφυγιά και την παρανομία, μια τέτοια κατηγορία, όπως εκείνος την εξέλαβε, δεν σου κάθεται καλά.
–Χαρίλαος: «Δες το σαν κομματικό καθήκον»».
Αυτά αναφέρονται στο βιβλίο σχετικά με το πώς ελήφθη η απόφαση από τον Χαρίλαο Φλωράκη για την αποστολή του Λουλέ, παρά την παλαιά «κόντρα» με τον Ζαχαριάδη. Και όπως σημειώνει η κυρία Λουλέ, «σαν κομματικό καθήκον το είδε και έφυγε για τη Σιβηρία». «Μετά από πολλά χρόνια, Ζαχαριάδης και Λουλές, πρώην σύντροφοι, συναντιούνται στο Σοργκούτ της Σιβηρίας. Μόνοι. Ο πρώτος επανέλαβε την απειλή του. Ο δεύτερος υποσχέθηκε πως θα έρθει κάποιος να τον πάρει και να τον μεταφέρει στη Βουδαπέστη. Χώρισαν» συμπληρώνει, για να κάνει γνωστό ότι: «Στους Ρώσους ο πατέρας, όταν ρωτήθηκε τι έγινε, απάντησε πως «είναι αποφασισμένος να το κάνει», πιστεύοντας ότι έτσι θα τους πίεζε να τον αφήσουν. Στο κόμμα όμως, στους συντρόφους, στον Χαρίλαο, είπε αυτό που εκείνος θα έκανε: «Δεν νομίζω να πραγματοποιήσει την απειλή. Είναι κομμουνιστής!»».
«Ισως το κόμμα να προλάβαινε…»


Ομως «την 1η Αυγούστου του ’73 ο Ζαχαριάδης βρέθηκε στο σπίτι του κρεμασμένος». «Οι Ρώσοι απέκρυψαν το γεγονός. Είπαν πως πέθανε από καρδιά. Κανείς δεν το πίστεψε» αναφέρει η κυρία Λουλέ, προσθέτοντας ως προς το θλιβερό καθήκον που ανέλαβε ο απεσταλμένος του κόμματος: «Ο πατέρας κατηγορήθηκε από κάποιους ότι δεν εκτίμησε σωστά την κατάσταση. Το σίγουρο είναι ότι δεν έπρεπε να κρίνει με βάση το τι θα έκανε εκείνος. Αν έλεγε ό,τι είχε πει και στους Ρώσους, ίσως το κόμμα να προλάβαινε. Και το πιο σίγουρο ακόμη είναι ότι δεν έπρεπε να δεχτεί αυτή την αποστολή. Ετσι φορτώθηκε με μια ευθύνη που δεν έπρεπε να του ανήκει».
Το σκέλος της απάντησης του Λουλέ που αφορούσε τα όσα μετέφερε, σύμφωνα με την εκτίμηση που απεκόμισε, στους συντρόφους του στο ΚΚΕ για τις πραγματικές προθέσεις του Ζαχαριάδη έχει όντως ένα ειδικό ενδιαφέρον. Ποια θα μπορούσε άραγε να είναι η εξέλιξη του προσωπικού δράματος που βίωνε ο επί 25ετία αδιαφιλονίκητος ηγέτης του ΚΚΕ (καθαιρέθηκε έπειτα από παρέμβαση των σοβιετικών και άλλων «αδελφών» κομμάτων το 1956 στο πλαίσιο της αποκαλούμενης «αποσταλινοποίησης», ενώ αποκαταστάθηκε πλήρως από το ΚΚΕ το 2011), ο οποίος βρέθηκε κομματικά ατιμασμένος και εξοστρακισμένος στη Σιβηρία από τους πρώην προστάτες του; Θα μπορούσε η Ρούλα Κουκούλου να επηρεάσει τον γηραιό και σκληροτράχηλο κομμουνιστή, παρά τη βαθιά πίκρα που επισκίαζε τη σχέση τους (εκείνη είχε συνταχθεί το 1957 με την κομματική «γραμμή» αποκήρυξής του); Σε κάθε περίπτωση, η άποψη του Λουλέ, όπως μεταφέρθηκε στην ηγεσία του κόμματος, απέτρεψε τυχόν περαιτέρω ενέργειες. Εκ των υστέρων πολλά μπορεί κάποιος να υποθέσει. Το βέβαιον είναι ότι η αυτοκτονία του Ζαχαριάδη ενόχλησε τους Σοβιετικούς, οι οποίοι και κράτησαν κρυφά τα πραγματικά αίτια του θανάτου του ως το 1990, όταν αποκαλύφθηκε, μέσα στον ορυμαγδό των εξελίξεων της περεστρόικα και της γκλάσνοστ, ότι ο «μεγάλος αρχηγός» είχε αυτοκτονήσει περνώντας τη θηλιά στον λαιμό του.
«Ο Λουλές το ‘χασε το στοίχημα»


Ο Λουλές ταξίδεψε στις 26 Ιουλίου 1973 στο Σουργκούτ όντας μέλος του νεοεκλεγέντος Πολιτικού Γραφείου και επίσημος απεσταλμένος του Χ. Φλωράκη. Σύμφωνα με μαρτυρίες, οι Σοβιετικοί δεν επιθυμούσαν να τον επισκεφθεί ο νέος γενικός γραμματέας. Σε συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ που είχε προηγηθεί στη Βουδαπέστη παρουσία του ηγετικού στελέχους του ΚΚΣΕ και υπευθύνου Διεθνών Σχέσεων του κόμματος Μπορίς Πονομαριόφ, ο τελευταίος απέτρεψε ευθέως τον Φλωράκη να επισκεφθεί τον Ζαχαριάδη. Ετσι ο «κλήρος» έπεσε στον Λουλέ, ο οποίος πρότεινε στον εξόριστο κομμουνιστή, μεταξύ των άλλων, να μεταφερθεί ως σύμβουλος της νέας Κεντρικής Επιτροπής στην έδρα της στη Βουδαπέστη. Ηταν η πρόταση που θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε να κάμψει την αδιαλλαξία των Ρώσων. Πολλά χρόνια αργότερα στην πολιτική βιογραφία του ο Φλωράκης θα παραδεχθεί ότι ίσως και να μην ήταν ο Λουλές «ο καταλληλότερος για την αποστολή που του ανέθεσαν».
Σίγουρα αυτό που προκύπτει από τα γραπτά που άφησε ο Ζαχαριάδης είναι ότι η συνάντησή του με τον κομματικό απεσταλμένο δεν ήταν καθόλου εύκολη και μάλλον βασανιστική, τουλάχιστον για τον ίδιο. Διαφώνησαν σε πολλά, ενώ τρεις ημέρες προτού κρεμαστεί από τον σωλήνα θέρμανσης του αγροτόσπιτου όπου τον είχαν υπό συνεχή παρακολούθηση οι Σοβιετικοί και η KGB έγραψε έπειτα από παρότρυνση του Λουλέ ένα σημείωμα: το «Μήνυμα από την άλλη μεριά», όπως το ονόμασε, το οποίο προοριζόταν «μονάχα για τους Φλωράκη, Λουλέ, Πλάτανο (σ.σ.: Ν. Γκένιος)». Πρόκειται για το σημείωμα που υποτίθεται ότι θα παραλάμβανε άνθρωπος του κόμματος, σύμφωνα και με τη συνεννόηση που είχε γίνει. «Το γραφτό είναι έτοιμο, κανένας όμως δεν ήρθε να το πάρει…» θα γράψει ο Ζαχαριάδης, ενώ αναφερθείς στον κομματικό απεσταλμένο θα σημειώσει: «Του ζήτησα να μείνει μαζί μου ακόμα μια μέρα. Βιάζονταν και μου ‘πε ότι τον περιμένουν κάπου». «Δεν ξέρεις ότι παντού ζητάν τον Χαρίλαο ή εμένα;» του είχε πει ο Λουλές. Φεύγοντας του είπε για την απειλή της αυτοκτονίας, όπως το κατέγραψε ο Ζαχαριάδης στο «Μήνυμά» του: «Εγώ πιστεύω ότι δεν θα το κάνεις». Ομως ο Ζαχαριάδης θα γράψει: «Του εύχομαι να μην ξανακάνει τέτοιο λάθος…»! Ενώ στο τέλος του ίδιου σημειώματος, ένα λεπτό μετά τα μεσάνυχτα ώρα Αθήνας και λίγη ώρα προτού κρεμαστεί, θα γράψει: «Βγαίνει ότι ο Λουλές το ‘χασε το στοίχημα». Στο δε αντίγραφο του γράμματος που είχε στείλει στα παιδιά του με την προειδοποίηση ότι εφόσον δεν γίνονταν δεκτά τα αιτήματά του τότε θα αυτοκτονούσε, υπήρχε και το εξής «στερνόγραφο»: «Το κουφάρι μου το κληροδοτώ στους Μπρέζνιεφ, Κολιγιάννη, Φλωράκη και Σία. Χαλάλι τους».
Οσον αφορά τη Ρούλα Κουκούλου, η ίδια είχε πει σε συνέντευξή της στον Φρέντυ Γερμανό («Το Αντικείμενο. Νίκος Ζαχαριάδης», εκδόσεις Καστανιώτης, 1997): «Ο Λουλές μάς το είπε ξεκάθαρα όταν γύρισε: ο Ζαχαριάδης δεν θα αυτοκτονήσει», εκφράζοντας μάλιστα το παράπονο: «Αχ, γιατί να μην ήμουν την 1η Αυγούστου εκεί…». Πάντως ο Κώστας Λουλές την είχε ειδοποιήσει όταν έφευγε για το Σουργκούτ ώστε να πάει κι εκείνη μαζί του για να τον μεταπείσουν. «Δεν πίστεψα ότι θα αυτοκτονούσε, αλλιώς θα πήγαινα» είχε πει η ίδια.

Γράμματα από την εξορία
«Γλυκιά μου Μαριώ…»

Στη δικτατορία ο Κ. Λουλές και η γυναίκα του Μαρία, που ήταν αδελφή του Βασίλη Μπαρτζιώτα (Φάνη), ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ την περίοδο του πολέμου και του εμφυλίου, είχαν συμπέσει για κάποιο χρονικό διάστημα στα Γιούρα. Στις επιστολές τους είναι διάχυτες η αγάπη, η αγωνία τους για τα παιδιά αλλά και η υπερηφάνεια τους για τα ιδεώδη που υπηρετούσαν. Στη Λέρο ο Λουλές ήταν συνεξόριστος με τον Χαρίλαο Φλωράκη και τον Γιώργη Τρικαλινό. Σε επιστολή του προς τη σύζυγό του της αναφέρει:
«23.8.71, Αγία Μαρίνα, Λέρος
Γλυκιά μου Μαριώ
Να ‘μαστε πάλι. «Βλεπόμαστε» και «κουβεντιάζουμε» με το χαρτί. Ε, και να μπόραγε να τα μαζέψει κάποιος όλα αυτά που περάσαμε, Μαριώ μου, και να τα γράψει. Τόμους, βιβλιοθήκες ολόκληρες θα γέμιζε. Μέσα στα χρόνια που ζήσαμε μαζί βάζω κι εκείνα στα Γιούρα. Τα μέτρησα σαν έφευγα από κει. Τέσσερις μήνες, επτά μέρες και δεκατρείς ώρες. Ναι, και δεκατρείς ώρες! Αν μπορεί κανείς να το πει μαζί. Σε καρτέραγα ή με καρτέραγες πίσω από την κλειδαρότρυπα του θαλάμου για να «ιδωθούμε» μια στιγμούλα σαν θα περνούσες να πας στον δικό σου θάλαμο. Εγώ εκείνο τον καιρό τον μετρώ σαν να ήμασταν μαζί. Κάποτε θα μπει τέλος στην προϊστορία της ανθρωπότητας. Και μαζί θα μπει τέλος σ’ όλα αυτά: να κυνηγά, να φυλακίζει, να βασανίζει, να σκοτώνει ο άνθρωπος τον άνθρωπο!
Το ρολόι δείχνει 9.30 το πρωί. Είμαι μόνος στο σπίτι. Ο Χαρίλαος με τον Γιώργη έφυγαν για το Λακκί στον γιατρό να κάνουν τις εξετάσεις τους. Εκτελώ, μια και λείπουν, χρέη μάγειρα. Παρακολουθώ τα φασολάκια στο ψήσιμό τους. Λέω «παρακολουθώ» γιατί ο Γιώργης… Μα να ήρθαν! Ακούω τις κουβέντες τους. Διακόπτω. Θα συνεχίσω μετά.
Συνεχίζω. Τα αποτελέσματα από τις εξετάσεις τους: του Χαρίλαου η κατάσταση έχει σταθεροποιηθεί. Του συνέστησε να περπατά περισσότερο. Στον Γιώργη είπε πως πρέπει να ξανακάνει εγχείρηση στην κοίλη και του υποσχέθηκε ότι τούτη τη φορά θα πετύχει 100% (…)».

Η ατμόσφαιρα της εποχής
«Γιατί είστε συνέχεια φυλακή εσύ κι ο μπαμπάς;»
Ο τίτλος του βιβλίου («Αξιζε…») παραπέμπει στη φράση του Κώστα Λουλέ προς τη σύντροφό του στη ζωή και στον αγώνα Μαρία, αδελφή του Βασίλη Μπαρτζιώτα, ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ της περιόδου Ζαχαριάδη, στην οποία συχνά έγραφε: «Αξίζει ο αγώνας μας, Μαριώ μου…».

Το βιβλίο διαρθρώνεται από την αλληλογραφία του Κώστα Λουλέ με τη γυναίκα του (απεβίωσε το 2015 πλήρης ημερών) και τα παιδιά τους, Νίτσα και Δημήτρη.
Τα γράμματα δεν ακολουθούν χρονική σειρά. Ετσι η αφήγηση πηγαίνει μπροστά και πίσω στον χρόνο δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα μυθιστορηματική. Συνδέονται μεταξύ τους με κείμενα της Νίτσας Λουλέ, η οποία τα τοποθετεί στην ιστορική τους στιγμή, δίνοντας συγχρόνως το πολιτικό και κομματικό στίγμα της εποχής (με συχνές αναγωγές στο σήμερα), ακόμη και πληροφορίες που οι γονείς της δεν θα μπορούσαν, για λόγους παρανομίας και λογοκρισίας, να δώσουν.
Η διχοτόμηση της οικογένειας Λουλέ έγινε ακόμη πιο σκληρή και επώδυνη όταν συνελήφθη και η Μαρία Λουλέ στη χούντα. Η κόρης τους Νίτσα ήταν τότε τριάμισι ετών και ο γιος τους Δημήτρης δύο ετών.
«»Γιατί είστε συνέχεια φυλακή εσύ κι ο μπαμπάς;» ρωτούσαμε σαν παιδιά όταν μεγαλώσαμε λίγο» αναφέρει η συγγραφέας. «»Για να έχουν τα παιδιά όλου του κόσμου φαγητό» μας απαντούσε. Κι εμείς με τη σειρά μας λέγαμε το ίδιο όταν μας κορόιδευαν οι συμμαθητές στο σχολείο με τη γνωστή σκληρή φράση «δεν έχεις μαμά, δεν έχεις μπαμπά»».
Το βιβλίο θα παρουσιαστεί μεθαύριο Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 12.00 το μεσημέρι στο ΕΒΕΑ (Ακαδημίας 7-9) με ομιλητές τους Ι. Δραγασάκη, Αλ. Παπαδόπουλο, Μαριέττα Κουτσίκου και συντονιστή τον δημοσιογράφο Π. Τσίμα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ