Πως η Siemens κορόιδεψε το Ελληνικό Δημόσιο

Στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η Siemens ενέπαιζε την Ελληνική Δημοκρατία ήδη από την εποχή της κατάρτισης της εξωδικαστικής συμφωνίας συμβιβασμού στα τέλη του 2011

Στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η Siemens ενέπαιζε την Ελληνική Δημοκρατία ήδη από την εποχή της κατάρτισης της εξωδικαστικής συμφωνίας συμβιβασμού στα τέλη του 2011, καθώς ουδέποτε εννοούσε τη δέσμευσή της περί υλοποίησης επενδύσεων στην Ελλάδα, φέρνει στο φως «Το Βήμα της Κυριακής».
Η Siemens, η οποία το 2012 προχώρησε σε εξωδικαστική συμφωνία με το Δημόσιο για «άφεση αμαρτιών» και λήθη για το ομώνυμο σκάνδαλο, έναντι της ανάληψης δεσμεύσεων για επενδύσεις στην Ελλάδα, χρηματοδότηση μηχανισμών κατά της διαφθοράς και εκπαιδευτικών προγραμμάτων και την υποχρέωση συμψηφισμού οφειλών του κράτους, δεν εφαρμόζει την εξωδικαστική συμφωνία παρά μόνο μερικώς και μάλιστα με την εμφανή πια κάλυψη της Επιτροπής Εποπτείας της Σύμβασης και του υπουργείου Οικονομικών.
Στο μεταξύ, καθώς έχουν προκύψει και νέα στοιχεία για το ομώνυμο σκάνδαλο, η Πρόεδρος της Βουλής κυρία Ζωή Κωνσταντοπούλου, η οποία αμφισβητεί την εγκυρότητα του εξωδικαστικού συμβιβασμού, ανοίγει ξανά το ζήτημα στο Κοινοβούλιο.
Το εργοστάσιο


Ενας εκ των κορυφαίων πυλώνων της συμφωνίας είναι η δέσμευση της εταιρείας να επενδύσει στην Ελλάδα για τη δημιουργία παραγωγικής μονάδας, σε μια επένδυση ύψους 60 εκατ. ευρώ που θα απασχολούσε 700 άτομα.
Από έγγραφα της εταιρείας προκύπτει ότι η συγκεκριμένη επένδυση αφορούσε τη συγκέντρωση όλων των δραστηριοτήτων της Bosch-Siemens (της κοινοπραξίας των ομώνυμων εταιρειών που κατασκευάζει λευκές συσκευές) στην Αττική σε νέο εργοστάσιο και χώρο εργασίας.
Επρόκειτο για ένα επενδυτικό σχέδιο που είχε πρωτοανακοινωθεί στους εργαζομένους της εταιρείας το 2009 και μάλιστα είχε ενταχθεί στη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που υπέγραψαν με την εταιρεία τον Απρίλιο του 2011. «Εξαιτίας της συνεχιζόμενης μεγάλης οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, όπως και του αυξημένου διεθνούς ανταγωνισμού», το επενδυτικό σχέδιο θα ερχόταν να διασφαλίσει «τη μετεγκατάσταση και βιωσιμότητα του εργοστασίου παραγωγής κουζινών». Το νέο εργοστάσιο θα έφτανε σε παραγωγή 300.000 συσκευών ανά έτος, θα απασχολούσε 700 άτομα (400 στο εργοστάσιο, 140 στην εξυπηρέτηση πελατών, 120 στις πωλήσεις και 40 σε logistics) και θα είχε κόστος επένδυσης 60 εκατ. ευρώ.
Η εταιρεία προχώρησε σε προσύμφωνο με γνωστή βιομηχανία για την αγορά έκτασης 150 στρεμμάτων στη Μαγούλα Αττικής, η οποία βρίσκεται πίσω από το Θριάσιο Νοσοκομείο. Το επενδυτικό σχέδιο προέβλεπε την «υλοποίηση μιας σύγχρονης μονάδας που θα ενσωματώσει τους πλέον σύγχρονους τρόπους παραγωγής, τους χώρους logistics, τα γραφεία και τους χώρους εξυπηρέτησης πελατών». «Ο κρίσιμος στόχος είναι να έχει ολοκληρωθεί η μετεγκατάσταση στο δεύτερο τρίμηνο του 2013 για να υπάρξει ομαλή μετάβαση στην παραγωγή που απευθύνεται τόσο στην ελληνική αγορά όσο κυρίως στις εξαγωγές» αναφέρεται σε εταιρική παρουσίαση του Οκτωβρίου του 2011.
Ωστόσο, τον Νοέμβριο του 2011, η εταιρεία ανακοίνωσε εσωτερικά ότι «λόγω της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα αποφασίστηκε να παγώσει το έργο της μετεγκατάστασης». «Αντ’ αυτού, πρόκειται να ανασχεδιαστεί το υφιστάμενο εργοστάσιο για να μπορέσει να εκπληρώσει τις μελλοντικές ανάγκες της παραγωγής» σημείωνε η εταιρεία. «Το μελλοντικό μέγεθος της παραγωγικής δραστηριότητας θα ανέρχεται, όπως είχε αρχικώς καθορισθεί, στις 300.000 κουζίνες ετησίως» συνέχιζε.
Αδηλο μέλλον


Την ίδια περίοδο Ελλάδα και Siemens έπιαναν εκ νέου το νήμα των διαπραγματεύσεων που αρχικά είχε ξεκινήσει ο πρώην υπουργός Επικρατείας κ. Χάρης Παμπούκης και συνέχισε αλλά και ολοκλήρωσε ο τότε υπουργός Οικονομικών κ. Ευάγγελος Βενιζέλος επί κυβερνήσεως Λουκά Παπαδήμου στην κατεύθυνση του εξωδικαστικού συμβιβασμού.
Οπως προκύπτει από τα στοιχεία της ίδιας της εταιρείας, την ώρα που η Siemens είχε λάβει τελεσίδικη απόφαση για ακύρωση της επένδυσης των 60 εκατ. ευρώ και των 700 θέσεων εργασίας, ανελάμβανε τη δέσμευση προς το Ελληνικό Δημόσιο να την υλοποιήσει. Και φυσικά δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
Το κείμενο του συμβιβασμού κυρώθηκε τελικά με νόμο από τη Βουλή από την κυβέρνηση του κ. Αντώνη Σαμαρά επί της υπουργίας του κ. Γιάννη Στουρνάρα το καλοκαίρι του 2012. Μάλιστα στην εισηγητική έκθεση του νόμου που κύρωσε τη συμφωνία γινόταν αναφορά για δημιουργία εργοστασίου στη Θεσσαλονίκη από τη Siemens.
Στο μεταξύ η πρέσα που είχε αγοραστεί για το υφιστάμενο εργοστάσιο της Bosch-Siemens στου Ρέντη μεταφέρθηκε στην Τουρκία και το χαρτοφυλάκιο κατασκευής ψυγείων έφυγε εντελώς από την Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ το 2006 η παραγωγή της μονάδας είχε φτάσει τις 620.000 συσκευές, σήμερα έχει μειωθεί στις 220.000, ενώ το προσωπικό από 950 άτομα το 2012 σήμερα είναι μόλις 470. Μάλιστα, σύμφωνα με εσωτερική ανακοίνωση της εταιρείας, το 2017 θα σταματήσει η παραγωγή κουζινών στου Ρέντη και το μέλλον του εργοστασίου είναι άδηλο, παρ’ όλο που παρουσιάζει σταθερή κερδοφορία και έχει λάβει διεθνείς διακρίσεις. Σημειωτέον ότι στις αρχές του 2015 η Siemens αποχώρησε από τις λευκές συσκευές πουλώντας το μερίδιό της στην Bosch έναντι 3 δισ. ευρώ. Ετσι η Siemens αποσύρεται από το «ραντάρ».

Τεχνική βοήθεια
Σχέδια στα αζήτητα

Αγνωστο παραμένει τι έχει συμβεί με τις πρόνοιες της συμφωνίας περί χρηματοδότησης φορέων, σχεδίων και προγραμμάτων για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της απάτης, καθώς το μόνο που έχει προχωρήσει είναι η προκήρυξη διαγωνισμού από το υπουργείο Οικονομικών για την προμήθεια κινητών σκάνερ στα τελωνεία, αξίας 12,5 εκατ. ευρώ τον περασμένο Ιανουάριο.
Αντίθετα, δράσεις ύψους 16,8 εκατ. ευρώ για την υποστήριξη δράσεων του εθνικού συντονιστή για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, παρ’ όλο που είχαν αποφασιστεί, δεν προχώρησαν ποτέ, αφού η Επιτροπή Εποπτείας (με πρόεδρο τη διευθύντρια των Οικονομικών Υπηρεσιών του υπουργείου Οικονομικών) έβαζε συνεχή εμπόδια και αγνοούσε τις σχετικές εισηγήσεις.
Στόχος του πρώην εθνικού συντονιστή κ. Ιωάννη Τέντε ήταν, με την τεχνική βοήθεια διεθνών οργανισμών να προχωρήσουν μια σειρά από δράσεις για τον εκσυγχρονισμό της δικαιοσύνης και των δομών ελέγχου της διαφθοράς και της απάτης, με διεθνείς διαγωνισμούς. Η απόκτηση σύγχρονων συστημάτων ανάλυσης δεδομένων θα έλυνε τα χέρια των δικαστικών αρχών που θα μπορούσαν να επιταχύνουν τη διαδικασία επεξεργασίας μιας υπόθεσης. Ωστόσο, δεν έχει εκταμιευθεί ως σήμερα ούτε ένα ευρώ για αυτόν τον σκοπό και επικρατεί πλήρης άγνοια για αυτή την πτυχή της εξωδικαστικής σύμβασης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.