Αν κάποιος ήθελε να γυρίσει μια ταινία για τη σημερινή Ρωσία, ο τίτλος θα μπορούσε να είναι: «Στο μυαλό του Βλαντίμιρ Πούτιν». Μέσα σε αυτό, ώστε να μάθουν τα επόμενα βήματα που σχεδιάζει ο ρώσος πρόεδρος στην Ουκρανία, θα ήθελαν να μπουν, έστω για λίγο, οι ηγέτες της Δύσης. Η ρωσο-ουκρανική κρίση έχει άλλωστε μεταβάλει πολλές από τις μεταψυχροπολεμικές βεβαιότητες. Ωστόσο, η οικονομική αλληλεξάρτηση και οι δεσμοί που έχουν διαμορφωθεί την τελευταία 25ετία μάλλον αποκλείουν μια επιστροφή στην πρότερη κατάσταση του Ψυχρού Πολέμου.
Είναι τόσο σκληρές οι ευρω-κυρώσεις;
Παρ’ όλα αυτά, η τραγωδία με τη συντριβή του αεροσκάφους των Μαλαισιανών Αερογραμμών, που στοίχισε τη ζωή 298 ανθρώπων, έχει θέσει την ουκρανική κρίση σε άλλη βάση. Το συμβάν υποχρέωσε τους ηγέτες των 28 κρατών-μελών της ΕΕ να συμφωνήσουν επί ενός αυστηρότερου πακέτου κυρώσεων, με έμφαση στον περιορισμό της πρόσβασης ρωσικών επιχειρήσεων και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στις ευρωπαϊκές αγορές κεφαλαίου.
Η ελπίδα είναι ότι το κόστος αυτών των μέτρων, σε συνδυασμό με τα αντίστοιχα μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση Ομπάμα, θα μεταβάλει τους υπολογισμούς του Κρεμλίνου και θα το οδηγήσει σε μεταστροφή προς την εξεύρεση πολιτικής λύσης.
Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις κοινοτικών διπλωματών, το κόστος για τη ρωσική οικονομία αναμένεται να ανέλθει σε 23 δισ. ευρώ το 2014 (1,5% του ΑΕΠ) και 75 δισ. ευρώ το 2015 (4,8% του ΑΕΠ).
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Ευρωπαίοι θα μείνουν ανεπηρέαστοι. Το αντίστοιχο κόστος όμως θα είναι μικρότερο σε ποσοστό του κοινοτικού ΑΕΠ: 40 δισ. ευρώ το 2014 (0,3%) και 50 δισ. ευρώ το 2015 (0,4%).
Σύμφωνα δε με εκτίμηση της Επιτροπής Ανατολικοευρωπαϊκών Οικονομικών Σχέσεων, που εκπροσωπεί τις γερμανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη Ρωσία, οι κυρώσεις θα μπορούσαν να στοιχίσουν ως και 350.000 θέσεις εργασίας στη Γερμανία, καθώς οι ρωσογερμανικές εμπορικές συναλλαγές ανέρχονται σε 80 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Οι ευρωπαϊκές κυρώσεις θα έχουν ισχύ ενός έτους με δυνατότητα επέκτασης. Αφορούν κατά κύριο λόγο τον περιορισμό της πρόσβασης ρωσικών τραπεζών στις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές, την απαγόρευση εισαγωγών και εξαγωγών αμυντικού υλικού (σ.σ.: η Ελλάδα, που διαθέτει ρωσικά οπλικά συστήματα, ζήτησε, όπως και η Γαλλία, οι κυρώσεις να αφορούν μελλοντικά συμβόλαια), την απαγόρευση εξαγωγών προϊόντων υψηλής τεχνολογίας για την πετρελαϊκή βιομηχανία κ.λπ.
Από τη δημοσίευση των κυρώσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ, σε αυτές περιλαμβάνονται οι δύο μεγαλύτερες ρωσικές τράπεζες, οι Sberbank και VTB, καθώς επίσης οι Gazprombank, Vneseconombank, Rosselkhozbank. Μόνο η πρώτη θα πρέπει να αντλήσει κεφάλαια ύψους 1,2 δισεκατομμυρίων ευρώ ως το τέλος του έτους για αναχρηματοδότηση υποχρεώσεων.
Ωστόσο, έχουν μείνει ανοιχτοί δίαυλοι επαφής με το δυτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως ο δανεισμός ρωσικών τραπεζών μέσω ευρωπαϊκών θυγατρικών τους (π.χ. σε Κύπρο και Σλοβακία). Παράλληλα, ο τομέας του φυσικού αερίου έχει μείνει ανεπηρέαστος (ενώ πλήττεται ο πετρελαϊκός τομέας, γεγονός που προκάλεσε συναγερμό και στην Αθήνα), κάτι που εκ των προτέρων αμφισβητεί τους πανηγυρισμούς των «28» για τη σκληρότητα των κυρώσεων. Ολα τα παραπάνω όμως δεν πρέπει να εκπλήσσουν κανέναν.
Ο ρόλος της Μέρκελ και η Ουάσιγκτον
Η απόφαση της ΕΕ να αυστηροποιήσει το πλέγμα των κυρώσεων δεν θα μπορούσε φυσικά να λάβει χώρα αν δεν το αποφάσιζε η Γερμανία και συγκεκριμένα η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ. Η αεροπορική τραγωδία υποχρέωσε τη Μέρκελ να σκληρύνει τη στάση της έναντι του Πούτιν, αν και ίσως είναι η μόνη ηγέτις που καταλαβαίνει τον τρόπο σκέψης του –ίσως λόγω της καταγωγής της από την Ανατολική Γερμανία και τη γνώση του σοβιετικού συστήματος εξουσίας…
Στο παρασκήνιο το παζάρι είναι πολύ μεγάλο. Σύμφωνα άλλωστε με δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας «The Independent», οι Μέρκελ και Πούτιν συνομιλούν μυστικά εδώ και καιρό με σκοπό μια συμφωνία για την Ουκρανία που θα περιλαμβάνει τη σταθεροποίηση των συνόρων και την οικονομική της ανάκαμψη. Αυτό σημαίνει ότι η Δύση θα πρέπει να αποδεχθεί ότι η Κριμαία είναι πλέον ρωσική, ότι οι ανατολικές ρωσόφωνες επαρχίες θα έχουν αυξημένη αυτονομία και ότι η Ουκρανία δεν θα γίνει ποτέ μέλος του ΝΑΤΟ. Από την πλευρά της, η Μόσχα θα δεχθεί μια νέα συμφωνία για την παροχή φυσικού αερίου, τη νέα εμπορική συμφωνία ΕΕ – Ουκρανίας και θα παύσει να υποστηρίζει τους αυτονομιστές.
Εμπειροι παρατηρητές των εξελίξεων στο τρίγωνο Ουάσιγκτον – Βερολίνου – Μόσχας σημείωναν προς «Το Βήμα» τις προηγούμενες ημέρες ότι οι σχέσεις με τη Ρωσία είναι ιδιαίτερα πολύτιμες για τη Γερμανία. Και τούτο ιδιαίτερα μετά τις καταιγιστικές αποκαλύψεις κατασκοπείας της NSA κατά πάντων στη Γερμανία, που έχουν ψυχράνει τις σχέσεις με την Ουάσιγκτον.
Η Μέρκελ δεν εμπιστεύεται τον Πούτιν, καθώς εκτιμά ότι δεν τήρησε διάφορες υποσχέσεις στην ουκρανική κρίση. Δεν θα πράξει όμως καθ’ υπόδειξη της Ουάσιγκτον. Διπλωματικές πηγές άλλωστε σημείωναν ότι αν και το δίδυμο Ομπάμα – Κέρι εμφανίζεται ευέλικτο, μια σκληρή ομάδα μέσα στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ με καταβολές στους νεοσυντηρητικούς (όπως η Βικτόρια Νούλαντ και ο Νταν Φριντ) ακολουθεί ψυχροπολεμική τακτική έναντι της Ρωσίας που θα μπορούσε να εγκλωβίσει τη Μέρκελ.
Το Βερολίνο άφησε ανοιχτές βαλβίδες εκτόνωσης στον Πούτιν και αναμένει την αντίδρασή του. Αλλωστε, μία λάθος κίνηση εκ μέρους του ίσως έπληττε περαιτέρω την ήδη αναιμική ρωσική οικονομία και έστρεφε εναντίον του τόσο τους ολιγάρχες όσο και στενούς του συμμάχους εντός Κρεμλίνου. Αυτή τη στιγμή, οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες προσπαθούν, σύμφωνα με το «Spiegel», να διαγνώσουν ποια ομάδα συμβούλων του Πούτιν έχει το «πάνω χέρι», οι σκληροί ή οι διαλλακτικοί. Από αυτή την άποψη, οι ευρω-κυρώσεις δεν είναι παρά μία κίνηση στη γεωπολιτική σκακιέρα…
Αποζημίωση-μαμούθ στους μετόχους της Yukos
Το αστρονομικό ποσόν των 50 δισ. δολαρίων καλείται να πληρώσει η Ρωσία στους άλλοτε μετόχους της Yukos Oil, σύμφωνα με απόφαση δικαστηρίου της Χάγης που ελήφθη την περασμένη Δευτέρα. Το τριμελές Δικαστήριο Διαιτησίας αποφάνθηκε ότι «η Yukos έπεσε θύμα μια σειράς παράνομων πολιτικών επιθέσεων από τις ρωσικές Αρχές που είχαν στόχο την απαλλοτρίωση των περιουσιακών στοιχείων της και οδήγησαν εν τέλει στην καταστροφή της εταιρείας».
Το αστρονομικό ποσόν των 50 δισ. δολαρίων καλείται να πληρώσει η Ρωσία στους άλλοτε μετόχους της Yukos Oil, σύμφωνα με απόφαση δικαστηρίου της Χάγης που ελήφθη την περασμένη Δευτέρα. Το τριμελές Δικαστήριο Διαιτησίας αποφάνθηκε ότι «η Yukos έπεσε θύμα μια σειράς παράνομων πολιτικών επιθέσεων από τις ρωσικές Αρχές που είχαν στόχο την απαλλοτρίωση των περιουσιακών στοιχείων της και οδήγησαν εν τέλει στην καταστροφή της εταιρείας».
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη υπόθεση διαιτησίας στην ιστορία, η οποία μάλιστα έρχεται για να βάλει τη Ρωσία ακόμη πιο πολύ με την πλάτη στον τοίχο, δεδομένης της επιβολής αυστηρότερων κυρώσεων που αποφάσισαν Ευρώπη και ΗΠΑ εξαιτίας του ρόλου της Μόσχας στην ουκρανική κρίση.
Η υπόθεση της Yukos ξεκινά στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, όταν η εταιρεία, υπό τη διοίκηση του ρώσου ολιγάρχη Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, ήταν ο μεγαλύτερος πετρελαϊκός κολοσσός της Ρωσίας. Ο Χοντορκόφσκι αγόρασε τη Yukos το 1995 σε μια εξαιρετικά χαμηλή τιμή και κατάφερε να τη μετατρέψει στην κορυφαία πετρελαϊκή εταιρεία της Ρωσίας, ενώ ο ίδιος έγινε ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ρωσίας, εκδηλώνοντας μάλιστα πολιτικές φιλοδοξίες απέναντι στον Βλαντίμιρ Πούτιν –κάτι που, κατά τα φαινόμενα, αποδείχθηκε μοιραίο τόσο για τη Yukos όσο και για τον ίδιο τον ρώσο επιχειρηματία.
Το ρωσικό κράτος άσκησε δίωξη στην εταιρεία για χρέη προς το Δημόσιο και της επέβαλε πρόστιμο ύψους 27 δισ. δολαρίων, ενώ ο Χοντορκόφσκι οδηγήθηκε στη φυλακή, όπου και παρέμεινε έως τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν ο ρώσος πρόεδρος του απένειμε χάρη. Στα περιουσιακά στοιχεία της Yukos μπήκε πωλητήριο για να καταλήξουν στη Rosneft, τον μεγαλύτερο παραγωγό πετρελαίου παγκοσμίως.
«Από την αρχή έως το τέλος η υπόθεση ήταν μια αμετανόητη λεηλασία μιας επιτυχημένης εταιρείας από μια μαφία που έχει σχέσεις με το κράτος» δήλωσε ο Χοντορκόφσκι, ο οποίος εμφανίστηκε εξαιρετικά ευχαριστημένος με την απόφαση, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεν συμμετείχε στην αγωγή, ενώ παράλληλα δεν έχει λαμβάνειν τίποτα, αφού το 2005 πούλησε το μερίδιό του στον Λεονίντ Νεβζλίν, που διατηρεί το 70% των μετοχών. Οι υπόλοιποι δικαιούχοι είναι ακόμη τέσσερις Ρώσοι και ένα συνταξιοδοτικό ταμείο εργαζομένων.
Η Ρωσία, που αναμένεται να ασκήσει έφεση, έχει προθεσμία 180 ημερών για την καταβολή της αποζημίωσης στους δικαιούχους. Επειτα θα αρχίσουν να επιβάλλονται τόκοι υπερημερίας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
