«Θα μπορούσε άραγε να τραγουδήσει τη “Φόνισσα” ένας άνδρας;». Δύο χρόνια τώρα που «παλεύει» με τη νέα του όπερα, βασισμένη στο ομότιτλο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο Γιώργος Κουμεντάκης κάνει συχνά αυτή την ερώτηση στον εαυτό του. Καθώς προσπαθεί να φτάσει στις κρυφές πτυχές της προσωπικότητας της ηρωίδας ο συνθέτης αισθάνεται συχνά τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη Φραγκογιαννού και στον συγγραφέα της να σβήνει. Είναι, λέει, σαν να πρόκειται για ένα πρόσωπο…
Η «Φόνισσα» αποτελεί παραγγελία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στον Γιώργο Κουμεντάκη στο πλαίσιο του κύκλου του «Φιλοξενούμενου συνθέτη» (2012-2014) και θα παρουσιαστεί το φθινόπωρο του 2014 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Το γεγονός μιας νέας, μεγάλης έκτασης όπερας έλληνα συνθέτη ύστερα από αρκετά χρόνια καθιστά από μόνο του το εγχείρημα φιλόδοξο κατατάσσοντάς το παράλληλα στα πλέον αναμενόμενα πολιτιστικά γεγονότα της χρονιάς. Η όπερα ανεβαίνει σε λιμπρέτο Γιάννη Σβώλου, σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ευκλείδη, σκηνικά Πέτρου Τουλούδη, ενώ για τις φωνές «υπάρχει πολύ καλός σχεδιασμός», σύμφωνα με τον Γιώργο Κουμεντάκη. Στο πλαίσιο αυτό το όνομα της πρωταγωνίστριας –ο ρόλος είναι γραμμένος για δραματική σοπράνο –αναμένεται να οριστικοποιηθεί σύντομα…
Η ποιητική δύναμη
Αναφερόμενος στον Παπαδιαμάντη ο συνθέτης λέει πως τον γοητεύουν η προσωπικότητά του, ο τρόπος γραφής του, οι χαρακτήρες του και πάνω απ’ όλα η ποιητική του δύναμη. Πόσο εύκολη στάθηκε, ωστόσο, η διασκευή του διηγήματος σε όπερα; Ο Γιώργος Κουμεντάκης κάνει λόγο για μεγάλο «στοίχημα». «Ως ένα σημείο παρακολουθούμε την εξέλιξη της ιστορίας με γραμμικό τρόπο. Παρακολουθούμε πιστά τον τρόπο που ο Παπαδιαμάντης επεξεργάζεται τους πρωταγωνιστές του και τη δράση. Στη δεύτερη πράξη, όμως, όλο αυτό αλλάζει, περνάμε σε άλλη διάσταση» λέει χαρακτηριστικά. Κομβικό σημείο, αποκαλύπτει, είναι η στιγμή που η Φραγκογιαννού φεύγει για το βουνό προκειμένου να ξεφύγει από τους χωροφύλακες. Από εκεί και πέρα, εξηγεί, η γραμμική αφήγηση δεν βοηθά…
«Από την πρώτη στιγμή που άρχισα να γράφω την όπερα δεν φανταζόμουν μια αναβίωση της εποχής στην οποία διαδραματίζεται» λέει ο συνθέτης. «Ηθελα να αποτυπώσω το ψυχογράφημα της ηρωίδας. Μιας γυναίκας ποικιλοτρόπως βασανισμένης, η οποία δέχθηκε ριπές στη ζωή της από παντού. Εζησε δύσκολα, μέσα στη δυστυχία και στη φτώχεια, υπηρετώντας τους άλλους μέσα σ’ έναν περίγυρο με έντονες αντιθέσεις…». Μέσα από αυτό το πρίσμα προβάλλουν μια σειρά ερωτήματα: Τι είναι αυτό που ωθεί την ηρωίδα να «σώσει» τον κόσμο απαλλάσσοντάς τον από αθώα κοριτσάκια; Τι είναι αυτό που θολώνει το μυαλό της; Πώς οι αρχικές τύψεις δίνουν τη θέση τους στην ηδονή; Ο συνθέτης λέει ότι προσπαθεί να πλησιάσει τις πλευρές μιας ψυχοπαθολογικής προσωπικότητας η οποία σχηματοποιείται μέσα από τη συγκλονιστική λογοτεχνική προσέγγιση του Παπαδιαμάντη.
Ο Γιώργος Κουμεντάκης προσπαθεί να «απογυμνώσει» τη Φραγκογιαννού από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της και να φτάσει στον νου της. Στον «νου που ψηλώνει», όπως λέει κάπου και ο συγγραφέας. «Σκέφτομαι την πορεία μιας γυναίκας που προσπαθεί να “διορθώσει” τον Δημιουργό σκοτώνοντας κοριτσάκια τα οποία Εκείνος στέλνει στον κόσμο» λέει παρακάτω ο συνθέτης. «Ταυτόχρονα» προσθέτει «Εκείνος αφήνει το έγκλημά της ανέγγιχτο μεταξύ ανθρώπινης και θείας Δικαιοσύνης. Με τον πνιγμό της η Φραγκογιαννού βυθίζεται στον εαυτό της και χάνεται… Η Φύση, τελικά, είναι αυτή που δίνει τη λύση, ούτε ο Θεός ούτε ο άνθρωπος. Το ενδιάμεσο στοιχείο. Αυτό θα ήθελα να φανεί στο τέλος. Γι’ αυτό λέω ότι εν προκειμένω η γραμμική αφήγηση δεν βοηθά. Εδώ έχουμε τη Φραγκογιαννού στο κέντρο ακινητοποιημένη και, αντί η ίδια να τρέχει στα βουνά, είναι σαν τα βουνά να τρέχουν γύρω της… Δεν την κυνηγούν πλέον, η ίδια κυνηγά τον εαυτό της… Βρίσκεται σε αδιέξοδο και με τη συμμετοχή της Φύσης φεύγει, χάνεται…».
Αγάπη και… ανθρωποφαγία
Ο συνθέτης λέει ότι το στοιχείο που ο ίδιος διακρίνει ως συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο έργο και στη σημερινή πραγματικότητα είναι η έλλειψη αγάπης. Η ηρωίδα έχει δει γύρω της να υψώνονται ο φόβος, το ψέμα, η απελπισία αλλά όχι η αγάπη. Δεν κάνει όνειρα, έχει εφιάλτες. «Βλέπεις γύρω μας σήμερα ανθρώπους απελπισμένους που κάθε μέρα γίνονται όλο και πιο σκληροί» λέει ο Γιώργος Κουμεντάκης. «Ανθρωποι που είναι έτοιμοι για τη “μεγάλη χειρονομία”, την ανθρωποφαγία… Η λύση πρέπει να είναι ένα τραγικό γεγονός. Κάτι που υπερβαίνει το σώμα, την ανθρώπινη φύση… Κάτι τέτοιο είναι η “Φόνισσα”. Αυτή η έλλειψη αγάπης την οδηγεί σε μια συμπεριφορά ακραία. Οπως μπορεί να οδηγήσει και πολλούς ανθρώπους σήμερα στην κατάσταση που βιώνουμε…».
Προεκτείνοντας τη σκέψη του και μιλώντας για την κρίση λέει ότι η αλληλεγγύη αποδείχθηκε τελικά μια μικρή πτυχή της. Ο ίδιος δεν της δίνει μεγάλη βάση. Δηλώνει κουρασμένος σε όλα τα επίπεδα: σε ό,τι αφορά το πολιτικό σκηνικό, την εμμονή στη λιτότητα, την περιρρέουσα διάλυση… Η αβεβαιότητα, συνεχίζει, μόνο στην ανθρωποφαγία μπορεί να οδηγήσει. «Το αδιέξοδο και η έλλειψη νοήματος για τη ζωή έχουν κουράσει» εκτιμά. «Πώς φτάσαμε σ’ αυτό;» αναρωτιέται. «Είναι άραγε η κρίση, η ανεργία, η έλλειψη χρημάτων που μας οδήγησαν σε όλα αυτά ή έχει να κάνει με την ανθρώπινη φύση βαθύτερα που όταν φτάνει σε αυτό το αδιέξοδο εκδηλώνεται ακραία;».
«Ο ήχος απλώνεται σε όλη τη σκηνή…»
Στη «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη η μουσική ακολουθεί την ηρωίδα βήμα-βήμα. Αλλοτε λειτουργεί ως μέσο εξωτερίκευσης του ψυχισμού της και άλλοτε βυθίζεται μαζί της στους ανήλιαγους δρόμους της ψυχής της. Αλλοτε κοιτάζει τον κόσμο κατάματα και άλλοτε χάνεται στην ονειροπόληση. Η μουσική γίνεται πρωταγωνιστικό στοιχείο της παράστασης. «Το σημαντικό στη συγκεκριμένη όπερα είναι η προσπάθεια να χαρτογραφηθεί και η αρχιτεκτονική του μουσικού χώρου» λέει ο συνθέτης. Και εξηγεί: «Ο ήχος απλώνεται σ’ όλη τη σκηνή, από την ορχήστρα μπροστά ως το βάθος του σκηνικού χώρου πίσω. Ετσι μέσω της μουσικής διαμορφώνεται ο φυσικός ορίζοντας και η τοπογραφία της ανθρώπινης φύσης, που μαζί με τη Φραγκογιαννού είναι οι πρωταγωνιστές της όπερας».
Στη «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη η μουσική ακολουθεί την ηρωίδα βήμα-βήμα. Αλλοτε λειτουργεί ως μέσο εξωτερίκευσης του ψυχισμού της και άλλοτε βυθίζεται μαζί της στους ανήλιαγους δρόμους της ψυχής της. Αλλοτε κοιτάζει τον κόσμο κατάματα και άλλοτε χάνεται στην ονειροπόληση. Η μουσική γίνεται πρωταγωνιστικό στοιχείο της παράστασης. «Το σημαντικό στη συγκεκριμένη όπερα είναι η προσπάθεια να χαρτογραφηθεί και η αρχιτεκτονική του μουσικού χώρου» λέει ο συνθέτης. Και εξηγεί: «Ο ήχος απλώνεται σ’ όλη τη σκηνή, από την ορχήστρα μπροστά ως το βάθος του σκηνικού χώρου πίσω. Ετσι μέσω της μουσικής διαμορφώνεται ο φυσικός ορίζοντας και η τοπογραφία της ανθρώπινης φύσης, που μαζί με τη Φραγκογιαννού είναι οι πρωταγωνιστές της όπερας».
Ο συνθέτης αναφέρεται στον αυστηρό διαχωρισμό ανδρικής και γυναικείας φύσης στο έργο. Δεν χρησιμοποιεί μεικτή χορωδία αλλά ανδρική και γυναικεία. «Κρατώντας την ανδρική χορωδία στο βάθος της σκηνής σε ρόλο ισοκράτη, όπου είναι το ισοκράτημα, ας πούμε, των δεινών της ανθρώπινης φύσης, χρησιμοποιώ παράλληλα δύο γυναικείες: η μια πολυπληθής, που είναι ο καθρέφτης της καθημερινότητας, της ζωής στον περίγυρο της ηρωίδας, και η άλλη, τετραμελής, από γυναίκες-μοιρολογίστρες, η οποία βασίζεται στα πολυφωνικά της Ηπείρου. Υπάρχει επίσης ένας παιδικός χορός που τροφοδοτεί την εγκληματική φύση της Φραγκογιαννούς. Από εκεί και πέρα, η ηρωίδα είναι πανταχού παρούσα στο δίωρο που διαρκεί η όπερα, με τους υπόλοιπους ρόλους να συμπληρώνουν περιφερειακά την εικόνα της. Υπάρχουν μεγάλοι ρόλοι στο έργο αλλά κεντρικό πρόσωπο είναι ένα και μόνο: η Φραγκογιαννού. Ολα τα άλλα κινούνται κυκλικά γύρω απ’ αυτήν…».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ