Μιλώντας τις προάλλες με ένα πολύ κοντινό μου πρόσωπο, συνειδητοποίησα πόσο μάταιη είναι η προσπάθεια ερμηνείας των ανθρώπινων συναισθημάτων με όρους κοινής λογικής και ηθικής του δικαίου. Πριν χρόνια, η συνομιλήτριά μου έχασε τον πατέρα της μετά από μακροχρόνια ασθένεια. Την ίδια εποχή βρισκόταν στη διαδικασία ενός διαζυγίου που έμελλε ν’ αποδειχθεί ιδιαίτερα οδυνηρό γι’ αυτήν, λόγω της εκδικητικής συμπεριφοράς του συζύγου της…
Μετά από κάπου μια εικοσαετία, ο ίδιος ο σύζυγος αρρώστησε σοβαρά. Δεν απαιτείται, ίσως, πολλή φαντασία για να μαντέψει κανείς ποιο πρόσωπο βρέθηκε να τον συντρέξει τη δύσκολη αυτή ώρα! Το ενδιαφέρον εστιάζεται στη φαινομενική αντινομία στο συναισθηματικό ισοζύγιο: Όπως μου ομολόγησε, στον πατέρα της, με τον οποίο την συνέδεαν βαθιά αισθήματα αγάπης, δεν είχε προσφέρει ούτε πολλοστημόριο –τόσο ψυχικά, όσο και πρακτικά– αυτών που με εντελώς αυθόρμητο τρόπο κατέθετε σε έναν άνθρωπο που της είχε συμπεριφερθεί για χρόνια σαν δυνάστης!
Στη λογική απορία μου, η απάντησή της ήταν αφοπλιστική: «Όταν έχασα τον πατέρα μου, ήμουν ακόμα ένα ανώριμο, εγωκεντρικό πλάσμα, ανίκανο να νιώσει αληθινή συμπόνια. Σιγά-σιγά, όμως, η ζωή με προσγείωσε, μου έδειξε την τραγική πλευρά της ματαιότητας, με έκανε σοφότερη. Τώρα μπορώ και συμπονώ ακόμα κι αυτούς που με έβλαψαν, επειδή και μόνο είναι άνθρωποι!» Η σοφία, λοιπόν, χέρι-χέρι με τη συμπόνια! Μια ιδέα που με παραπέμπει στη μεγαλύτερη πνευματική κληρονομιά που άφησε πίσω του ένας μεγάλος μουσικός και διανοητής που αγάπησε πολύ την Ελλάδα…
Ο «Πάρσιφαλ» (Parsifal) υπήρξε το τελευταίο – και κατά πολλούς κορυφαίο – μουσικό δράμα του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Έμελλε να επηρεάσει πολλούς κατοπινούς συνθέτες, είτε δήλωναν ευθέως τη συμπάθειά τους για τον Βάγκνερ (όπως, π.χ., ο Πουτσίνι), είτε επιδίδονταν σε μάταιες ασκήσεις άρνησής του (π.χ., Ντεμπυσσύ). Θα προσθέσω στις επιδράσεις (καθαρά προσωπική άποψη) και την προ-τελευταία (και ίσως σημαντικότερη) όπερα του Τσαϊκόφσκι, τη «Ντάμα Πίκα» (Queen of Spades), όπου το κοντράστ διατονικού και χρωματικού αρμονικού ύφους συμβολίζει τη διαλεκτική συνύπαρξη του καλού με το κακό.
Η όπερα, με χαρακτήρα σκηνικής τελετουργίας, πρωτοπαρουσιάστηκε το 1882 στο δεύτερο Φεστιβάλ του Μπαϋρώυτ (Bayreuth). Ο Βάγκνερ ανέθεσε τη μουσική διεύθυνση στον στενό του φίλο Χέρμαν Λεβί (Hermann Levi), έναν σημαντικό γερμανοεβραίο μαέστρο του οποίου το ταλέντο ο συνθέτης θαύμαζε ιδιαίτερα. Το λιμπρέτο του Βάγκνερ βασίζεται εν μέρει σε επικό ποίημα του Βόλφραμ φον Έσενμπαχ, γραμμένο τον 13ο αιώνα. Κεντρική ιδέα στο μουσικό δράμα είναι η κατάκτηση της σοφίας (θα έλεγα, της αυτοσυνειδησίας) μέσω της συμπόνιας για τον συνάνθρωπο, του βιώματος, δηλαδή, του αλλότριου πόνου. Η ιδέα δεν ανήκει, φυσικά, στον ίδιο τον Βάγκνερ, αλλά είναι αποτέλεσμα της επίδρασης του Σοπενχάουερ πάνω στον συνθέτη-φιλόσοφο.
Σύμφωνα με το λιμπρέτο (του οποίου τις λεπτομέρειες θεωρώ δευτερεύουσες για τους σκοπούς της παρούσας ανάλυσης και δεν θα παραθέσω), ο Πάρσιφαλ, ένας αφελής αλλά καλόψυχος νέος, ανακαλύπτει τις βαθύτερες αλήθειες της ύπαρξης όταν, μετά από μια μακρά πορεία μύησης («περιπλάνηση»), κατορθώνει να υπερβεί τα τείχη του «εγώ» και να βιώσει τον πόνο του συνανθρώπου (Αμφόρτας) σαν δικό του πόνο.
Στο ποιητικό κείμενο του λιμπρέτου υπάρχει μια φράση που θα μπορούσε να κινήσει την περιέργεια των Φυσικών (αν και ουδέποτε συνέβη κάτι τέτοιο, τουλάχιστον εξ όσων γνωρίζω). Λίγο πριν το υπέροχο ορχηστρικό ιντερλούδιο της Πρώτης Πράξης, ακούγεται ο παρακάτω διάλογος ανάμεσα στον Πάρσιφαλ και τον Γκούρνεμαντς(*):
ΠΑΡΣΙΦΑΛ: «Μόλις και μετά βίας βαδίζω, κι όμως νιώθω πως ήδη έχω πάει πολύ μακριά!»
ΓΚΟΥΡΝΕΜΑΝΤΣ: «Βλέπεις, γιε μου, σ’ αυτό εδώ το μέρος ο χρόνος γίνεται χώρος!»
Όσο κι αν θέλει κανείς να αποφύγει τη σκέψη ως παράλογη, δεν μπορεί να μη διερωτηθεί ως πού, άραγε, θα μπορούσε να φτάσει η ικανότητα του Βάγκνερ να βλέπει μπροστά από την εποχή του. Η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε 23 ολόκληρα χρόνια πριν ο Άλμπερτ Αϊνστάιν προτείνει την (Ειδική) Θεωρία της Σχετικότητας. Κι ο παραπάνω διάλογος παραπέμπει αναπόφευκτα στους χωροχρονικούς μετασχηματισμούς που επιτρέπει η σχετικιστική θεωρία. Περίπτωση επιστημονικής προφητείας; Ή μήπως θα πρέπει να συμβιβαστούμε, βολικότερα, με την πιο «πεζή» φιλοσοφική ερμηνεία περί ιδεατού ή υποκειμενικού χώρου και χρόνου, γυρίζοντας με ανακούφιση πίσω στον Καντ και τον Σοπενχάουερ;
Την απάντηση ίσως δεν την μάθουμε ποτέ. Αυτό για το οποίο μπορούμε να είμαστε σίγουροι είναι πως το μήνυμα του Πάρσιφαλ δεν υπόκειται στη φθορά του χρόνου ή στους περιορισμούς του χώρου: Είναι τόσο παλιό όσο ο άνθρωπος, και φτάνει τόσο μακριά όσο η σκέψη μας για το Σύμπαν!
(*) Δείτε το video