Πρώτα
δεν ακούγεται τίποτα, μόνος ένας μικρός λευκός θόρυβος. Μετά μικρές παρεμβολές,
κάποιοι ήχοι μακριά από τα ακουστικά. Και έπειτα βαριές φωνές να μιλάνε με οικειότητα
και φρασεολογία που σε κάνει είτε να γελάς, είτε να εκνευρίζεσαι, είτε απλά να
θυμάσαι το παρελθόν. Κοφτές κουβέντες για διαιτητές, αναφορά σε εκβιασμούς,
γλώσσα της πιάτσας, παρατσούκλια και απειλές. Ποδοσφαιρικές κασέτες υποκλοπών
γεμάτες αμαρτίες, παλιές βρόμικες ιστορίες και μια μικρή όχι και τόσο
γοητευτική μπόχα. Η νέα επικαιρότητα.
Την Πέμπτη 10 Μαρτίου, οι περισσότερες
πολιτικές εφημερίδες για πρώτη φορά μετά από μήνες, δεν φιλοξένησαν στο βασικό
τους θέμα ένα οικονομικό πρόβλημα, ένα έλλειμμα, μια αγενή παραίνεση της
τρόικας. Προτίμησαν να ασχοληθούν με τις κασέτες, τα DVD ή για κάποιους
άλλους τις δισκέτες που, όπως λένε, «βάζουν φωτιά» στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Θα
είχε πλάκα, ίσως και κάποια έκπληξη, αν δεν υπήρχε αυτή η ενοχλητική αίσθηση déjà vu στην
ιστορία.
{{{ moto }}}
Τα περισσότερα κείμενα που συνοδεύουν την
αθλητική παρακμή, είναι καλογραμμένα. Έχουν απόγνωση, καταγγελία, οργή και
καταλήγουν όλα στην ερώτηση «πού είναι το κράτος, πού είναι η πολιτεία;». Τα
όμορφα και λυρικά κείμενα, είναι χρήσιμα όταν δεν έχεις πολλά να απαριθμήσεις,
όταν προσπαθείς να κάνεις εντύπωση χωρίς ουσία. Στη προκειμένη περίπτωση, δεν
χρειάζονται. Μια απλή απαρίθμηση αρκεί.
Στο ελληνικό ποδόσφαιρο έχουν υπάρξει ξανά
κασέτες. Ξανά καταγγελίες. Όλοι όσοι ακούγονταν σε αυτές, (μα όλοι)
εξακολουθούν να βρίσκονται κοντά στον χώρο του ποδοσφαίρου. Άλλοι είναι πιο
αποδυναμωμένοι, άλλοι διετέλεσαν κάποτε και «πρωθυπουργοί» με ανεξέλεγκτες
αρμοδιότητες, κάποιοι αποχώρησαν αλλά παραμένουν σκιώδεις. Κανείς δεν
τιμωρήθηκε – όχι να πάει φυλακή, απ’ αυτή γλιτώνεις και αν πεις πως έχεις
φυματίωση – κανείς δεν απομακρύνθηκε από το άθλημα που τόσο ύποπτα υπηρετεί
πιστά.
Τότε όμως η εποχή ήταν διαφορετική. Το
ελληνικό ποδόσφαιρο ήταν ανέκαθεν μια διεφθαρμένη ιστορία,
αλλά είχε και κάτι το πιο γοητευτικό πάνω του. Ήξερες πως κάτι δεν πάει καλά,
αλλά μια ελπίδα, υπήρχε, ίσως και σαν απόγνωση. Και όπως όλες οι ένοχες
απολαύσεις, είχε πιστούς οπαδούς.
Τώρα, ακολουθώντας την πορεία μιας κοινωνίας
που έχει παραδοθεί στην καταβύθιση της και χάνει την όποια συνοχή της, και ο
αθλητισμός τον τελευταίο καιρό – για την ακρίβεια λιγότερο από μήνα –
μετατρέπεται από κάτι γοητευτικά διεφθαρμένο σε κάτι ωμό, άγριο, ενοχλητικά
άρρωστο. Από το ντέρμπι Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού το Σάββατο 19 Φεβρουαρίου και
έπειτα, η απαρίθμηση της παρακμής είναι ατελείωτη: Μηνύσεις, δηλώσεις με
σεξουαλικά απωθημένα, βίντεο με καταγγελίες, κασέτες με συνομιλίες, ντου οπαδών
σε αγωνιστικό χώρο – ακόμα και στο γήπεδο του Άρη, που υπήρχε μια κάποια λογική
μέχρι πρόσφατα – επιθέσεις σε διαιτητές σε ανήλιαγα στενά, ματαίωση του τελικού
κυπέλλου μπάσκετ Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού γιατί δεν βρέθηκαν εύκαιροι μαθητές
δημοτικού να δανείσουν την αθωότητα τους. Η απαρίθμηση θα μπορούσε να συνεχιστεί για πολλές αράδες ακόμα. Δεν υπάρχει λόγος.
Σε αυτά τα κείμενα, συνήθως η εύκολη κατάληξη
είναι η επίκληση στην αδύναμη Πολιτεία. Το «πού είναι το κράτος» ταιριάζει για
επιμύθιο. Το κράτος όμως, έχει σημαντικότερα προβλήματα να (προσπαθήσει να)
λύσει. Αυτό που πρέπει να γίνει στον αθλητισμό από πλευράς Πολιτείας είναι
πλέον ξεκάθαρο και απλό: διακοπή πρωταθλημάτων, άμεση εμπλοκή εισαγγελέα και
(γιατί όχι;) απαγόρευση εξόδου των ομάδων στην Ευρώπη. Θα πονέσει κάποιες
τσέπες, θα απομακρύνει κάποιους λαίμαργους επενδυτές, θα ενοχλήσει ορισμένους
λοβοτομημένους, αλλά όλα θα γίνουν καλύτερα.
Κάπως σαν την κοινωνία: Πιο φτωχή,
αλλά πιο τίμια, πιο ορθολογιστική, λιγότερο πεινασμένη και διεφθαρμένη. Αν θα
γίνει τελικά; Στις κασέτες δεν ακούστηκε κάτι σχετικό, οπότε δεν υπάρχει
πρόβλημα: Τα κείμενα καταγγελίας θα σωθούν στον σκληρό κάποιου υπολογιστή και
σε λίγα χρόνια, στην επόμενη αποκάλυψη της παρακμής, απλά θα αλλάξουν ονόματα
και θα είναι έτοιμα για δημοσίευση. Μια ήσυχη μέρα στη δουλειά.