Τρία χρόνια μετά την ίδρυσή του, στις εκλογές του 1977, το ΠαΣοΚ γίνεται αξιωματική αντιπολίτευση και ο ιδρυτής του Ανδρέας Παπανδρέου συνεχίζει τον δρόμο για την εξουσία. Τα αρχεία του Φόρεϊν Οφις για την περίοδο του 1978 που δόθηκαν στη δημοσιότητα επιχειρούν να αποκρυπτογραφήσουν την προσωπικότητα του Α. Παπανδρέου , αφού οι βρετανοί διπλωμάτες είχαν τις αμφιβολίες τους κατά πόσον ο ιδρυτής του ΠαΣοΚ ήταν όντως σοσιαλιστής ή απλώς καιροσκόπος με μεγάλη δίψα για την εξουσία. Τον χαρακτήρισαν όμως «Ελληνα έως την άκρη των δακτύλων του», πολιτικό με οξύτητα, διορατικότητα και άνθρωπο που μισούσε τους Αμερικανούς.
Στην αλληλογραφία του Φόρεϊν Οφις ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εμφανίζεται πικραμένος για τα αποτελέσματα των εκλογών του 1977, ο κ. Κ.Μητσοτάκης ως ο μοναδικός πολιτικός που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Α.Παπανδρέου , ο κ. Λ. Κύρκος απογοητευμένος για την πορεία του ΚΚΕ Εσωτ., ενώ αποκαλύπτονται άγνωστα έως τώρα στοιχεία για την πορεία του Κυπριακού και τη στάση που τήρησε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος στη συμφωνία με τον κ. Ραούφ Ντενκτάς καθώς και αποκαλύψεις για το καθεστώς των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο, για τις οποίες οι Αμερικανοί επέδειξαν ενδιαφέρον να συνεισφέρουν οικονομικά για τη διατήρησή τους στην Κύπρο, με σκοπό να συλλέγουν πληροφορίες για τη Μέση Ανατολή.
O ι Βρετανοί, όπως αποκαλύπτεται από τη διπλωματική αλληλογραφία της περιόδου αυτής, παρακολουθούσαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Αρχισαν να βλέπουν το ΠαΣοΚ ως σημαντική πολιτική δύναμη αλλά και ως δημιούργημα ενός ανθρώπου που μόνος του καθορίζει την πολιτική του κόμματός του. Και σημειώνουν ότι υπήρχαν «τρεις Παπανδρέου» . Συγκεκριμένα επικαλούνται τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Τσάτσο,ο οποίος είχε πει ότι υπάρχουν τρεις Παπανδρέου: ο Παπανδρέου του προεκλογικού αγώνα, ο Παπανδρέου της Βουλής και ο Παπανδρέου του σαλονιού. Και ο καλύτερος, λέει, είναι ο Παπανδρέου του σαλονιού.
Αυτό έγραψε στην επιστολή του ο τότε απερχόμενος βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα Μπρουκς Ρίτσαρντς στον αντικαταστάτη του Ιαν Σάδερλαντ, θέλοντας να τον ενημερώσει για την ιδιωτική του συνάντηση με τον ιδρυτή του ΠαΣοΚ στο Καστρί. Στη συνάντηση αυτή ο βρετανός πρεσβευτής περιγράφει τον Ανδρέα Παπανδρέου : «Παρίστανε την αθώα περιστερά- αλλά πάντα έχει υπάρξει έτσι στις ιδιωτικές του συνομιλίες μαζί μας». Και σημειώνει ότι στη συνάντηση αυτή δεν άγγιξε τα σοβαρότερα θέματα που αφορούσαν την αντιμετώπιση των ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ουδετερότητα. Δεν παραλείπει όμως να προσθέσει ότι ο Α. Παπανδρέου είναι η πλέον ευφυής, λαμπρή αλλά και διφορούμενη προσωπικότητα στην πολιτική σκηνή της σύγχρονης Ελλάδας.
Παρά το γεγονός ότι έχει έως σήμερα περάσει τη μισή ζωή του στην Αμερική, παραμένει Ελληνας μέχρι τα άκρα των δακτύλων του και συμπληρώνει: «Δεν νομίζω ότι μπορεί να θεωρείται σοσιαλιστής. Είναι όπως ο Θεμιστοκλής,ο οποίος,αφού έσωσε την πόλη-κράτος της Αθήνας από τους Πέρσες, αυτομόλησε στον εχθρό,ή όπως ο Καραϊσκάκης ο οποίος στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου έλεγε: “Οποτε θέλω είμαι άγγελος και όποτε θέλω είμαι διάβολος”. Η εχθρότητα που έχει εναντίον της Αμερικής και του ΝΑΤΟ είναι θεμελιώδης.Το όραμά του είναι για μιαν Ελλάδα αδέσμευτη,ουδέτερη, που θα μπορεί να ζει με τις δικές της δυνατότητες και με τα πετροδολάρια του Καντάφι».
Κατά την ίδια περίοδο οι βρετανοί διπλωμάτες ασχολούνται με την επίδραση που είχε για τη Νέα Δημοκρατία και προσωπικά για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή το αποτέλεσμα των εκλογών του 1977. Ο βρετανός πρεσβευτής έγραφε προς το Λονδίνο, επικαλούμενος και πάλι συνομιλία του με τον Κ. Τσάτσο, ότι ο τότε πρωθυπουργός είχε πικραθεί από την έκβαση των εκλογών και το γεγονός αυτό είχε επιδράσει στη συνοχή του κυβερνώντος κόμματος. Αν και η βρετανική πρεσβεία τηρεί επιφυλακτική στάση στο θέμα αυτό, αναγνωρίζει ότι οι εκλογές του 1977 ήταν μάλλον οι τελευταίες για τον Καραμανλή και αυτό θα έχει μελλοντικά επιπτώσεις στο εσωτερικό της ΝΔ. Οι Βρετανοί θεωρούν ότι σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει στην ελληνική πολιτική ο κ. Μητσοτάκης, κυρίως διότι θεωρείται ίσως ο μοναδικός που μπορεί να αντιπαρατεθεί με τον Παπανδρέου, αν και το όνομά του έχει εμπλακεί σε υποθέσεις οικονομικής διαφθοράς- χωρίς πάντως να υπάρξουν αποδείξεις.
ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΚΑΙ ΒΡΕΤΑΝΙΑ
Σκέφτονταν να εγκαταλείψουν τις βάσεις
Τα απόρρητα αρχεία του Φόρεϊν Οφις αποδεικνύουν ότι το Λονδίνο τασσόταν το 1978 εναντίον της διεθνοποίησης του Κυπριακού, ενώ ταυτόχρονα εκτιμούσε ότι ο πρωθυπουργός της εισβολής Μπουλέντ Ετζεβίτ επιθυμούσε διευθέτηση του προβλήματος, σε αντίθεση με τον Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ. Στις 30 Ιουνίου 1978, όπως αναφέρεται στα βρετανικά αρχεία, σε συνάντηση που είχε ο τότε πρόεδρος της Κύπρου Σπύρος Κυπριανού με τον βρετανό πρωθυπουργό Τζέιμς Κάλαχαν στο Λονδίνο ο τελευταίος τού εξέφρασε ανησυχίες για πληροφορίες ότι ο πρώτος πρότεινε στον γάλλο πρόεδρο Βαλερί Ζισκάρ ντ΄ Εστέν να μεσολαβήσει στο Κυπριακό. Εξέφρασε επίσης την πεποίθηση ότι αν η Σοβιετική Ενωση είχε την ευκαιρία θα αξιοποιούσε την Κύπρο ως πιόνι μέσα στο πλαίσιο ευρύτερων σχεδίων της, παραβλέποντας την ουσία του προβλήματος. Στην ίδια συνάντηση ο Κυπριανού είχε εκμηστηρευθεί στον συνομιλητή του ότι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος φέρεται να έκανε δεύτερες σκέψεις για τη Συμφωνία Κορυφής του 1977 με τον Ντενκτάς, η οποία προέβλεπε λύση του Κυπριακού στο πλαίσιο διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας. Το 1974, στο πλαίσιο της αναθεώρησης του αμυντικού προϋπολογισμού της Βρετανίας, ελήφθη απόφαση για εγκατάλειψη των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο. Ωστόσο η απόφαση αυτή ανεστάλη έπειτα από παρέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες ήθελαν τη διατήρηση των βάσεων λόγω της σπουδαιότητας που είχαν για συλλογή πληροφοριών οι οποίες αφορούσαν την περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Οι Αμερικανοί πρότειναν μάλιστα να καλύπτουν το 50% του κόστους της διατήρησης των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στο νησί. Το Λονδίνο απέρριψε την πρόταση της Ουάσιγκτον για οικονομική συνεισφορά αλλά παραπέταξε και την απόφαση για εγκατάλειψη των βάσεων λόγω της τουρκικής εισβολής, που ακολούθησε.
