Oνέος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος γεννήθηκε στα Οινόφυτα της Βοιωτίας το 1938. Ο κατά κόσμον Ιωάννης Λιάπης έδειξε από πολύ μικρός μια ιδιαίτερη κλίση προς την Εκκλησία και τα γράμματα. Εκείνα τα χρόνια βρέθηκε πολύ κοντά στον τότε Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας Νικόδημο, ο οποίος θα σταθεί ένας δεύτερος πατέρας για τον νεαρό, ο οποίος δείχνει ξεχωριστή αδυναμία στην αρχαιολογική έρευνα. Ο Ιερώνυμος θα ακολουθήσει τον δρόμο των σπουδών στο Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ακόμη και σήμερα δηλώνει «αμετανόητος αρχαιολόγος» τονίζοντας την αγάπη του στην ανασκαφική έρευνα και στην ανεύρεση τεκμηρίων της αρχαιότητας. Θα τον κερδίσει όμως ο κλήρος. Μετά την αποφοίτησή του θα εισαχθεί στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ως πρώτος υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών στις βυζαντινές σπουδές, κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Γκρατς της Αυστρίας, στο Ρέγκενσμπουργκ και στο Μόναχο της Γερμανίας.

Από το πανεπιστήμιο στην Εκκλησία
Μετά το τέλος των σπουδών του στο εξωτερικό θα επιστρέψει στην Ελλάδα και θα εργασθεί αρχικά ως πανεπιστημιακός βοηθός στην Αρχαιολογική Εταιρεία στην Αθήνα. Παράλληλα θα διδάσκει ως φιλόλογος διαδοχικά στη Λεόντειο Σχολή της Νέας Σμύρνης, στο 9ο Νυχτερινό Γυμνάσιο Αθηνών, καθώς και στο Γυμνάσιο του Αυλώνα. Ο Ιερώνυμος εγκαταλείπει την πανεπιστημιακή του καριέρα μετά την ένταξή του στον ιερό κλήρο.

Αρχικά υπηρετεί ως πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας από το 1967 ως το 1978 και ως ηγούμενος των ιερών μονών Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σαγματά (1971-1977) και του Οσίου Λουκά (1977-1981). Θα κερδίσει την εκτίμηση του τότε Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ και θα θητεύσει δίπλα του, πρώτα ως γραμματεύς και κατόπιν ως αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (1978-1981). Το 1981 εκλέγεται Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας. Συμμετέχει ενεργά στις Επιτροπές Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, Εκκλησιαστικής Περιουσίας, Σχέσεων Εκκλησίας- Πολιτείας, Υποτροφιών, ενώ εργάζεται και ως αντιπρόεδρος του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Τη διετία 1987-88, στη μεγάλη κρίση για τη μοναστηριακή περιουσία, συμμετέχει στην τετραμελή επιτροπή της Εκκλησίας μαζί με τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, τότε Μητροπολίτη Δημητριάδος, τον τότε Μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως (νυν Θεσσαλονίκης) κ. Ανθιμο και τον Μητροπολίτη Τρίκκης κ. Αλέξιο και κρατούν το κύριο βάρος της αντιπαράθεσης της Εκκλησίας με την πολιτεία και τον τότε υπουργό Παιδείας κ. Αντώνη Τρίτση. Οταν αργότερα αρρωσταίνει ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, το όνομα του κ. Ιερωνύμου ακούγεται έντονα για τη διαδοχή. Το 1998 δίνει σκληρή μάχη με τον μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και ηττάται στον τρίτο γύρο της ψηφοφορίας. Ολοι παραδέχονται ότι τότε ο κ. Ιερώνυμος έπεσε θύμα μιας συκοφαντικής επίθεσης για δήθεν οικονομικά σκάνδαλα, κατηγορίες οι οποίες σε σύντομο χρονικό διάστημα κατέρρευσαν.

Στη διάρκεια της αρχιεπισκοπίας Χριστόδουλου κρατά χαμηλούς τόνους. Θα διαχωρίσει όμως τη θέση του στο θέμα των ταυτοτήτων το 2000 και θα διαφοροποιηθεί στο ζήτημα των Νέων Χωρών, που θα ανοίξει μια περίοδο κρίσης με το Φανάρι το 2005, χωρίς όμως να οξύνει με τη στάση του τις καταστάσεις. Επίσης θα είναι ένας από τους 12 μητροπολίτες που θα ζητήσουν τη παρέμβαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το θέμα της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης.

Στη Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας ο κ. Ιερώνυμος ανέπτυξε έντονη κοινωνική και φιλανθρωπική δράση. Στο κοινωνικό του έργο ξεχωρίζουν η δημιουργία πολλών οικοτροφείων, ορφανοτροφείων, καθώς επίσης και κέντρων φιλοξενίας για ηλικιωμένους στη Θήβα και στη Λιβαδειά. Επίσης λειτουργεί Κέντρο Επανένταξης Ψυχικώς Πασχόντων στη Λιβαδειά και Εκπαιδευτήριο Δημιουργικής Απασχόλησης Παίδων με Ειδικές Ανάγκες στην ίδια πόλη. Ιδρυσε Κέντρο Πρόληψης για τα ναρκωτικά, ενώ καθιέρωσε και ενίσχυσε τα συσσίτια απόρων, συμπεριλαμβανομένων και οικονομικών μεταναστών. Την αγάπη του για την αρχαιολογία τη διοχέτευσε στο Κέντρο Ιστορικών και Αρχαιολογικών Ερευνών, που ιδρύει στη Ζάλτσα, στην Ιερά Μονή Λυκούρεση.

Ευαισθησία για το περιβάλλον
Στη γενέτειρα του νέου Αρχιεπισκόπου, τα Οινόφυτα, λειτουργεί με πρωτοβουλία του Κέντρο Ευαισθητοποιήσεως του πληθυσμού σε θέματα περιβάλλοντος και οικονομικών μεταναστών. Πρώην εκπαιδευτικός, ο κ. Ιερώνυμος επένδυσε στη μόρφωση του κλήρου καθώς η συντριπτική πλειονότητα των κληρικών της Μητροπόλεώς του (82 στους 110) είναι πτυχιούχοι Θεολογίας ή διαθέτουν παράλληλα και δεύτερο πτυχίο. Με την προσωπική του φροντίδα και το ενδιαφέρον του αναπαλαιώθηκαν και λειτούργησαν ξανά οι ιερές μονές της Μητρόπολης. Στο πλούσιο συγγραφικό έργο του συγκαταλέγονται πολλά άρθρα, μελέτες και βιβλία, εκ των οποίων αυτό με τον τίτλο «Μεσαιωνικά Μνημεία της Ευβοίας» βραβεύτηκε το 1970 με πρώτο βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών. Το 2006 δημοσιεύτηκε ο πρώτος από τους τρεις τόμους του έργου του με τον τίτλο «Χριστιανική Βοιωτία».