“Μάνατζερ για τη βαριά βιομηχανία του Πολιτισμού” Ο υπουργός Πολιτισμού μιλάει στο «Βήμα» για το ελληνικό έλλειμμα πολιτιστικής πολιτικής, για τα καυτά ζητήματα που αντιμετωπίζει και για τα επόμενα σχέδιά του
Τι κάνει στο υπουργείο Πολιτισμού ένας πρώην βατραχάνθρωπος, με σπουδές στα οικονομικά, ντοκτορά στο μάρκετινγκ και με προϋπηρεσία στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης; Στην περίπτωση του κ. Γιώργου Βουλγαράκη η απάντηση είναι: πολλά. Στο διάστημα των τρεισήμισι μηνών που βρίσκεται στη θέση του υπουργού Πολιτισμού, ο κ. Βουλγαράκης έχει βαλθεί να αποδείξει ότι ο πολιτισμός υπήρχε ανέκαθεν στο πεδίο των ενδιαφερόντων του, τόσο ώστε να έχει εντοπίσει τα τρωτά σημεία του υπουργείου και να αναζητεί ήδη τρόπους για την επίλυσή τους. Αν μπορούσε να ειπωθεί ότι έχει ένα σύνθημα, αυτό θα ήταν «Τάξη στο χάος». Και ο λόγος είναι γιατί θεωρεί χαώδη τη δομή του υπουργείου Πολιτισμού, με πολλά αναπάντητα ζητήματα επιπλέον, τα οποία λειτουργούν ως τροχοπέδη στη λειτουργία του. Για τον κ. Βουλγαράκη ο πολιτισμός είναι μια «βαριά» βιομηχανία, που της ταιριάζει και το μάρκετινγκ. «Πιστεύω ότι δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς τους κανόνες του παιχνιδιού, όταν μάλιστα ισχύουν σε διεθνές επίπεδο» λέει. Παρ’ όλα αυτά δεν διστάζει να απαντά «δεν ξέρω», όταν κάτι του είναι άγνωστο. Εχει δώσει στον εαυτό του διορία ενός έτους για να μάθει τέλεια ό,τι αφορά το υπουργείο και εν τω μεταξύ εργάζεται πυρετωδώς. «Αν οι προκάτοχοί μου κινούνταν με ρυθμό 1 εγώ πρέπει να κινούμαι με ρυθμό 50, αν θέλω να έχω αποτέλεσμα» λέει στην πρώτη του συνέντευξη ως υπουργός Πολιτισμού.
– Λένε ότι το υπουργείο Πολιτισμού είναι ένα εύκολο υπουργείο. Το πιστεύετε και εσείς αυτό;
«Εξαρτάται πώς αντιλαμβάνεται κανείς την πολιτική. Προσωπικά πιστεύω ότι η πολιτική είναι μια διαδικασία για την εξέλιξη της χώρας. Και με αυτή τη θεώρηση πρόκειται για ένα εξαιρετικά δύσκολο υπουργείο. Κατ’ αρχάς γιατί υπάρχει μια ανισορροπία στη δομή του. Επιπλέον θεωρώ ότι είναι καλό να είναι ανοικτό το υπουργείο στην κοινωνία και στις αντιθέσεις της, όμως δεν είναι λογικό να αποτελεί μέρος αυτών των αντιθέσεων. Για παράδειγμα, δεν μπορεί το υπουργείο να συμπεριφέρεται ως εκκρεμές στο ζήτημα των απαλλοτριώσεων, με αποτέλεσμα την ταλαιπωρία του πολίτη, ο οποίος εν τέλει αποκτά μια πολύ κακή σχέση με τις αρχαιότητες καθώς τις βλέπει απέναντί του. Αυτό είναι έλλειμμα πολιτικής. Το τρίτο θέμα που με ενδιαφέρει είναι ο σύγχρονος πολιτισμός, ο οποίος έχει αφεθεί στην ιδιωτική πρωτοβουλία, που είναι καλή μεν αλλά δεν έχει κατεύθυνση».
– Αναφερθήκατε τελευταία στην έλλειψη πολιτιστικής πολιτικής για τη χώρα.
«Συγκεκριμένα αναφέρθηκα στην έλλειψη συνεκτικής και μακροχρόνιας πολιτιστικής πολιτικής, χωρίς να υποβαθμίζω όποια πρόοδο έχει συντελεσθεί ή τη συμβολή όσων έχουν συνεισφέρει με το έργο τους στην υπόθεση αυτή. Αποψή μου ωστόσο είναι ότι έχουμε ανάγκη μια πολιτική για τον πολιτισμό, η οποία να είναι πολυεπίπεδη στις αναφορές της αλλά ενιαία ως προς τη στρατηγική της στόχευση».
– Ποια δηλαδή μπορεί να είναι η πολιτιστική πολιτική που οραματίζεστε και πώς πιστεύετε ότι μπορεί να εφαρμοστεί;
«Οραματίζομαι… βαριά λέξη. Να το κάνουμε λίγο πιο πρακτικό – όχι πεζό, πρακτικό. Μια πολιτική, όποια και αν είναι αυτή, απαιτεί σαφήνεια κριτηρίων, υψηλό επίπεδο οργάνωσης και θεσμική οχύρωση. Προϋποθέτει αρχή, μέση και τέλος…».
– Στην περίπτωσή μας δηλαδή;
«Στην περίπτωσή μας πιστεύω ότι κεντρικοί της άξονες οφείλουν να είναι η ενίσχυση της ελληνικής γλώσσας, η ισχυροποίηση του πολιτιστικού μας στίγματος, η υπογράμμιση της ταυτότητας του σύγχρονου πολιτισμού. Και κάτι ακόμη. H πολιτική αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί με βάση πληγωμένα εθνικά ανακλαστικά, με κλειστοφοβική διάθεση ή με αφοριστικές προθέσεις».
– Πρόσφατα παρουσιάσατε τον νέο λογότυπο του ΥΠΠΟ. Και αναφερθήκατε σε όρους «μάρκετινγκ». Ωστόσο μάρκετινγκ και πολιτισμός είναι δύο έννοιες που θεωρούνται μάλλον ασύμβατες, έτσι δεν είναι;
«H διαχείριση του πολιτισμού δεν είναι κάτι καινούργιο. Αντιθέτως, η ανάπτυξη του πολιτισμού, όπως γνωρίζουν όλες οι χώρες με “βαριά” πολιτιστική βιομηχανία, εξαρτάται καθοριστικά από τη μέριμνα της πολιτείας, μέρος της οποίας είναι η στρατηγική της προώθησης των καλλιτεχνικών προϊόντων στο εθνικό και διεθνές κοινό. Γιατί, εφόσον το έργο των δημιουργών εκτίθεται στη δημοσιότητα, είναι επόμενο η διακίνησή του να υπόκειται στους νόμους της αγοράς και να μετατρέπεται σε “προϊόν”. Εννοείται πως πρόκειται για ένα “προϊόν” ειδικών προδιαγραφών, άρα η προβολή και η υποστήριξή του παίρνει αυτονόητα υπόψη της τη φύση του ως καλλιτεχνικού έργου».
– Εσείς τουλάχιστον, σε αντίθεση με προηγηθέντες υπουργούς, αναγνωρίζετε την ανάγκη χρημάτων για τον πολιτισμό. Μιλήσατε όμως και για «μαύρες τρύπες» στον προϋπολογισμό του υπουργείου. Υπάρχει προοπτική για αύξηση των κονδυλίων; Και αν όχι, πώς βλέπετε ότι μπορεί να εξοικονομηθούν;
«Μα δεν μπορεί να υπάρξει πολιτισμός χωρίς την αρωγή της πολιτείας. Ο ρόλος του υπουργείου όμως είναι ουσιαστικά επιτελικός. Αφορά την οργάνωση των όρων της καλλιτεχνικής δημιουργίας, την υποστήριξη δραστικών πρωτοβουλιών που προάγουν τον πολιτισμό, τον σχηματισμό δικτύων πολιτιστικής δράσης, την προβολή των επιτευγμάτων της σύγχρονης δημιουργίας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά σημαντική η ορθολογική κατανομή των υφιστάμενων πόρων, η ανταποδοτική, έστω και σε συμβολικό βαθμό, προοπτική των χρηματοδοτήσεων και βεβαίως η αναθεώρηση της χορηγικής νομοθεσίας με στόχο την ενίσχυση του ενδιαφέροντος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας».
– Ο προκάτοχός σας στο ΥΠΠΟ άφησε μια σειρά νομοσχέδια – Αρχαιολογικό Νόμο, Οργανισμό του ΥΠΠΟ, Κινηματογράφο -, τα οποία μάλιστα είχαν ξεσηκώσει και θύελλα αντιδράσεων. Εσείς τι προτίθεστε να κάνετε;
«Είχε γίνει πράγματι μια ουσιαστική προσπάθεια προσέγγισης σημαντικών ζητημάτων που απασχολούσαν το υπουργείο και, όπως κάθε προσπάθεια, έτσι και αυτή δεν είχε μόνο θετικά σημεία. Αυτό που προσπαθούμε είναι να ξαναδούμε τα σημεία τριβής και να τα εξομαλύνουμε με κάποιο τρόπο. Ο αρχαιολογικός νόμος ενισχύεται με την ενεργοποίηση του Συμβουλίου Μουσείων, με τη σύσταση του Εθνικού Κέντρου Θεάτρου και Χορού και με τη συγκρότηση Συμβουλίου Πολιτισμού, που θα επιφορτιστεί με τη χάραξη της εθνικής πολιτικής για τα γράμματα, τις τέχνες και τον πολιτισμό».
– Οπως ξέρετε, κάθε καλοκαίρι οι πιέσεις είναι τεράστιες για παραχωρήσεις μνημείων και αρχαιολογικών χώρων σε διάφορους φορείς. Τι έχετε να πείτε;
«H πολιτική του ΥΠΠΟ στο θέμα της παραχώρησης των μνημείων είναι ξεκάθαρη και σαφής από την αρχή και δεν νομίζω ότι υπάρχει περιθώριο παρερμηνείας της. Ταχθήκαμε με σαφήνεια υπέρ της λελογισμένης χρήσης των μνημείων, προκειμένου να αποφευχθεί η περαιτέρω καταπόνησή τους και να διασφαλιστεί η χρήση τους στο μέλλον. Συμφωνήσαμε στην αναγκαία σύντμηση του Ελληνικού Φεστιβάλ και αποφασίσαμε να υπάρχουν ικανά μεσοδιαστήματα συντήρησης και σωστικών παρεμβάσεων στα μνημεία. Νομίζω ότι βρισκόμαστε στον σωστό δρόμο και ότι αυτό έχει γίνει κατανοητό».
– Το νέο κτίριο που έχει υποσχεθεί η ΝΔ για τη Λυρική Σκηνή είναι ακόμη σε εκκρεμότητα. H μετασκευή τού Φιξ σε Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης καθυστερεί. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο μπορεί να ανακαινίστηκε αλλά ασφυκτιά και απαιτεί επέκταση. Παρά τις ανακοινώσεις για την αξιοποίηση του Ακροπόλ, τίποτε δεν είναι βέβαιο. Το ζήτημα είναι ότι το ΥΠΠΟ εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προβλήματα πολιτιστικής υποδομής. Πώς θα επιλυθούν;
«Το νέο κτίριο της Λυρικής Σκηνής είναι ένα τεράστιο έργο και θέλω να σας πω ότι πολύ σύντομα θα υπάρξουν εξαιρετικά θετικές ανακοινώσεις. Στο θέμα της μετασκευής του Φιξ βρισκόμαστε στην τελική διαδικασία επιλογής εργολάβου. Επίσης είμαστε πολύ κοντά στην εξεύρεση οριστικής λύσης για την αξιοποίηση του Ακροπόλ ενώ το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο επεκτείνεται και καταλαμβάνει τους χώρους όπου ως πρόσφατα βρισκόταν το Νομισματικό Μουσείο. Και να προσθέσω εδώ ότι ήδη δόθηκε λύση για την επέκταση της Εθνικής Πινακοθήκης, καθώς το κονδύλι για τη χρηματοδότηση των οριστικών μελετών έχει εξασφαλιστεί ενώ είναι προγραμματισμένη η ένταξη του έργου στο Δ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Επίσης θα ήθελα να συμπληρώσω στα έργα πολιτιστικής υποδομής τη μεταστέγαση του ΥΠΠΟ στον Ρέντη, αφού είναι γνωστόν ότι οι διαδικασίες έχουν επιταχυνθεί».
– Ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός είναι κυρίως εσωτερική υπόθεση. H Ελλάδα εμφανίζεται εγκλωβισμένη στα σύνορά της. Πώς μπορεί να τα περάσει;
«Ο ελληνικός πολιτισμός μπορεί να αποτελέσει ισχυρό πόλο προσέλκυσης του διεθνούς ενδιαφέροντος. Για κάτι τέτοιο ωστόσο απαιτείται η χάραξη μιας εθνικής πολιτικής, που θα περιλαμβάνει, στην εξωστρεφή της προοπτική, τη δυνατότητα επικοινωνίας της σύγχρονης ελληνικής διανοητικής και καλλιτεχνικής ζωής με τους ορίζοντες του κόσμου. H ενίσχυση της μεταφραστικής μας πολιτικής, η ένταξη ελληνικών θεάτρων σε διεθνή δίκτυα, η προώθηση κινηματογραφικών συμπαραγωγών, η αυξημένη συμμετοχή σε διεθνή εικαστικά γεγονότα και η ελληνική παρουσία σε καθιερωμένους φεστιβαλικούς θεσμούς είναι απαραίτητα μέτρα για τη στήριξη της σύγχρονης δημιουργίας».
– Τι θα θέλατε να έχετε αφήσει πίσω όταν χρειαστεί να φύγετε από το υπουργείο Πολιτισμού;
«Είναι πολύ νωρίς για να σας πω. Μόνο ότι θέλω να βάλω τα πράγματα σε μια σειρά και να δουλέψω για το θεσμικό υπόβαθρο, που θα οργανώσει την προοπτική των επί μέρους πολιτιστικών δράσεων σε στρατηγική εθνικού επιπέδου. Είμαι 46 χρόνων και 18 χρόνια βουλευτής. Στον τάφο μου σίγουρα θα γράψουν “πρώην υπουργός”. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να υπάρχει ένα έργο πίσω μου».
«Ανταποδοτικότητα, η μόνη λύση» H ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΓΛΥΠΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ
«Ηρθε η ώρα να κινηθούμε στο πνεύμα της εποχής» λέει ο κ. Βουλγαράκης απαντώντας στο ερώτημα της στρατηγικής την οποία καλείται να αναπτύξει η Ελλάδα στον αγώνα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Πόσο μάλλον που κατά τα τελευταία δύο χρόνια και μετά το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων εμφανίζεται μια στασιμότητα στο ζήτημα. «Θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη το θέμα της ανταπόδοσης» λέει ο υπουργός. «H ανάπτυξη της στρατηγικής μας θα πρέπει να στηριχθεί πάνω σε μια άλλη βάση. Αν όντως επιδιώκουμε τον επαναπατρισμό των Γλυπτών θα πρέπει να είμαστε διατεθειμένοι να προσφέρουμε ανταλλάγματα. Πρακτικά, μιλάω για έργα τέχνης, αρχαιότητες από τις οποίες διαθέτουμε πλείστες και τις οποίες μπορούμε να δανείζουμε για περιοδικές εκθέσεις στα μεγάλα μουσεία του εξωτερικού. Αλλωστε η προσφορά δειγμάτων του πολιτιστικού παρελθόντος μας θα είναι ο καλύτερος πρεσβευτής της χώρας μας στο εξωτερικό». Ο ίδιος αναγνωρίζει ότι ως σήμερα έχουν δοκιμαστεί πολλοί τρόποι – νομικοί, ηθικοί και πολιτικοί – χωρίς όμως αποτέλεσμα. Οπως επισημαίνει λοιπόν: «H στρατηγική για τον επαναπατρισμό τους πρέπει να συνεκτιμήσει το γεγονός αυτό και ως εκ τούτου δεν μπορεί να είναι επιπόλαιη ή να υπακούει στην όποια πολιτική σκοπιμότητα. Εξάλλου το αίτημα της επιστροφής των Γλυπτών το επιβάλλει αποκλειστικά η λογική των πραγμάτων και όχι οι οποιουδήποτε είδους εθνοκεντρικές εμμονές. Δεν είναι ζήτημα προγονοπληξίας ούτε αναδρομικών εθνικιστικών αντιδράσεων. Σε τελική ανάλυση, το χρέος για την αποκατάστασή του είναι χρέος ολόκληρης της ανθρωπότητας στον πολιτισμό» καταλήγει ο υπουργός.
Ελεγχοι με πλοία και ελικόπτερα ΤΟ ΜΕΙΖΟΝ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΚΑΠΗΛΙΑΣ
Μια ενεπίγραφη στήλη από τον Ραμνούντα, που βρίσκεται στο Sackler Museum του Χάρβαρντ, ένα μαρμάρινο θραύσμα του Ερεχθείου από τη Σουηδία, μια εικόνα Αποκαθήλωσης του 14ου αιώνα από την Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών, η οποία βρίσκεται στο Λονδίνο, είναι μεταξύ των αρχαιοτήτων που διεκδικούνται από το υπουργείο Πολιτισμού. Και όπως λέει ο υπουργός κ. Γιώργος Βουλγαράκης έχει δρομολογηθεί με συντονισμένες προσπάθειες η επιστροφή τους και αναμένονται άμεσα τα αποτελέσματα.
«Διεκδικούμε πάντοτε οτιδήποτε αποτελεί προϊόν αρχαιοκαπηλίας, λαθρανασκαφής ή παράνομης διακίνησης» λέει ο κ. Βουλγαράκης. Για να επισημάνει ωστόσο ότι «οποιαδήποτε διεκδίκηση ή αξίωσή μας είναι υπόθεση σοβαρή, ευαίσθητη και λεπτή. Απαιτεί σωστούς χειρισμούς, καλή προεργασία και έρευνα, συντονισμό αρμοδίων υπηρεσιών, συνέχεια και προσήλωση στους στόχους μας».
H διαπραγμάτευση εξάλλου για την επιστροφή των τεσσάρων ελληνικών αρχαιοτήτων από το Μουσείο Γκετί βρίσκεται σε καλό δρόμο, καθώς η πρώτη συμφωνία έχει ήδη γίνει και πλέον έχουν ορισθεί τα μέλη των δύο επιτροπών, ελληνικής και αμερικανικής, που θα την ολοκληρώσουν. H ελληνική πλευρά άλλωστε προετοιμάζεται για να αντιμετωπίσει όλα τα πιθανά εμπόδια.
«Τα μουσεία σε όλον τον κόσμο, μετά τα όσα συνέβησαν με το Γκετί, αφυπνίζονται και ευελπιστώ ότι θα αποδέχονται με μεγαλύτερες επιφυλάξεις έργα τέχνης και αρχαιότητες» λέει ο κ. Βουλγαράκης, επισημαίνοντας ότι οι πρόσφατες αποκαλύψεις, οι οποίες ήρθαν στο φως από τη διενέργεια ερευνών των ιταλικών αρχών και σε συνεργασία με τις ελληνικές, κατάφεραν ένα ισχυρό πλήγμα στη μαύρη αγορά αρχαίων αντικειμένων.
Το γεγονός ότι η αρχαιοκαπηλία βρίσκεται πλέον στην πρώτη γραμμή ενδιαφέροντος για το υπουργείο Πολιτισμού οδηγεί σε έναν επαναπροσδιορισμό των μεθόδων αντιμετώπισής της. Πλοία, ελικόπτερα και φυσικά φύλακες πρόκειται να επιστρατευθούν γι’ αυτόν τον σκοπό.
«Σε πρακτικό επίπεδο θα πρέπει να αυξηθεί ο αριθμός των φυλάκων» λέει ο κ. Βουλγαράκης. «Μια σκέψη επίσης είναι να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του υπουργείου Πολιτισμού της Ιταλίας και να διαθέσουμε ελικόπτερο, το οποίο μαζί με πλοίο θα περιπολεί, θα φωτογραφίζει και θα προλαμβάνει έτσι κινήσεις αρχαιοκαπηλικής δράσης». Ο ίδιος βεβαίως αναγνωρίζει ότι προτεραιότητα έχει η ευαισθητοποίηση και η επαγρύπνηση των πολιτών ως ενός αποτελεσματικότατου μέσου πρόληψης της αρχαιοκαπηλίας. Παράλληλα όμως θέτει και ένα ακόμη ζήτημα, αρμόδιο για το οποίο είναι μόνο το υπουργείο Πολιτισμού: «Θα πρέπει να μεριμνήσουμε με υπευθυνότητα για την αξιοποίηση των αρχαιοτήτων μας. H συντήρηση και η ανάδειξή τους είναι μια παράλληλη προτεραιότητα» λέει ο υπουργός.
Οσον αφορά τέλος την πολύκροτη υπόθεση της αρχαιοκαπηλίας στη Σχοινούσα και την υφέρπουσα εντύπωση αποσιώπησής της, ο κ. Βουλγαράκης αρνείται ότι υπάρχει ζήτημα: «H υπόθεση είναι σύνθετη και πολύπλοκη. Οι έρευνες, οι αποκαλύψεις, το ρεπορτάζ έχουν συνδέσει τη Σχοινούσα με διεθνή αρχαιοκαπηλικά κέντρα, μουσεία και παρασκήνιο αρκετών δεκαετιών. Ωστόσο δεν έχει πέσει στην αντίληψή μου ζήτημα αποσιώπησης πτυχών της υπόθεσης. Ισως – λανθασμένα κατά τη γνώμη μου – ερμηνεύεται έτσι η προσεκτική και μεθοδική δουλειά των διωκτικών Αρχών, και οι προϋποθέσεις που αυτές θέτουν ώστε να κάνουν καλύτερα και αποτελεσματικότερα τη δουλειά τους».
