ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ, Σεπτέμβριος.


ΗΤΑΝ ένα θερμό σαββατόβραδο στο τέλος του καλοκαιριού. Το πρόγραμμα του νυχτερινού κέντρου «Rendez-vous» στο Μπρούκλιν είχε μόλις τελειώσει και οι θαμώνες έμεναν συγκεντρωμένοι στο πεζοδρόμιο απέξω. Ξαφνικά δύο γυναίκες ήρθαν στα χέρια. Οι καλοθελητές έσπευσαν να τις χωρίσουν και η αναταραχή συνεχιζόταν ακόμη, όταν έφθασαν τα γαλάζια περιπολικά της αστυνομίας. Μεταξύ των συλληφθέντων και ο τριαντατριάχρονος Αμπνερ Λουίμα, μετανάστης από την Αϊτή, εγκατεστημένος ήδη έξι χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες, έγγαμος, πατέρας ενός παιδιού, εργαζόμενος ως νυχτοφύλακας και, κατά γενική ομολογία, «ήσυχος άνθρωπος». Τα όσα ακολούθησαν υπερβαίνουν ακόμη και τις βιαιότερες ταινίες του αμερικανικού κινηματογράφου.


Το περιπολικό το οποίο μετέφερε τον κ. Λουίμα σταμάτησε κατ’ επανάληψη σε σκοτεινά στενά του Μπρούκλιν και οι δύο αστυνομικοί τον γρονθοκόπησαν και του κατάφεραν χτυπήματα στο κεφάλι και στο σώμα με ένα φορητό ραδιοκασετόφωνο. Οταν έφθασαν τελικά στο 70ό αστυνομικό τμήμα οι δύο αστυνομικοί κατέβασαν, μετά τις διατυπώσεις, τον κρατούμενο στις τουαλέτες όπου όχι μόνο τον ξυλοκόπησαν εκ νέου αλλά τον βίασαν, εν είδη σωφρονισμού, με το σπασμένο χερούλι της πόρτας! Ο Λουίμα μεταφέρθηκε στα κελιά, αλλά η ακατάσχετη αιμορραγία και η άθλια κατάστασή του έκαναν τους συγκρατούμενούς του να διαμαρτυρηθούν. Τελικά μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του Κόνι Αϊλαντ όπου έντρομοι οι γιατροί τον εισήγαγαν αμέσως στην εντατική μονάδα.


Το περιστατικό δεν άργησε να φτάσει στις εφημερίδες, προκαλώντας φρίκη στους Νεοϋορκέζους, που αρέσκονται να λένε ότι η εγκληματικότητα στην πόλη τους έχει μειωθεί στα επίπεδα της δεκαετίας του ’50. Η κατακραυγή, οι ανακρίσεις από το Τμήμα Εσωτερικών Υποθέσεων, οι δηλώσεις του δημάρχου Ρούντολφ Τζιουλιάνι, οι διαδηλώσεις των Αϊτινών και οι αποκαλύψεις για την απάθεια των άλλων αστυνομικών του 70ού Τμήματος απασχολούν αυτήν την εποχή τις σελίδες όχι μόνο του νεοϋορκέζικου Τύπου (από τους έγκυρους «New York Times» ως τη λαϊκή «New York Post» του Ρούπερτ Μέρντοκ) αλλά όλων των μεγάλων αμερικανικών εντύπων.


Γιατί η «περιπέτεια» του κ. Λουίμα έχει συγκινήσει τόσο πολύ την κοινή γνώμη στις Ηνωμένες Πολιτείες; Ολοι γνωρίζουν ότι η καταστολή της εγκληματικότητας από την αστυνομία δεν γίνεται πάντα με ήπιο τρόπο ­ ήταν, άλλωστε, ο ξυλοδαρμός του μαύρου αυτοκινητιστή Ρόντνεϊ Κίνγκ από τέσσερις τροχονόμους που προκάλεσε πριν από πέντε χρόνια ταραχές στο Λος Αντζελες, παραδίδοντας τους φοίνικες της Σάντα Μόνικα στις φλόγες των φυλετικών παθών. Η βία, λέγεται, ανθεί και από τις δύο μεριές του φράχτη της νομιμότητας. Παρ’ όλα αυτά η μεταμόρφωση των αστυνομικών σε «ένστολα κτήνη» ή μάλλον σε κοινούς εγκληματίες τρομοκράτησε ακόμη και τους πιο κυνικούς παρατηρητές. Κοντολογίς, «τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη» όπως λέει ο ποιητής


Αν κοιτάξει κανείς τα πράγματα με ευρωπαϊκή (πόσο μάλλον με ελληνική) ματιά, το συμβάν προκαλεί λιγότερη έκπληξη. Η βία είναι κυρίαρχος τρόπος έκφρασης στην Αμερική, πολύ προτού να αρχίσουν να πέφτουν γροθιές. Στους δρόμους του Μανχάταν οι άνθρωποι βαδίζουν γρήγορα, σχεδόν σαν νευρόσπαστα: τα βλέμματα δεν συναντώνται. «Το να κοιτάξεις κάποιον στα μάτια», λέγεται, «αποτελεί εκδήλωση επιθετικότητας». Παραδόξως ο ίδιος άγραφος κανόνας ισχύει και στις φυλακές. Είναι, άραγε, οι αμερικανικές μητροπόλεις τεράστια σωφρονιστήρια; Πάντως οι κάτοικοί τους αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο με φόβο και δυσπιστία ­ ακριβώς όπως οι φυλακισμένοι ­ ίσως γιατί δεν έχουν εντελώς ισορροπημένη ψυχολογία. «Ποτέ δεν ξέρεις τι είναι ο άλλος. Το παραμικρό νεύμα μπορεί να έχει ως συνέπεια να σε ακολουθούν στον δρόμο επί ώρες» εξηγεί μια Νεοϋορκέζα.


Η βία είναι κομμάτι της ζωής στις Ηνωμένες Πολιτείες από την παιδική ηλικία. Φόβητρο στα προαύλια των σχολείων ήταν παλαιότερα οι πιο εύσωμοι έφηβοι που απειλούσαν τους άλλους μαθητές. Τώρα στα σχολεία του Χάρλεμ ή του Μπρονξ δεν αποτελούν εξαίρεση οι ανιχνευτές μετάλλων προκειμένου να εντοπίζονται εγκαίρως τα όπλα. Η κατάσταση δεν είναι χωρίς συνέπειες. Οσοι γονείς έχουν τη δυνατότητα στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά γυμνάσια και λύκεια, ενώ η βία έχει προκαλέσει μια πρωτοφανή έξοδο δασκάλων και καθηγητών από τη Νέα Υόρκη. Λίγες εβδομάδες πριν από την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς οι αρχές της πόλης αναζητούσαν 5.000 δασκάλους για να καλύψουν τα κενά. Αντιθέτως, στα εύπορα προάστια γύρω από τη Νέα Υόρκη υπήρχαν επτά αιτήσεις για κάθε μια θέση.


Η βία έχει μεταμορφώσει ακόμη και τα στερεότυπα της εξωτερικής εμφάνισης. Στην Christopher Street, στο δυτικό Γκρίνουιτς Βίλατζ, κέντρο των ομοφυλοφίλων όπου πραγματοποιείται η ετήσια παρέλαση «Gay Pride», νέοι ή ηλικιωμένοι άνδρες κάθονται νωχελικά στα τραπέζια το μεσημέρι. Σε αντίθεση με το ευρωπαϊκό στερεότυπο, είναι όλοι γυμνασμένοι και έχουν εμφάνιση πυγμάχων. Φαίνεται ότι πρότυπο στο Βίλατζ δεν είναι ο Μαρσέλ Προυστ αλλά ο Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ. Οι «beefcakes» (ελληνιστί «μπιφτέκια») της Christopher Street ξέρουν ότι δεν είναι καθόλου απίθανο να χρειαστεί να προστατέψουν τους εαυτούς τους «σε μια κακή στιγμή». Τα γεωγραφικά όρια στη Νέα Υόρκη, ακόμη και στο Μανχάταν, είναι ασαφή και δεν παρέχουν ασφάλεια: δύο τετράγωνα ανατολικά ή δυτικά, ένας δρόμος μεταμορφώνεται ­ καμιά φορά με τρόπο εντελώς ανεπαίσθητο. Αντιστοίχως, Παρασκευή και Σάββατο βράδυ, το Μανχάταν δέχεται την επιδρομή των εργατικών συνοικιών. Ο υπόγειος, που λειτουργεί 24 ώρες το 24ωρο, φέρνει τους φτωχούς στην πόρτα των πλουσίων.


Μεγαλύτερος είναι βεβαίως ο φόβος των γυναικών. Σε μια πόλη μοντέρνα και σύγχρονη, όπως η Νέα Υόρκη, οι νεαρές εργαζόμενες γυναίκες που ζουν μόνες είναι πολλές. Οι περισσότερες προτιμούν να λένε ότι «ζουν με το φίλο τους» για ασφάλεια, ξεχνώντας προσωρινά τον φεμινισμό τους. Η επιστροφή το βράδυ στα διαμερίσματά τους διαθέτει συχνά αρκετή δόση αδρεναλίνης. Στα (σκοτεινά το βράδυ) τετράγωνα πίσω από την Christopher Street επιγραφές εικονίζουν έναν μαύρο που έχει βιάσει ήδη δύο νεαρές γυναίκες. Στα τετράγωνα ανατολικά του Μητροπολιτικού Μουσείου και του Γκουγκενχάιμ, ο «East Side rapist» είναι τρόμος. Και όμως: πρόκειται για περιοχές όπου το ενοίκιο για ένα διαμέρισμα τριάντα τετραγωνικών μέτρων υπερβαίνει τις 300.000 τον μήνα. Ομολογουμένως η ζωή δεν είναι εύκολη για τις Νεοϋορκέζες. Οι περισσότερες δεν βγαίνουν για jogging χωρίς νευροδιαλυτικό σπρέι στην τσέπη τους.


Η βία αποτελεί επίσης κομμάτι του αμερικανικού «savoir faire». Το τεύχος Σεπτεμβρίου του περιοδικού «Gentlemen’s Quarterly» φιλοξενεί πολυσέλιδο αφιέρωμα στην αυτοάμυνα. Προσωπικά κείμενα από εμπειρίες ξυλοδαρμών και γρονθοκοπημάτων αλλά και πρακτικό αλφαβητήρι για τον αμυνόμενο με αυτοσχέδια μέσα. Κλωτσιές στα γεννητικά όργανα, αγκωνιές («πολύ αποτελεσματικότερες από τις γροθιές ­ όπου πιθανότερο είναι να σπάσουν τα δάχτυλά σας παρά το σαγόνι του αντιπάλου») και, τέλος, μερικές συμβουλές για δύσκολες στιγμές: «χώστε τα δάχτυλά σας στα μάτια του και ενώ αυτός ουρλιάζει γεμάτος αίματα «βάλτε το στα πόδια»»! Η μετατροπή ενός καβγά σε παγκράτιο δεν φαίνεται να απασχολεί τον συντάκτη: προφανώς ο κώδικας συμπεριφοράς ενός σύγχρονου αμερικανού τζέντλμαν έχει εκσυγχρονιστεί. Αλλωστε ένα από τα δημοφιλέστερα «αθλήματα» στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι οι αγώνες μεταξύ πυγμάχων, παλαιστών, κατσέρ, αθλητών του καράτε και άλλων αδιακρίτως ιδιότητας, χωρίς κανόνες και μέχρι τελικής πτώσεως. Το «άθλημα» απαγορεύεται διά νόμου σε αρκετές Πολιτείες ­ πράγμα που κάνει ακόμη επωφελέστερη την τηλεοπτική μετάδοσή του με σύστημα «pay per view».


Η παρόρμηση της βίας εικονογραφείται και από την υπόθεση της πιο επιτυχημένης εμπορικά ταινίας του φετινού καλοκαιριού. Στο «Air Force One» ο Χάρισον Φορντ υποδύεται τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος αντιμετωπίζει μόνος τους αεροπειρατές που καταλαμβάνουν το αεροπλάνο του. Ο πρώτος αμερικανός πολίτης εμπλέκεται σε έναν απίστευτο ξυλοδαρμό λες και είναι ένας οποιοσδήποτε αυτοκινητιστής. Οσο για τους διανοουμένους, αυτοί προτιμούν την «ψυχολογική βία» της ανεξάρτητης παραγωγής «Με συντροφιά τους άντρες»: δύο Νεοϋορκέζοι, στελέχη μεγάλης επιχείρησης, βάζουν στοίχημα ποιος θα αποπλανήσει πρώτος μια ωραία κωφάλαλη γραμματέα. Οι (ούτως ή άλλως δύσκολες στην Αμερική) σχέσεις των δύο φύλων σε κατάσταση κρίσης. Αίμα μέσω της TV


Η τηλεόραση δεν πάει πίσω. Τα βραδινά ειδησεογραφικά προγράμματα ξεκινούν με βίαια θέματα. Ο κανόνας είναι γνωστός: «If it bleads, it leads» ­ ελληνιστί «το αίμα προηγείται». Στο μεταξύ η ανθρώπινη ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης χαρακτηρίζεται από έναν διαρκή ηλεκτρισμό. Σε ένα εστιατόριο του Σόχο ένας σαραντάρης πετάγεται μπροστά στην πόρτα: αν μπει πρώτος θα βρει καλύτερο τραπέζι. Σε ένα καθαριστήριο δύο νεαρές πελάτισσες φιλονικούν για τη σειρά στο στεγνωτήριο. Στο πεζοδρόμιο απέξω δύο κοπέλες περπατούν αμέριμνες ώσπου ένας roller blader εμφανίζεται από το πουθενά και περνάει αστραπιαία ανάμεσά τους.


Είναι Σάββατο πρωί και ένα φορτηγό τροφοδοσίας κινείται αργά στην Bleecker Street στο ύψος της 6ης Λεωφόρου. Ακριβώς από πίσω ακολουθεί μια Κάντιλακ, με μια 70άρα κυρία στο τιμόνι. Το μαλλί της είναι βαμμένο αλλά ασπρίζει στις άκρες, φοράει τεράστια μαύρα γυαλιά και έχει το χέρι κολλημένο στην κόρνα. Ο οδηγός του φορτηγού δεν δίνει στην αρχή σημασία αλλά τρία λεπτά συνεχούς κορναρίσματος τον υποχρεώνουν τελικά να αναπτύξει ταχύτητα. Το πεζοδρόμιο είναι ήσυχο ­ είναι ακόμη νωρίς. Οι ένοικοι (διανοούμενοι, ομοφυλόφιλοι και εργαζόμενες νέες) των χαμηλών κτιρίων του Βίλατζ με τις σιδερένιες εξωτερικές σκάλες ακόμη κοιμούνται. Αναρωτιέται κανείς τι βλέπουν στα όνειρά τους.