ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ, ΙΟΥΝΙΟΣ.
«Είναι σαν να παλεύεις με έναν γορίλα. Δεν τα παρατάς όταν κουραστείς εσύ, αλλά όταν κουραστεί ο γορίλας». Ο απόλυτος ρεαλισμός του Ρόμπερτ Στράους θα μπορούσε να αποτελέσει και το ισχυρότερο άλλοθι του Μπάιρον Σκοτ, για να οχυρωθεί απέναντι στη σκληρή κριτική που δέχεται επειδή οι Νετς (ναι, οι ανυπόληπτοι ως πέρυσι, πλην πρωταθλητές Ανατολής εφέτος Νετς) σήκωσαν τα χέρια ψηλά και παραδόθηκαν στις ορέξεις του «γορίλα», όπως ο Μάικ Τάισον μπροστά στον Λένοξ Λούις. Ο Σακίλ Ο’ Νιλ (ξανα)μύρισε αίμα και η ιστορία του βαμπίρ επανελήφθη για τρίτη φορά… «Play it again, Shaq», λοιπόν. Τον Ιούνιο του 2000 αισθάνθηκαν την αγριότητά του – σε σημείο κτηνωδίας – ο Ρικ Σμιτς και ο Ντέιλ Ντέιβις. Σε έξι αγώνες ο Ο’ Νιλ είχε μέσο όρο 38 πόντους, 16,7 ριμπάουντ, 2,6 τάπες. Τρεις φορές ξεπέρασε τους 40 πόντους και οι Λέικερς ξόρκισαν τα φαντάσματα από την εποχή τού «showtime» και επέστρεψαν στην κορυφή ύστερα από 12 «πέτρινα» χρόνια. Εναν χρόνο αργότερα ήταν η σειρά του (κορυφαίου αμυντικού του ΝΒΑ) Ντικέμπε Μουτόμπο, του Ματ Γκάιγκερ και του Τοντ Μακ Κάλοχ να φύγουν πληγωμένοι από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα του Γολιάθ: πέντε αγώνες, με μέσο όρο 33 πόντους, 15,6 ριμπάουντ, 3,4 τάπες και οι Λέικερς παραμένουν στον θρόνο. Τον Ιούνιο του 2002 ο Μακ Κάλοχ, ο Τζέισον Κόλινς και ο Ααρον Γουίλιαμς είδαν το ίδιο έργο, αλλά τουλάχιστον ο δικός τους εφιάλτης διήρκεσε όσο ακριβώς χρειαζόταν για να επιτευχθούν το περιλάλητο three-peat και το πολυπόθητο sweep. Τέσσερις αγώνες, με μέσο όρο 36,3 πόντους, 12,3 ριμπάουντ, 2,7 τάπες και η σεμνή τελετή έλαβε τέλος…
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας τύπος που του άρεσε να μαζεύει δαχτυλίδια. Ηταν ο «Αρχοντας των Δαχτυλιδιών» και τον έλεγαν… Σακίλ Ο’ Νιλ. Η ταινία, που πήρε τέσσερα Οσκαρ, δεν είναι ακριβώς έτσι, αλλά στο ΝΒΑ το «τέρας» (κατά τον χαρακτηρισμό του προπονητή των Νιου Τζέρσι Νετς Μπάιρον Σκοτ) φόρεσε ήδη το τρίτο δαχτυλίδι του πρωταθλητή και «τώρα θέλω το τέταρτο, το πέμπτο, το έκτο, το έβδομο» απείλησε, και εκεί σταμάτησε. Το συμβόλαιό του με τους Λέικερς λήγει το 2006. Τότε θα συμπληρώνει μία δεκαετία λουσμένος στα φώτα του Χόλιγουντ, οι καταθέσεις του στην τράπεζα (μόνο από τους μισθούς) θα έχουν φθάσει τα 208 εκατ. δολάρια και «θα ζητήσω άλλα 300 εκατ. δολάρια για δύο χρόνια». Σοβαρολογεί άραγε; «Οχι, πλάκα κάνω. Αποκλείεται να καταντήσω σαν τον Γιούιν, που είναι 39 χρονών και βασανίζεται ακόμη. Εγώ θα βρω κάτι άλλο για να περνάω την ώρα μου» προαναγγέλλει, ανακουφίζοντας τα παιδαρέλια που προς το παρόν εκπαιδεύονται στα κολέγια.
Θα ξαναγύριζε, άραγε, στις ταινίες της κακιάς ώρας και στα άλμπουμ με ραπ μουσική; «Εσείς οι δημοσιογράφοι πάντοτε με αμφισβητούσατε. Θυμάμαι πόσο με… κράξατε για αυτές τις παράλληλες ασχολίες» είπε απευθυνόμενος στους εκπροσώπους του Τύπου, αν και από μικρός είχε συνηθίσει στην αμφισβήτηση και στην αρνητική κριτική. «Θυμάμαι όταν ήμουν μωρό, τη μαμά μου και τη γιαγιά μου να εκνευρίζονται γιατί τα πάμπερς που αγόραζαν δεν μου έκαναν. Τα είχα μεγάλα από τότε…» κατέληξε προκαλώντας τα χαχανητά στην αίθουσα Τύπου.
Τα πάμπερς ήταν μόνο η αρχή της ανάγκης του να πιστοποιεί κάθε φορά την ηλικία του. Η Λουσίλ Ο’ Νιλ ζούσε έναν καθημερινό εφιάλτη, αναγκασμένη να επιδεικνύει στον ελεγκτή του τρένου τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του κανακάρη της ώστε να μην πληρώνει εισιτήριο. Ηταν έξι χρόνων και φαινόταν τουλάχιστον 15! Εννέα χρόνια αργότερα, στο γυμναστήριο του Βιλντφλέκεν της Γερμανίας, όπου ακολούθησε τον (στρατιωτικό) πατριό του Φίλιπ Χάρισον, τον είδαν οι σκάουτερ μιας τοπικής ομάδας και τον ρώτησαν σε ποια μονάδα υπηρετεί. Στα 15 του φαινόταν εικοσάρης και βάλε!
«Αρχίζω να πιστεύω ότι είμαι από άλλον πλανήτη» αυτοσαρκάζεται. Από το Λόβετρον ίσως; Συγγενής του Superman; «Δεν ξέρω. Αλήθεια, δεν ξέρω. Τις προάλλες κοίταζα το άλμπουμ της μαμάς μου και έψαχνα να βρω φωτογραφίες από τότε που ήμουν μωρό. Δεν υπήρχε καμία. Το μόνο που βρήκα ήταν ένα πιστοποιητικό που έγραφε ότι γεννήθηκα σε ένα τρένο. Αρα…».
Αρα, τι; Προφανώς αυτός ο πλέον κυρίαρχος αθλητής στον κόσμο δεν αντιμετωπίζεται παρά μόνο με κλεφτοπόλεμο, σαν τα θεατρικά επιθετικά φάουλ στα οποία τον παρασύρει με τη στρατηγική του ο Βλάντε Ντίβατς. Το κόλπο, που συνήθισαν να εφαρμόζουν όλες οι ομάδες, το περιβόητο «Hack-a-Shaq», με τα συνεχόμενα φάουλ, όχι μόνο πάλιωσε, αλλά ξεθώριασε κιόλας. Ο Σακίλ σουτάρει με αξιοπρεπέστατα – ου μην αλλά και εντυπωσιακά – ποσοστά από τη γραμμή του φάουλ, ενώ το ρεπερτόριό του, που κάποτε περιελάμβανε μόνο ξερά καρφώματα, εμπλουτίστηκε πλέον με όλες τις επιθετικές κινήσεις, από τα τζαμπ σουτ με ταμπλό μέχρι τα σουτ εκτός ισορροπίας.
Στη straight up άμυνα (ένας εναντίον ενός) καταβροχθίζει τον αντίπαλό του, ακόμη και αν αυτός είναι ο Μουτόμπο. Απέναντι σε νταμπλ τιμ ποστάρει και πασάρει με ιδανικό τρόπο προς τους ελεύθερους συμπαίκτες του. «Γιατί ο Σκοτ δεν παίζει ζώνη; Ας τη δοκιμάσει» απορούσε ο πρώην προπονητής και νυν αναλυτής του ESPN Φρεντ Κάρτερ, τη στιγμή που ο προπονητής του Πανεπιστημίου της Γιούτα Ρικ Ματζέρους παραδεχόταν ότι «αν ο Σκοτ βρει τρόπο να σταματήσει τον Σακίλ, δεν θα πάρει μόνο το πρωτάθλημα, αλλά και το Νομπέλ στη στρατηγική πολέμου».
Ε, λοιπόν, εφήρμοσε και αυτή την άμυνα ο προπονητής των Νετς στον τρίτο και (επί μακρόν) στον τέταρτο τελικό, αλλά τζίφος. Κάποια στιγμή ο «Man of the steel» («Ατσάλινος άνθρωπος»), όπως γράφει το τατουάζ στο μπράτσο του, έχασε μερικά σουτ και αποσυνδέθηκε από το σκοράρισμα, αλλά επέστρεψε δριμύτερος και «κλείδωσε» τη νίκη και τον τίτλο…
«Και όμως υπάρχει τρόπος να αντιμετωπισθεί» αντέτεινε ο Τζέισον Κιντ, τον οποίο παρεμπιπτόντως ο Σακίλ συνεχάρη δημοσίως, μέσα από το γήπεδο, «διότι αυτός είναι ο πραγματικός MVP του εφετινού πρωταθλήματος». Ποιος είναι αυτός ο τρόπος; «Να μάθουμε ποιο αυτοκίνητο θα οδηγήσει και να γεμίσουμε με άμμο το ντεπόζιτο της βενζίνης» πρότεινε ο χαρισματικός πλέι μέικερ των Νετς. «Να τον στείλουμε κατά λάθος στο παλιό Φόρουμ, αντί για το Στέιπλς Σέντερ. Να ξεχαστεί στο πατρικό του σπίτι, τρώγοντας το τηγανητό κοτόπουλο της γιαγιάς του. Να φάει χάμπουργκερ και να πάθει δηλητηρίαση, όπως ο Κόμπι στο Σακραμέντο. Να τον πυροβολήσουμε» συμπλήρωσαν ορισμένοι ευρηματικοί επισκέπτες του site του ESPN στο γκάλοπ με θέμα «άμυνες εναντίον του Σακίλ».
Εν τω μεταξύ ο κομισάριος του ΝΒΑ Ντέιβιντ Στερν αστειευόταν προτείνοντας τον «six-men rule», δηλαδή όσο ο Σακίλ βρίσκεται στο παρκέ, οι αντίπαλοι να έχουν δικαίωμα να χρησιμοποιούν έξι, αντί για πέντε, παίκτες! Αλλά και αυτός ακόμη ο Ντέιβιντ ντι Πρι, που σκαρφίστηκε – στα σοβαρά και όχι για πλάκα – δέκα αμυντικές εκδοχές για την αντιμετώπιση του Ο’ Νιλ, αισθάνθηκε απογοητευμένος. Ούτε τα συνεχόμενα φάουλ ούτε τα νταμπλ τιμ ούτε η άμυνα από μπροστά ούτε τα floppings τον σταμάτησαν. Η δέκατη ιδέα του Ντι Πρι στο άρθρο του στη «USA Today» ήταν η ευκολότερη στην υλοποίησή της: «Αφήστε τον να βάλει 30-40-50 πόντους και σταματήστε τους υπόλοιπους». Αμ, δε! Ο Σακίλ έβαλε 40 και ο Κόμπι Μπράιαντ μαζί με το τεχνικό επιτελείο των Λέικερς έπνιξαν τα όνειρα των Νετς στη θάλασσα του Μανχάταν…
«Μα αυτό είναι λογικό» τους δικαίωσε ο υπερφυσικός σέντερ. «Εχω 75 διαφορετικές κινήσεις στο ρεπερτόριό μου και παίζω με την τακτική τού boom, boom, boom! Τους φέρνω όλους στα νερά μου και τους παίρνω το σκαλπ» εξήγησε, αναγκάζοντας έναν ολόκληρο κόσμο να συμβιβασθεί με τη ματαιότητα της στρατηγικής για την αντιμετώπισή του.
Ολόκληρη η Νέα Υόρκη έχει γεμίσει αφίσες που εικονίζουν τον Ντόναλντ Τραμπ να λανσάρει τον βασικό όρο της επιτυχίας («when you play, play to win», τουτέστιν «όταν παίζεις, παίξε για να νικήσεις»), αλλά o Σακίλ έχει ήδη προλάβει να γίνει το τέλειο παράδειγμα του συνθήματος του ζάπλουτου επιχειρηματία. Τρεις γάμοι (τα τρία συνεχόμενα πρωταθλήματα και τα αντίστοιχα βραβεία MVP) και μια κηδεία, που συνέπεσε με τον θρίαμβο των Λέικερς στη Νέα Υόρκη.
Ο Σακίλ, ο λατρεμένος του Κόμπι Μπράιαντ («είναι ο καλύτερος παίκτης στον κόσμου, αλλά δεν το ξέρει και γι’ αυτό θα γίνει ακόμη καλύτερος») και ο αγαπημένος του Φιλ Τζάκσον («αν ήμουν μαζί του, θα είχα κατακτήσει 10 πρωταθλήματα») ρουφούσαν το νέκταρ της επιτυχίας, ακριβώς τη στιγμή που ο περιώνυμος Τζον Γκότι – ο επιφανέστερος νεοϋορκέζος αρχιμαφιόζος, μετά τον Αλ Καπόνε – άφηνε την τελευταία του πνοή στη φυλακή του Μισούρι και άρχιζε το τελευταίο ταξίδι του προς τη γη του Κουίνς. Σύμπτωση: το «μεγάλο μήλο» έχασε τον γκάνγκστερ του, αλλά το ΝΒΑ βρήκε για τα καλά τον δικό του τρομοκράτη…
