ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΠΥΡΑΚΗ

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΠΥΡΑΚΗ «Η εξάρτηση είναι μια ψυχιατρική νόσος» Η ειδική στη φαρμακολογία καθηγήτρια αποκρυπτογραφεί τους μηχανισμούς εγκλωβισμού στα ναρκωτικά, διευκρινίζοντας ότι από ένα σημείο και μετά «ο οργανισμός παύει να ευχαριστιέται με τη χρήση της ουσίας. Τη χρειάζεται όμως, δεν μπορεί να κάνει χωρίς αυτήν. Περνάει από το "μου αρέσει" στο "μου χρειάζεται"» ΙΩΑΝΝΑ ΣΟΥΦΛΕΡΗ Τη Χριστίνα Σπυράκη (φωτογραφία

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΠΥΡΑΚΗ

«Η εξάρτηση είναι μια ψυχιατρική νόσος»


Τη Χριστίνα Σπυράκη (φωτογραφία επάνω) μπορεί να τη γνωρίζετε ως τέως υφυπουργό Υγείας ή ως την πρώτη γυναίκα που κατέλαβε τη θέση πρύτανη στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης. Ισως όμως να μη γνωρίζετε το μακροχρόνιο επιστημονικό έργο της (στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή) στη φαρμακολογία. Ούτε πως τα επιστημονικά ενδιαφέροντά της, και ειδικότερα η μελέτη των επιδράσεων των φαρμάκων στο κεντρικό νευρικό σύστημα, την έφεραν σε επαφή με μια κοινωνική ομάδα που ο μέσος άνθρωπος συνήθως αγνοεί ή φοβάται: με τα παιδιά που κάνουν χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. Εχοντας παρακολουθήσει τη διάλεξη της κυρίας Σπυράκη σχετικά με το πώς δημιουργείται η εξάρτηση και πώς μπορεί κανείς να απεξαρτηθεί, η οποία δόθηκε κατά τη διάρκεια εορτασμών για τη συμπλήρωση 25 χρόνων από την ίδρυση του Πανεπιστημίου της Κρήτης, «Το Βήμα» της ζήτησε να εξηγήσει για τους αναγνώστες του γιατί θα πρέπει να δούμε αυτά τα παιδιά «με άλλα μάτια».





– Πώς μπορεί να χαρακτηριστεί η εξάρτηση; Τι είναι;


«Η εξάρτηση είναι μια ψυχιατρική νόσος, μια διαταραχή της συμπεριφοράς. Δυστυχώς όμως, η κοινωνία μας δυσκολεύεται να παραδεχθεί ότι οι χρήστες είναι ασθενείς, αν και τα τελευταία χρόνια η άποψη αυτή επαναλαμβάνεται. Την προώθησε ακόμη και ο Πρωθυπουργός, πράγμα το οποίο προκαλεί ικανοποίηση και είναι εξαιρετικά σημαντικό. Αλλωστε δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η χρήση εξαρτησιογόνων συχνά συνυπάρχει με άλλες ψυχιατρικές ασθένειες, όπως επίσης δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε σημαντικά κοινωνικοοικονομικά προβλήματα που ίσως οδηγούν στη χρήση ή και συντηρούν την εξάρτηση».


– Πώς αντιμετωπίζονται τώρα οι χρήστες;


«Εξαρτάται από το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο κινούνται. Σαν παραβάτες, σαν περιθωριακοί, σαν ενοχλητικοί, ευτυχώς όχι πια σαν εγκληματίες. Στα ειδικά θεραπευτικά κέντρα αντιμετωπίζονται σαν ασθενείς. Γνωρίζουμε σήμερα, με τη βοήθεια των νέων νευροαπεικονιστικών μεθόδων, ποιες αλλαγές προκαλεί στη λειτουργία του εγκεφάλου η χρήση εξαρτησιογόνων. Δεν έχουμε έτσι περιθώρια να μη δικαιολογήσουμε τη συμπεριφορά αυτών των παιδιών με προβλήματα εξάρτησης. Πρέπει να “ανασκουμπωθούμε”, να τα βοηθήσουμε. Πρέπει επίσης να αναρωτηθούμε, ως γονείς, ως δάσκαλοι, ως ευαισθητοποιημένοι και υπεύθυνοι πολίτες, μήπως και έχουμε συμβάλει στη δημιουργία συνθηκών που οδηγούν στην εξάρτηση. Φανταστείτε να βρεθεί ένα παιδί χωρίς δουλειά ή να υποστεί μια τιμωρία την οποία δεν αποδέχεται, να μην ανταμειφθεί για κάτι καλό που έκανε, να νιώσει αδικημένο από μια επιπόλαιη κριτική κτλ. Ορισμένες καταστάσεις δημιουργούν πολύ μεγάλο στρες ιδιαίτερα στην τρυφερή παιδική και εφηβική ηλικία. Το στρες με τη σειρά του πυροδοτεί μηχανισμούς στον εγκέφαλο που μπορούν να ανοίξουν τον δρόμο για την εξάρτηση».


– Τι συμβαίνει στον εγκέφαλο αυτών των παιδιών;


«Γνωρίζουμε σήμερα ότι για να περάσει κάποιος από μια ευκαιριακή χρήση στην ασθένεια ενεργοποιούνται τρία συστήματα στον οργανισμό μας, τα οποία όμως συνδέονται μεταξύ τους, αλληλοεπηρεάζονται. Ο πρόσθιος εγκέφαλος (φλοιός), όπου καταγράφεται στη μνήμη μια γνώση, μια εμπειρία, όπου εδράζεται η βούλησή μας. Ο μεσεγκέφαλος, που φαίνεται να ευθύνεται για τις συγκινησιακές καταστάσεις, και το συναίσθημα. Ο άξονας υποθάλαμος – υπόφυση – επινεφρίδια που ενεργοποιείται από το στρες. Η λειτουργία των συστημάτων αυτών είναι διαφορετική στην πρώτη επαφή με το φάρμακο (ευκαιριακή χρήση) και στην επανειλημμένη χορήγηση (εξάρτηση)».


– Ποιοι είναι οι λόγοι που ωθούν στην πρώτη δοκιμή;


«Οι λόγοι ποικίλλουν. Πιθανόν η περιέργεια, ο μιμητισμός, η πίεση των συνομηλίκων και των φίλων, η ανάγκη να ξεχωρίσει σε μια παρέα, η απόρριψη του “καθωσπρεπισμού” που προσπαθεί να επιβάλει το οικογενειακό ή το σχολικό περιβάλλον, η μακροχρόνια έλλειψη ανταμοιβής, η απογοήτευση από ανεκπλήρωτες επιθυμίες ή από συνεχείς αποτυχίες, ο τρόπος της σύγχρονης διασκέδασης, η έλλειψη οποιουδήποτε ενδιαφέροντος».


– Υπάρχει στην πρώτη επαφή η ψευδαίσθηση ότι θα είναι δυνατοί και δεν θα εξαρτηθούν από το φάρμακο;


«Υπάρχει και εν μέρει είναι σωστή. Δεν γίνονται εξαρτημένοι όλοι με την πρώτη ευκαιριακή χρήση. Είναι πολλοί εκείνοι στους οποίους το φάρμακο δημιουργεί δυσφορία, απέχθεια ή φέρνει εμετό ή είναι έφηβοι με πολύ ισχυρή προσωπικότητα και διαμορφωμένους στόχους. Αυτά τα άτομα δεν ξαναπλησιάζουν συνήθως τις διάφορες ουσίες. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με το τσιγάρο. Δεν το συνεχίζουν όλα τα παιδιά που το δοκιμάζουν. Από τη στιγμή όμως που νιώσουν κάτι ευχάριστο, κάτι που θα τους βγάλει από το στρες της καθημερινότητας, κάτι που θα τους φέρει στην κατάσταση που οι ίδιοι ονομάζουν “χάι”, θα το συνεχίσουν. Το πρόβλημα όμως είναι πως, όταν περάσει η δράση του φαρμάκου, δεν επανέρχονται στην αρχική φυσιολογική κατάσταση αλλά κατεβαίνουν ένα σκαλοπάτι, νιώθουν δυσφορία. Ετσι δημιουργείται η ανάγκη να ξαναχρησιμοποιήσουν την ουσία για να αντιμετωπίσουν τη δυσάρεστη κατάσταση. Δυστυχώς μετά το τέλος κάθε χρήσης η κατάσταση γίνεται ολοένα και πιο δυσάρεστη και η ανάγκη για χρήση ολοένα μεγαλώνει. Ουσιαστικά ο οργανισμός παύει να ευχαριστιέται με τη χρήση της ουσίας. Τη χρειάζεται όμως, δεν μπορεί να κάνει χωρίς αυτήν. Περνάει από το “μου αρέσει” στο “μου χρειάζεται”».


– Γιατί δημιουργείται η ανάγκη;


«Επειδή υπάρχει μνημονικό ίχνος στον εγκέφαλο. Θυμούνται δηλαδή μια ευχάριστη (ή μια μη επώδυνη) κατάσταση και επιθυμούν να την ξαναζήσουν. Αυξάνουν μάλιστα τη δόση ώστε να νιώσουν καλύτερα. Δυστυχώς μάταια. Επειδή το μνημονικό ίχνος είναι έντονο, συνεχίζουν τη χρήση. Τότε συμβαίνουν ουσιαστικές αλλαγές στον εγκέφαλο οι οποίες αφορούν τα συστήματα που αναφέραμε. Συστήματα που έχουν σχέση με τη συγκίνηση, συστήματα που σχετίζονται με τη μνήμη και τη γνώση, με το στρες. Η λειτουργία των κυττάρων του εγκεφάλου αλλάζει. Τα σημεία της μεμβράνης του κυττάρου (υποδοχείς) με τα οποία έρχεται σε επαφή η εξαρτησιογόνος ουσία με τη συνεχή χορήγηση χάνουν την ευαισθησία τους, με αποτέλεσμα οι ενδοκυττάριοι μηχανισμοί να λειτουργούν κάπως ανεξέλεγκτα. Ετσι φθάνουν τέτοια ερεθίσματα στον πυρήνα του κυττάρου ώστε να παράγονται διαφορετικής ποιότητας και ποσότητας πρωτεΐνες που πολλές φορές καταλήγουν να αλλάξουν τη δομή ολόκληρου του νευρικού κυττάρου. Τελικά ο εγκέφαλος δεν λειτουργεί σε ομοιόσταση (που είναι το φυσιολογικό) αλλά σε αλλόσταση. Την προσδοκία της ευχαρίστησης ακολουθεί η ματαίωση και η δυσφορία».


– Μπορούμε να δώσουμε λίγες λεπτομέρειες για τον τρόπο με τον οποίο κινητοποιούνται αυτά τα συστήματα;


«Θα έχετε ακούσει ότι υπάρχει ένας νευροδιαβιβαστής, η ντοπαμίνη, τα επίπεδα του οποίου αυξάνουν με τη χρήση οποιουδήποτε φαρμάκου που κάνει εξάρτηση. Γνωρίζουμε τώρα, ύστερα από σειρά πειραματικών αποτελεσμάτων, ότι η ντοπαμίνη εκλύεται μόνο την πρώτη φορά που παίρνει κάποιος μια εξαρτησιογόνο ουσία. Στη συνέχεια δεν είναι η χρήση της ουσίας που προκαλεί την έκλυση της ντοπαμίνης, αλλά η προσδοκία της χρήσης. Με άλλα λόγια, η ντοπαμίνη θα εκλυθεί όταν το παιδί αντικρίσει τον “φίλο”, που με βάση την προηγούμενη εμπειρία τού φέρνει το φάρμακο. Η θέα και μόνο του “φίλου” ή του φαρμάκου (και όχι η χρήση του) προκαλεί την απελευθέρωση της ντοπαμίνης στον εγκέφαλο. Στη συνέχεια, αν η προσδοκία επαληθευθεί, το παιδί θα νιώσει καλά, και η ντοπαμίνη θα είναι σε φυσιολογικά επίπεδα. Αν όμως η προσδοκία δεν επαληθευθεί, τα επίπεδα της ντοπαμίνης θα πέσουν σε τέτοιο βαθμό που θα το φέρουν σε πολύ χειρότερη κατάσταση από την αρχική. Με τη συνεχή χρήση και την αλλαγή στη λειτουργία των κυττάρων παράγεται μια ουσία που είναι οπιοειδές, λέγεται δυνορφίνη και έχει δύο ιδιότητες. Δεν αφήνει την ντοπαμίνη να δράσει και προκαλεί δυσφορία».


– Πώς ακριβώς δρα δηλαδή η ντοπαμίνη, σε ό,τι αφορά την εξάρτηση;


«Η ντοπαμίνη λειτουργεί σαν ανιχνευτής λαθών. Δηλαδή, μια συγκεκριμένη εικόνα, που προαναγγέλλει κάτι ευχάριστο, κινητοποιεί τον χρήστη, τον ωθεί να πάρει το φάρμακο. Ετσι, οι μνήμες, οι εικόνες, τα δωμάτια όπου έχει γίνει χρήση, τα πρόσωπα ανθρώπων με τα οποία μοιράστηκε την εμπειρία, γίνονται αιτία να εκλυθεί η ντοπαμίνη και κινητοποιούν τον χρήστη να ξαναπάρει το φάρμακο. Εικόνες που δεν έχουν επενδυθεί με ανάλογες συγκινήσεις δεν προκαλούν την έκκριση ντοπαμίνης. Είναι φανερό ότι στην ανάπτυξη της εξάρτησης εμπλέκονται και η γνώση και η μνήμη, όχι μόνο το συναίσθημα και η συγκίνηση. Αυτό σημαίνει ότι, εκτός από τις περιοχές του μεσεγκεφάλου, στη διαδικασία συμμετέχει και ο φλοιός. Ο φλοιός είναι το εγκεφαλικό υπόστρωμα που ευθύνεται για την ανάπτυξη της “ψυχαναγκαστικής” συμπεριφοράς. Η αναζήτηση της ουσίας από τον χρήστη αλλά και οι συχνές υποτροπές ύστερα από θεραπεία έχουν τα χαρακτηριστικά του ψυχαναγκασμού».


– Με βάση όσα είπατε παραπάνω, θα πρέπει η απομάκρυνση από το οικείο περιβάλλον να βοηθά στην απεξάρτηση…


«Ναι. Κατά τη διάρκεια των επαφών μου με χρήστες, έχω ακούσει πολλές ιστορίες σχετικά με αυτό. Για παράδειγμα, τρία παιδιά μού διηγήθηκαν ότι δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να πάρουν το φάρμακο κατά τη διάρκεια των δεκαπενθήμερων διακοπών τους σε ένα νησί, αλλά στο καράβι της επιστροφής επανήλθε ο ψυχαναγκασμός».





– Αν υποτεθεί ότι είμαι ένα παιδί που δοκίμασα και είμαι θετικά διακείμενο. Τι μου συμβαίνει ώσπου να εξαρτηθώ;


«Περνά κανείς από κάποια στάδια στα οποία πολλοί παράγοντες παίζουν ρόλο. Η ιδιοσυγκρασία ή η προσωπικότητα του ατόμου, η συχνότητα της χορήγησης, ο τρόπος της χορήγησης, το περιβάλλον και το είδος του στρες το οποίο υφίσταται ο χρήστης».


– Αν τώρα υποτεθεί ότι είμαι κάποιο παιδί εξαρτημένο και, συνειδητοποιώντας την κατάστασή μου, θέλω να απεξαρτηθώ. Τι πιθανότητες έχω να το πετύχω;


«Επειδή, όπως εξηγήσαμε παραπάνω, στη διαδικασία της εξάρτησης υπεισέρχεται και η γνώση και η μνήμη, δηλαδή συμμετέχει και ο φλοιός του εγκεφάλου, όπου και η βούλησή μας, αν κάποιος αποφασίσει συνειδητά ότι θέλει να απεξαρτηθεί, έχει πάρα πολλές πιθανότητες να το πετύχει. Η εμπειρία μου ως τώρα με κάνει να πιστεύω ότι η βασική προϋπόθεση για την απεξάρτηση είναι η συνειδητή απόφαση: χρειάζεται να θέλει κανείς να απεξαρτηθεί και να πιστέψει ότι μπορεί. Εχω επανειλημμένως δει να πετυχαίνουν τέτοιες προσπάθειες. Αλλωστε αυτό είναι κοινό χαρακτηριστικό πολλών χρόνιων ασθενειών. Ατομα που θέλουν και πιστεύουν στη θεραπεία τα καταφέρνουν, ενώ άλλα που την αντιμετωπίζουν παθητικά και με απογοήτευση δεν έχουν καλά αποτελέσματα. Ο φλοιός μας, η θέλησή μας φαίνεται να ενεργοποιεί το ανοσοποιητικό σύστημα».


– Το περιβάλλον μπορεί να βοηθήσει;


«Ασφαλώς! Είναι πολύ σημαντική η στήριξη που θα έχει ο χρήστης σε αυτή την προσπάθεια. Ενα από τα καλύτερα όπλα μας για την αντιμετώπιση της απεξάρτησης είναι η οικογενειακή θαλπωρή που βοηθά τον χρήστη να ξαναποκτήσει τη χαμένη εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Αυτή είναι από τις πιο σίγουρες θεραπείες. Αντίθετα η απομάκρυνση από το οικογενειακό περιβάλλον μπορεί να εκληφθεί ως απόρριψη από τον χρήστη και να επιτείνει τη χρήση. Η βοήθεια από την κοινωνία των πολιτών μπορεί να είναι σημαντική και καθοριστική».


– Τι εννοείται κοινωνία των πολιτών;


«Αναφέρομαι σε προσπάθειες που δεν γίνονται από την πολιτεία αλλά από τους πολίτες. Σήμερα υπάρχουν πολίτες πρώην χρήστες που προσφέρουν σημαντική βοήθεια σε χρήστες και στις οικογένειές τους χωρίς να ζητούν καμία οικονομική ενίσχυση από την πολιτεία. Για παράδειγμα, τα αποτελέσματα των ΝΑ (Ναρκομανών Ανωνύμων) είναι πολύ ενθαρρυντικά. Κάνουν πάρα πολύ καλή δουλειά. Γενικά οι πολίτες, από τη στιγμή που δεν είναι οργανωμένος ο εθελοντισμός σε αυτόν τον τομέα (όπως και σε πολλούς άλλους), θα προσέφεραν πολλά αν η συμπεριφορά τους προς τους χρήστες ήταν ανεκτική, αν έδειχναν κατανόηση στο πρόβλημα (ίσως και με αίσθημα συνυπευθυνότητας για τη δημιουργία του), αν έπαυαν να φοβούνται τους χρήστες, αν τους γνώριζαν. Θα τους αγκάλιαζαν· θα τους εμπιστεύονταν. Είναι άτομα με ευαισθησίες, με ικανότητες».


– Εκτιμάτε ότι η πολιτεία κάνει αυτό που πρέπει;


«Εχουν γίνει πολλά θετικά βήματα, αλλά το πρόβλημα έχει πάρει τόσο μεγάλες διαστάσεις ώστε να καθίσταται δύσκολη η επίλυσή του. Αλλωστε κανένα κράτος δεν το έχει επιλύσει. Είναι πάντως βέβαιον ότι τόσο στο θέμα της απεξάρτησης όσο και στο εξίσου σημαντικό θέμα της επανένταξης, η προσπάθεια της πολιτείας είναι σε ικανοποιητικό βαθμό οργανωμένη, χρειάζεται όμως να εντατικοποιηθεί. Προσπάθειες συντονισμού γίνονται και σε διεθνές επίπεδο, δυστυχώς όμως με αρκετά χαρακτηριστικά υποκρισίας».


– Υπάρχουν πράγματα τα οποία θα μπορούσαμε να κάνουμε εμείς, ως άτομα;


«Πρέπει να αλλάξουμε τη νοοτροπία μας. Δεν είναι τυχαίο αυτό που είπα στην αρχή. Είναι ασθενείς αυτά τα παιδιά και ως ασθενείς θα πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε. Παρ’ όλο που το λέμε, δεν τους βοηθούμε ως ασθενείς: ακόμη τους φοβόμαστε, ακόμη τους περιφρονούμε, ακόμη δεν τους βάζουμε στα σπίτια μας και αυτό αυξάνει το στρες τους και τους σπρώχνει στην ίδια κατάσταση, στο περιθώριο. Η αλλαγή στη στάση μας είναι το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version