ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, με συνολικό μήκος ακτών 15.000 χλμ. και επιφάνεια εσωτερικών υδάτων (λιμνοθάλασσες, λίμνες, ποτάμια) περίπου 1.200.000 στρμμ., η αλιεία θα έπρεπε να παίζει μεγάλο ρόλο στην οικονομία της χώρας και στη διατροφή του πληθυσμού. Εν τούτοις η συνολική παραγωγή της επαγγελματικής αλιείας, που ανέρχεται σε 150.000 τόνους τον χρόνο, δεν καλύπτει τις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς και συμπληρώνεται με 30.000 τόνους εισαγόμενα αλιεύματα. Η συμμετοχή της αλιείας στη διαμόρφωση του ΑΕΠ είναι 0,9%. Σε εθνικό επίπεδο 38.000 άτομα ασχολούνται άμεσα με την αλιεία, δηλαδή ποσοστό 3,5% του συνολικού αγροτικού πληθυσμού. Σε τοπικό επίπεδο το ποσοστό συμμετοχής σε αλιευτικές δραστηριότητες μεγαλύτερο, φυσικά, στη νησιωτική χώρα διαφέρει και εξαρτάται σε πολλές περιπτώσεις από την παρουσία ή όχι εναλλακτικών μορφών απασχόλησης, ενώ βεβαίως τα νησιά εξαρτώνται περισσότερο από την αλιεία. Αν και η αλιευτική παραγωγή στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια δείχνει να έχει σταθεροποιηθεί, το αλίευμα που αντιστοιχεί σε κάθε ψαρά μειώνεται.
Το πρόβλημα της μείωσης της αλιευτικής παραγωγής στις περισσότερες περιοχές της Μεσογείου έγινε αισθητό από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ως τότε η εντατικοποίηση της αλιείας έδινε υψηλές ποσότητες αλιευμάτων που έφθασαν, από 0,7 εκατ. τόνους τη δεκαετία του ’50, σε 1,5 εκατ. τόνους το 1992. Την περίοδο 1973-88 η αλιευτική παραγωγή της Μεσογείου παρουσίαζε σταθερή αύξηση της τάξεως του 4-5% ετησίως, ενώ η αντίστοιχη αύξηση της παραγωγής στο Αιγαίο και στο Ιόνιο συνεχίστηκε και το 1989. Η αύξηση της αλιευτικής προσπάθειας, ο εκσυγχρονισμός του στόλου και η επέκταση της αλιευτικής δραστηριότητας οδήγησαν τελικά τους ψαράδες σε μεγάλα χρέη και έθεσαν σε κίνδυνο τα ιχθυαποθέματα. Η μείωση της αλιευτικής παραγωγής είναι πλέον εμφανής.
Οπως τόνισε μιλώντας προς «Το Βήμα» ο κ. Δημήτρης Καραβέλλας, υπεύθυνος για θέματα αλιείας στο WWF International, «η πτώση της ιχθυοπαραγωγής είναι παγκόσμιο φαινόμενο και αποτέλεσμα της σύγκρουσης των ανθρώπινων αναγκών με τα όρια των φυσικών πόρων. Ο κόσμος βρίσκεται στα όρια μιας αλιευτικής κρίσης που ξεπερνά πολιτικά σύνορα και επηρεάζει τόσο τις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες όσο και τις φτωχότερες περιοχές του πλανήτη. Από τη Βόρεια Αμερική ώς την Ινδονησία τα αλιευτικά αποθέματα των παράκτιων κοινοτήτων εξαφανίζονται». Από το 1989 και μετά από μια αύξηση 500% περίπου μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η παγκόσμια αλιευτική παραγωγή έχει σημειώσει πτώση. Ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών εκτιμά ότι το 70% των πιο συνηθισμένων ειδών ψαριών του πλανήτη γίνεται αντικείμενο υπερεκμετάλλευσης ή προσπαθεί να «αναρρώσει» από την υπερβολική αλιεία του παρελθόντος. Σήμερα οι ψαράδες πιάνουν πολύ λιγότερα ψάρια από ό,τι συνήθιζαν. Στην Αλάσκα, π.χ., η περίοδος ψαρέματος του βακαλάου Ειρηνικού, από 120 ημέρες, έχει περιορισθεί σε μία και μοναδική.
Σύμφωνα με έρευνες του ΟΗΕ η παγκόσμια κατά κεφαλήν κατανάλωση ψαριών τον χρόνο πρόκειται να μειωθεί, από 10,2 κιλά το 1993, σε 5-7,5 κιλά το 2050. Σε μια προσπάθεια υποστήριξης της προβληματικής αλιευτικής βιομηχανίας οι κυβερνήσεις πληρώνουν 54 δισ. δολάρια τον χρόνο σε επιδοτήσεις αλιείας. Επιπλέον κάθε χρόνο μη επιλεκτικές μέθοδοι αλιείας (π.χ. αφρόδικτα, μηχανότρατες) σκοτώνουν 27 εκατ. μετρικούς τόνους του λεγομένου «παρεμπιπτόντως αλιεύματος» (μη χρήσιμα ψάρια) που ρίπτεται πίσω στη θάλασσα.
Οσον αφορά την Ελλάδα, ο κ. Καραβέλλας επεσήμανε την πλήρη έλλειψη ελέγχου και διαχείρισης αλιευτικών πόρων. «Η γραμμή εκσυγχρονισμού από την Ευρωπαϊκή Ενωση ήταν ώς το 1995: επιδοτήσεις για την ανανέωση του στόλου και τον εκσυγχρονισμό. Μετά το 1995 είπαν: “Μειώστε τον στόλο”. Τις εικόνες όπου ψαράδες καταστρέφουν τα καΐκια τους τις είδαμε όλοι. Αυτό τελικά σημαίνει “ρίχνουμε τους μικρούς και ενισχύουμε τους μεγάλους”. Πρέπει να ενισχυθεί η παραδοσιακή παράκτια αλιεία που βρίσκεται στον αντίποδα της εντατικής αλιείας».
Στο σημείο αυτό θέτει την κοινωνική πλευρά του ζητήματος ο κ. Καραβέλλας: «Είναι και θέμα κοινωνικής ευαισθησίας αφού οι παράκτιοι ψαράδες καλύπτουν το 95% της αλιείας στην Ελλάδα ως προς τα αλιευτικά σκάφη και περίπου το 30% της αλιευτικής παραγωγής μας. Η κρίση της αλιείας εκτοπίζει από νησιωτικές κοινότητες τον κόσμο που ζει από αλιευτικούς πόρους. Πρέπει να δοθεί έμφαση στην ανάπτυξη περισσότερο επιλεκτικών μεθόδων αλιείας ώστε να μειωθεί η απόρριψη ψαριών». Ο σάκος, π.χ., της μηχανότρατας συλλέγει ανεξέλεγκτα κάθε είδος, εμπορεύσιμο ή μη. Ως και το 70% της ψαριάς συχνά απορρίπτεται νεκρό στη θάλασσα. Πρόσφατη έρευνα στην Ελλάδα αποδίδει στις ελληνικές μηχανότρατες ποσοστό απόρριψης 40%. «Η αλιευτική διαχείριση», κατέληξε ο κ. Καραβέλλας, «πρέπει να σταματήσει να επικεντρώνεται στην ανάπτυξη και στην εκμετάλλευση και να στραφεί στη διατήρηση και στην αειφόρο χρήση των θαλάσσιων πόρων. Θετική εξέλιξη ήταν η υπογραφή μιας συμφωνίας στα Ηνωμένα Εθνη που θέτει σοβαρούς περιορισμούς στην αλιεία μεταναστευτικών ψαριών, όπως είναι ο τόνοι και οι ξιφίες, που ο πληθυσμός τους πλήττεται από την αλιευτική πίεση. Η συμφωνία επικυρώθηκε και από την Ευρωπαϊκή Ενωση και από την Ελλάδα»
