Εναν χρόνο μετά την τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου που αφορά τη δανειοδότηση των ιδιωτών από τις τράπεζες και την άρση των περιορισμών που ίσχυαν, το τοπίο στην καταναλωτική πίστη έχει αλλάξει σημαντικά προς όφελος των καταναλωτών. Νέα δανειακά προϊόντα με χαμηλότερα επιτόκια και ευνοϊκότερους όρους αποπληρωμής έχουν κάνει την εμφάνισή τους στην αγορά, ενώ ο μεγάλος ανταγωνισμός που έχει αναπτυχθεί μεταξύ των τραπεζών οδηγεί συνεχώς σε βελτίωση των όρων δανειοδότησης. Τα δύο βασικά χαρακτηριστικά των νέων «απελευθερωμένων» προγραμμάτων αποτελούν τα υψηλά πιστωτικά όρια και το κλιμακούμενο κόστος δανεισμού ανάλογα με την πιστοληπτική ικανότητα του πελάτη, τις εγγυήσεις που είναι διατεθειμένος να δώσει στην τράπεζα και το ύψος της χρηματοδότησης.
* Εκπτώσεις στους «καλούς» πελάτες
Με την απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης στη χώρα μας, οι εμπορικές τράπεζες λανσάρουν χορηγητικά προϊόντα που διατίθενται εδώ και χρόνια στο εξωτερικό και τα οποία δίνουν τη δυνατότητα σε όσους διαθέτουν καλή πιστοληπτική ικανότητα και παράσχουν τις απαιτούμενες εξασφαλίσεις να πετύχουν μείωση του δανειακού κόστους και κατά συνέπεια του ύψους των μηνιαίων δόσεων που θα κληθούν να καταβάλουν. Με αυτόν τον τρόπο οι «καλοί» πελάτες μπορούν να εξασφαλίσουν έκπτωση στο επιτόκιο δανεισμού ως και 50%, και διπλασιασμό της διάρκειας αποπληρωμής, με την προσημείωση ενός ακινήτου ή με τη δέσμευση επενδύσεων ή μετρητών.
Τα πιστωτικά ιδρύματα επιδιώκουν τη χορήγηση όσο των δυνατόν υψηλότερων δανείων σε πελάτες με αυξημένη πιστοληπτική ικανότητα και με την παροχή από μέρους τους εμπράγματων εξασφαλίσεων. Οι τελευταίες αφορούν τόσο την προσημείωση ενός ακινήτου όσο και τη δέσμευση επενδύσεων του δανειολήπτη, όπως π.χ. αμοιβαία κεφάλαια, καταθέσεις, εισηγμένες στο XA μετοχές, αμοιβαία κεφάλαια ή ομόλογα του Δημοσίου.
Το μέγιστο ύψος του δανείου που χορηγείται εξαρτάται σε κάθε περίπτωση από το είδος της εξασφάλισης. Οσο μικρότερη η μεταβλητότητα της αξίας των εξασφαλίσεων τόσο μεγαλύτερο το ποσό του δανείου που είναι διατεθειμένη η τράπεζα να χορηγήσει.
H προσημείωση ενός ακινήτου αποτελεί την ιδανικότερη περίπτωση, ενώ ακολουθούν κατά σειρά τα μετρητά, τα ομόλογα του Δημοσίου, τα αμοιβαία κεφάλαια και οι μετοχές. Το ποσοστό της χρηματοδότησης επί των εξασφαλίσεων που δίδεται μειώνεται όσο το ρίσκο αυξάνει. Για παράδειγμα, αν δοθούν ως εγγύηση μετοχές του Χρηματιστηρίου Αθηνών, συνήθως δεν χορηγείται ποσοστό υψηλότερο του 50% επί της αξίας του χαρτοφυλακίου του δανειολήπτη, ενώ ανά τακτά χρονικά διαστήματα, π.χ. ανά εξάμηνο, πραγματοποιείται επαναξιολόγηση του δανείου. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι, εφόσον η ίδια τράπεζα που χορηγεί το δάνειο διαχειρίζεται και τις επενδύσεις του πελάτη, ο έλεγχος είναι ευκολότερος γι’ αυτήν και η δυνατότητα λήψης υψηλότερου δανείου είναι μεγαλύτερη.
H πλειονότητα των νέων προγραμμάτων που έχουν κάνει την εμφάνισή τους στην ελληνική αγορά προσφέρουν επιτόκιο συνδεδεμένο με το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το οποίο μπορεί να ξεκινά ακόμη και από το 4%, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών προσαυξήσεων.
* Μεγάλη ευελιξία
H ευελιξία των δανείων αυτών είναι μεγάλη. Για παράδειγμα, εφόσον ο πελάτης διαθέτει καταθέσεις ή επενδύσεις στην τράπεζα, εξασφαλίζει την απαραίτητη γι’ αυτόν ρευστότητα οποιαδήποτε στιγμή το θελήσει και, κάθε φορά που χρειάζεται χρήματα, απαλλάσσεται από χρονοβόρες διαδικασίες αιτήσεων και προσκόμισης αποδείξεων ή τιμολογίων.
Μάλιστα κάποια προγράμματα, που συνδυάζονται με τη δέσμευση επενδύσεων, παρέχουν σημαντικές ευκολίες και στον τρόπο αποπληρωμής, καθώς δίνουν τη δυνατότητα καταβολής οποιουδήποτε ποσού και οποιαδήποτε στιγμή, χωρίς να προσδιορίζεται ελάχιστη μηνιαία καταβολή δόσης.
Σχετικά με τα χορηγητικά προϊόντα που προσφέρονται με προσημείωση ακινήτου, τραπεζικά στελέχη επισημαίνουν ότι, προτού ληφθεί η τελική απόφαση, ο δανειολήπτης πρέπει να εξετάσει όλες τις δυνατότητες που του παρέχονται.
Ο λόγος είναι ότι τα δάνεια αυτά, παρά το γεγονός ότι προσφέρουν μειωμένο επιτόκιο ως και 50% σε σχέση με τα βασικά επιτόκια καταναλωτικής πίστης των τραπεζών, επιβαρύνονται με κάποια επιπλέον έξοδα. Οπως συμβαίνει και στα στεγαστικά δάνεια, ο πελάτης πληρώνει, εκτός από τις δαπάνες εξέτασης αιτήματος, που κυμαίνονται, ανάλογα με την τιμολογιακή πολιτική κάθε τράπεζας, από 150 ως 250 ευρώ, έξοδα μηχανικού για την εκτίμηση του ακινήτου, έξοδα δικηγόρου για τον έλεγχο των τίτλων και την εγγραφή της προσημείωσης, και τέλη εγγραφής προσημείωσης ύψους 0,75 % επί του πόσου της προσημείωσης.
* Τα έξοδα ασφάλισης
Επίσης το δάνειο βαρύνεται με τα ετήσια έξοδα ασφάλισης του ακινήτου (πυρός, σεισμού) καθώς και με τα έξοδα του Κτηματολογίου, που εξαρτώνται από το ακίνητο και την περιοχή στην οποία βρίσκεται.
Αξίζει να σημειωθεί ακόμη ότι η εκταμίευση σε αυτή την περίπτωση καθυστερεί σε σχέση με ένα δάνειο χωρίς προσημείωση, ενώ στα αρνητικά αναφέρεται και το γεγονός ότι αν ο πελάτης δεν καταφέρει τελικά να αποπληρώσει το δάνειο κινδυνεύει να χάσει το σπίτι του. Υπάρχει βεβαίως λύση και σε αυτό το μειονέκτημα, που δεν είναι άλλο από την ασφάλιση του δανείου για περιπτώσεις τυχαίων και απρόβλεπτων γεγονότων τα οποία θα μπορούσαν να εμποδίσουν την ομαλή αποπληρωμή των δόσεων που απομένουν ως την ολική εξόφλησή του.
