zenakos@dolnet.gr
Αν το Βραβείο Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ζωγραφικής που θεσπίζει από εφέτος το Μουσείο Φρυσίρα είναι κάτι, τότε είναι ένας ύμνος στους χαμηλούς τόνους. Την αίσθηση αυτή δεν τη δημιουργεί μόνο η σύντομη ιστορία του ίδιου του γοητευτικού μουσείου ζωγραφικής στην Πλάκα· τη δημιουργεί και η απόφαση να δοθεί το πρώτο βραβείο στον Βασίλη Παπανικολάου, μια απόφαση που συνιστά πρόκληση για την πεποίθηση που εν πολλοίς κυριαρχεί στη σύγχρονη τέχνη, ότι δηλαδή για να σε προσέξουν πρέπει να είσαι όσο το δυνατόν πιο θορυβώδης.
Οταν ο Βασίλης Παπανικολάου είχε κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση στην αίθουσα τέχνης Εκφραση, τον περυσινό Δεκέμβριο, είχα γράψει ότι πρόκειται για «έναν καλλιτέχνη ο οποίος με αποφασιστικότητα αποφεύγει τον εντυπωσιασμό και αποπειράται να κάνει αυτό που πολλοί – πρωτίστως λόγω δυσκολίας, πιστεύω – αποφεύγουν: καλή ζωγραφική, ζωγραφική του σχεδίου, του χρώματος και του βλέμματος, δίχως κολπάκια, ψευτιές και ευκολίες» (βλ. «Το Βήμα», 7.12.2002). Φυσικά δεν προσπαθώ να υποδυθώ τον κυνηγό ταλέντων ούτε να υποστηρίξω ότι η απονομή του βραβείου επιβεβαιώνει κανενός είδους πρόβλεψη αλλά να εκφράσω μια ικανοποίηση για το γεγονός ότι η κριτική επιτροπή (δηλαδή ο επίτιμος διευθυντής του μουσείου Εντουαρντ Λούσι-Σμιθ, ο πρόεδρος του μουσείου Βλάσης Φρυσίρας, ο πρόεδρος του Ιδρύματος Adami Βαλέριο Αντάμι, ο καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών του Παρισιού Πατ Αντρέα, ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη Αγγελος Δεληβορριάς και ο πρύτανης της ΑΣΚΤ Αθηνών Χρόνης Μπότσογλου) πήρε μια τόσο θαρραλέα απόφαση. Τα περί «χαμηλών τόνων» προκύπτουν και από όσα επισημαίνει ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής Εντουαρντ Λούσι-Σμιθ στα σχόλιά του για το βραβείο: «Ο Βασίλης Παπανικολάου μπορεί να εκπλήξει πολλούς με τα μικρής κλίμακας, σεμνά και διακριτικά έργα του. Οδηγηθήκαμε στα μικρά ζωγραφικά του έργα όχι μόνο λόγω της εξαίρετης τεχνικής ικανότητας που τα διακρίνει αλλά και από την αίσθηση ότι επιτελούν κάτι ουσιώδες για τη ζωγραφική. Αποτελούν παραδείγματα για το «τι μόνο η ζωγραφική μπορεί να κάνει», για να δανειστούμε μια φράση του επιφανούς ιστορικού της τέχνης σερ Ερνστ Γκόμπριτς». Και ο πρόεδρος της επιτροπής καταλήγει με κάτι που, πιστεύω, γεννά ένα χαμόγελο σε όποιον αγαπάει τη ζωγραφική τέχνη: «Πολλά μέλη της επιτροπής εξέφρασαν την άποψη ότι το έργο του Παπανικολάου τούς θυμίζει Τζιόρτζιο Μοράντι και πραγματικά δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη φιλοφρόνηση».
Τον Σιμόν Πασιέκα, στον οποίο θα απονεμηθεί το δεύτερο βραβείο, τον είχα γνωρίσει στις Βρυξέλλες πέρυσι τον Απρίλιο. Εκεί, σε ένα cafe, ο Σιμόν Πασιέκα, ο επίσης καλός ζωγράφος Αλέξης Βερούκας και εγώ ακούγαμε τον Πατ Αντρέα, έναν από τους ζωγράφους που επιβίωσαν της αντιζωγραφικής θύελλας των πρόσφατων δεκαετιών, να μας λέει ότι αισθάνεται παντού το ανανεωμένο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική τέχνη. Μας έλεγε επίσης ότι τα μουσεία μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης είναι πλέον σχεδόν αντιδραστικά, ότι παντού βλέπει κανείς τα ίδια πράγματα, Γουόρχολ, Ράουσεμπεργκ, Τζαντ, Μπάζελιτς και πάει λέγοντας. Ως προς το δεύτερο σκέλος, ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει μαζί του; Ως προς το πρώτο, το θέμα του «ανανεωμένου ενδιαφέροντος» το συναντώ συχνά σε σχέση με καλλιτέχνες που φέρονται να έχουν βρει έναν «σύγχρονο» τρόπο να ζωγραφίζουν ή να «χρησιμοποιούν» τη ζωγραφική τέχνη, μια διατύπωση που στην ουσία σημαίνει ότι έχουν βρει έναν τρόπο ζωγραφικής όπου η ζωγραφική δεν έχει σημασία, δηλαδή μας έχουν δώσει τη δυνατότητα να αξιολογήσουμε ένα ζωγραφικό έργο δίχως να αναγκαστούμε να αξιολογήσουμε το πώς είναι ζωγραφισμένο. Δεν συμβαίνει αυτό με τη δουλειά του Σιμόν Πασιέκα. Και αυτό γιατί, όπως ισχύει για κάθε καλό ζωγράφο, δεν σε φέρνει στη θέση να πιστέψεις ότι το κατά πόσον είναι «σύγχρονος» είναι το ερώτημα που οφείλεις να σε απασχολεί.
Δεν βρίσκω την επισήμανση του Εντουαρντ Λούσι-Σμιθ για τον Αντριου Τιφτ, στον οποίο θα απονεμηθεί το τρίτο βραβείο, ιδιαιτέρως εποικοδομητική – παρά το εξόφθαλμο θάρρος της. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο τρόπος που χειρίζεται ο Τιφτ τη ζωγραφική είναι «χαρισματικός και άρτιος». Το να πει όμως κανείς ότι ο τρόπος αυτός «θέτει σε αμφισβήτηση την αντίληψη που έχει δημιουργηθεί από τον Ντέιμιεν Χερστ και άλλους δημοφιλείς Νέους Βρετανούς Καλλιτέχνες που έχουν οριστικά απομακρύνει τη βρετανική τέχνη από τη χρήση παραδοσιακών μεθόδων» είναι, το λιγότερο, ασύμφορο. H διατύπωση αυτή μου θυμίζει την προ ετών αντιπαράθεση μεταξύ των λεγομένων Νέων Ελλήνων Παραστατικών και της τότε Πρυτανείας της ΑΣΚΤ Αθηνών. Χρήσιμο είναι να αντιληφθούμε ότι το σύστημα διακίνησης της σύγχρονης τέχνης διαμορφώνεται πρωτίστως από τις ανάγκες της αγοράς και ότι το γνωστικό αντικείμενο της θεωρίας της τέχνης θα παραμείνει πάντοτε αρκετά νεφελώδες ώστε εύκολα κανείς να μπορεί να συγκαλύπτει αυτή τη διαδικασία. Ο Χερστ είναι εμβληματικός σε σχέση με αυτό το ζήτημα (και, παρεμπιπτόντως, διαθέτει ένα εκχειλίζον καλλιτεχνικό ταλέντο) – ποιος ο λόγος λοιπόν να επιδιώκει κανείς μια αντιπαράθεση που δεν είναι παρά σχηματική;
H κριτική επιτροπή απονέμει επίσης διακρίσεις στους Μπεατρίτσε Πασκουάλι, Βαγγέλη Πλοιαρίδη και Θεόφιλο Κατσιπάνο. Το μόνο που μένει είναι να ευχηθούμε «καλή συνέχεια» τόσο στους καλλιτέχνες όσο και στο νέο βραβείο.
Το Βραβείο Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ζωγραφικής του Μουσείου Φρυσίρα θα απονείμει ο υπουργός Πολιτισμού Ευάγγελος Βενιζέλος την Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου. H έκθεση των βραβευθέντων έργων, καθώς και μιας επιλογής από όσα διαγωνίστηκαν, θα διαρκέσει ως την 1η Φεβρουαρίου 2004. Χορηγός του βραβείου είναι το Johnny Walker Black Label. Μουσείο Φρυσίρα, Μονής Αστερίου 3 και Κυδαθηναίων, Πλάκα, τηλ. 210 3234.678 και 210 3316.027.