Το «Πόλοκ ο ασυμβίβαστος» του Εντ Χάρις, μια ταινία πάνω στη σύντομη ζωή και το έργο του αμερικανού αφηρημένου εξπρεσιονιστή Τζάκσον Πόλοκ, είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα. Ο Χάρις, που αποφάσισε να υποδυθεί ο ίδιος τον ζωγράφο λόγω της εξωτερικής ομοιότητάς τους αλλά και επειδή τον γοήτευσε μια βιογραφία του Πόλοκ που του χάρισε ο πατέρας του, προτάθηκε εφέτος για το Οσκαρ α’ ανδρικού ρόλου. Ωσπου να έλθει η στιγμή της δικαίωσης όμως ο ηθοποιός χρειάστηκε να περάσει μια δοκιμασία δέκα ολόκληρων ετών προετοιμάζοντας μεθοδικά την αποκρυστάλλωση του προσωπικού του οράματος. Ενός οράματος το οποίο συν τοις άλλοις υπήρξε και ψυχοθεραπευτική διαδικασία για τον ηθοποιό και σκηνοθέτη καθ’ ότι ο ίδιος, όπως και ο Πόλοκ, είχε για πολλά χρόνια σοβαρά προβλήματα με το αλκοόλ. Την περίοδο αυτή ο Χάρις έμαθε να ζωγραφίζει ώστε να αποκτήσει την αυτοπεποίθηση ότι μπορούσε να ασκήσει την τέχνη του Πόλοκ. «Χωρίς να θέλω να συγκριθώ μαζί του, ένιωθα ότι έπρεπε να πείσω τον εαυτό μου πως δημιουργούσα ο ίδιος τέχνη, όχι πως ανακατασκεύαζα την τέχνη κάποιου άλλου» μας είπε στο περυσινό Φεστιβάλ Βενετίας, όπου η ταινία πρωτοπροβλήθηκε.
Ενας από τους πρώτους ηθοποιούς που υποδύθηκαν με επιτυχία ζωγράφο στη μεγάλη οθόνη ήταν ο χαρισματικός Τσαρλς Λότον, ο οποίος πέτυχε μια αξιομνημόνευτη ερμηνεία στον «Ρέμπραντ» (1937) έστω και αν ο παράγοντας για τον οποίο η ταινία του Αλεξάντερ Κόρντα έμεινε τελικά στην ιστορία είναι η Γερτρούδη Λόρενς, που εδώ κάνει μια από τις σπάνιες εμφανίσεις της στον κινηματογράφο.
Αναπλάθοντας την εικόνα που ο περισσότερος κόσμος έχει στο μυαλό του για τον Βικέντιο Βαν Γκογκ ο Κερκ Ντάγκλας δεν θα μπορούσε να τον ενσαρκώσει πιο παθιασμένα στο «Πάθος για ζωή» (1956) του Βινσέντε Μινέλι, μια ερμηνεία για την οποία ο ίδιος αισθάνεται υπερήφανος και που τον οδήγησε στα Οσκαρ. Το παράξενο είναι ότι τελικά το βραβείο δόθηκε στον Αντονι Κουίν για τη μόλις οκτάλεπτη εμφάνισή του στην ίδια ταινία, όπου υποδύθηκε έναν άλλο ιδιόρρυθμο ζωγράφο και φίλο του Βαν Γκογκ, τον Πολ Γκογκέν.
Ο διαταραγμένος χαρακτήρας του Βαν Γκογκ έχει τροφοδοτήσει και άλλες ταινίες, όπως το «Βίνσεντ και Τεό» (1991) του Ρόμπερτ Ολτμαν, μια μελέτη πάνω στην ιδιότυπη σχέση του Βαν Γκογκ (Τιμ Ροθ) με τον αδελφό του Τεό. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι το πιο όμορφο και το πιο έξυπνο σε σύλληψη και απόδοση από τα επτά «Ονειρα» του Ακίρα Κουροσάβα είναι εκείνο όπου ο σκηνοθέτης «συναντά» τον Βαν Γκογκ (Μάρτιν Σκορσέζε) ανάμεσα στα τοπία της ζωγραφικής του, τα οποία μεταφέρει στον κινηματογράφο με τρυφερότητα και σεβασμό.
Αντιθέτως ο Γκογκέν αποδόθηκε μάλλον διεκπεραιωτικά σε ξεχασμένες ταινίες, όπως ο «Λύκος στην πόρτα» με τον Ντόναλντ Σάδερλαντ ή το «Γκογκέν: Ο άγριος» με τον Ντέιβιντ Καραντάιν. Από την άλλη πλευρά βεβαίως διεκπεραιωτικές βιογραφίες όπως οι παραπάνω είναι σίγουρα πιο έντιμες από τις άτονες ψευδοφιλολογικές κατασκευές τύπου «Πέρα από τον Πικάσο» του Τζέιμς Αϊβορι, όπου ο Αντονι Χόπκινς πετυχαίνει την πιο δύσκαμπτη ερμηνεία της καριέρας του υποδυόμενος τον ισπανό ζωγράφο.
Στις παραγνωρισμένες ερμηνείες ηθοποιών που ενσάρκωσαν ζωγράφους ανήκει εκείνη του Τσάρλτον Ιστον στην «Αγωνία και έκσταση», ταινία που αναλώνεται φλύαρα στην ιστορική διαμάχη του Μιχαήλ Αγγέλου με τον Πάπα Ιούλιο Β’ (Ρεξ Χάρισον) για την ολοκλήρωση της νωπογραφίας στην οροφή τής Καπέλα Σιξτίνα. Ο Ζεράρ Φιλίπ, επίσης, αν και απέδωσε άψογα τον ιδιότυπο Μοντιλιάνι, το έκανε σε μια σκηνοθετικά ανέμπνευστη ταινία, τους «Εραστές του Μον Παρνάς» του Ζακ Μπεκέρ.
Σε άλλες περιπτώσεις, όπως το (πρώτο) «Μουλέν Ρουζ» που σκηνοθέτησε ο Τζον Χιούστον το 1951, διάσημοι ζωγράφοι εν προκειμένω ο Τουλούζ-Λοτρέκ (Χοσέ Φερέρ) αποτελούν τμήματα της συνολικής ατμόσφαιρας που έχει στο μυαλό του ο σκηνοθέτης και που εδώ είναι η νυχτερινή ζωή των καμπαρέ της Μονμάρτρης στα τέλη του 19ου αιώνα. Ενώ στο πρόσφατο ομότιτλο μιούζικαλ του Μπαζ Λούρμαν ο Τουλούζ-Λοτρέκ (Τζον Λεγκουιζάμο) μόλις που διακρίνεται σε έναν τρίτο ρόλο. Ο Ολιβερ Στόουν δεν παρέλειψε μια αναφορά στον εκκεντρικό Αντι Γουόρχολ όταν σκηνοθέτησε τους «Doors» και ο Τζούλιαν Σνάμπελ επέλεξε τον Ντέιβιντ Μπάουι για τον ίδιο ρόλο στο «Basquiat», μια εξίσου εύστοχη ματιά σε ό,τι έχει σχέση με τον χώρο όπου αγωνίζεται να καταξιωθεί ένας άσημος καλλιτέχνης, όπως εδώ συμβαίνει με τον Ζαν Κλοντ Μπασκιά στο Γκρίνουιτς Βίλατζ της Νέας Υόρκης.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στον «Καραβάτζιο» (1986) του Ντέρεκ Τζάρμαν, πολύπλευρου σκηνοθέτη και επίσης ζωγράφου. Αδιαφορώντας για μια μουσειακή βιογραφία του μεγάλου ζωγράφου του μπαρόκ ο Τζάρμαν συσχετίζει το ιστορικό παρελθόν με το σήμερα αναπλάθοντας την Ιταλία του 16ου αιώνα, που διαφέρει ελάχιστα από εκείνη του 20ού αι. Τα κοστούμια μάς «μεταφέρουν» στη δεκαετία του ’40, ενώ από την ταινία δεν λείπουν οι γραφομηχανές, οι κομπιούτερ και οι μοτοσικλέτες. Μέσα σε αυτόν τον χώρο ζει και κινείται ο Καραβάτζιο (Νάιτζελ Τέρι), καταραμένος καλλιτέχνης που πλήρωσε ακριβά τη σεξουαλική ιδιαιτερότητά του καθώς αντανακλάτο στους πίνακές του οδηγώντας τον τελικά στην παρακμή και στον πρόωρο θάνατο.
Σε ό,τι αφορά, τέλος, την εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή, ο «Θεόφιλος» του Λάκη Παπαστάθη δεν υπήρξε τόσο το ιστορικό πορτρέτο του αυτοδίδακτου ζωγράφου αλλά, μέσα από το εκφραστικό βλέμμα του Δημήτρη Καταλειφού, η νοσταλγική αναζήτηση μιας Ελλάδας που χάνεται στον χρόνο.
