Αναζητώντας την αλήθεια στη μαγική στιγμή
Ο πολυβραβευμένος φωτογράφος, ο μόνος Ελληνας που συμμετέχει στην έκθεση «1968. Η χρονιά που θα άλλαζε τον κόσμο», βρέθηκε στην Αθήνα και μας μίλησε για τα μυστικά της εξαιρετικής φωτογραφίας και για την αξία της στιγμής
«Μια μέρα βάδιζα προς τη θάλασσα στη νότια ακτή της Κρήτης. Πέρα από τους μακρινούς λόφους, σε απόσταση 200 μιλίων, βρίσκεται η Αφρική. Εδώ τελειώνει η Ελλάδα. Ηταν μια ζεστή και συννεφιασμένη μέρα κι εγώ αποφάσισα να πάρω ένα δρόμο που ανέβαινε στον βραχώδη γκρεμό μέσα από ένα άγονο τοπίο…». Το 1961 o Κωνσταντίνος Μάνος παίρνει την απόφαση να ταξιδέψει στην άγνωστη Ελλάδα είναι το πρώτο ταξίδι που πραγματοποιεί στη γενέθλια γη της μητέρας του και του πατέρα του. Μπαίνει στα καφενεία των ντόπιων, φιλοξενείται στα σπίτια τους, δίνει το παρών στις χαρές και στις λύπες τους. Περιπλανιέται χωρίς πρόγραμμα, με ένα Φολκσβάγκεν στην αρχή, με ένα τροχόσπιτο λίγο αργότερα. Δεν ξέρει πού πηγαίνει, ξέρει όμως τι είναι αυτό που αναζητεί για να αποτυπώσει με τον φακό της φωτογραφικής μηχανής του: την αλήθεια των ανθρώπων, την αλήθεια της ψυχής τους, τη μαγεία της στιγμής. Διασχίζει επί τρία χρόνια τη στεριά και το Αιγαίο και στο ενδιάμεσο πετιέται με το Φολκσβάγκεν του ως το Παρίσι για να αφήσει στα γραφεία του πρακτορείου «Μάγκνουμ» τα πρώτα δείγματα της δουλειάς του, αυτά που θα τον χρίσουν σύντομα μόνιμο μέλος του. Κάπως έτσι, με δική του πρωτοβουλία, είχε πρωτοεπισκεφθεί δέκα σχεδόν χρόνια νωρίτερα τα γραφεία του πρακτορείου στη Νέα Υόρκη για να αφήσει τις φωτογραφίες του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ· του Κινγκ που δεν ξαναείδε παρά δολοφονημένο, τον Απρίλιο μιας χρονιάς που θα μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο: του 1968. Ο Κωνσταντίνος Μάνος βρέθηκε αυτές τις ημέρες στην Αθήνα για να παραστεί στα εγκαίνια της έκθεσης φωτογραφιών του «Magnum» «1968. Η χρονιά που θα άλλαζε τον κόσμο» που διοργανώνει «Το Βήμα».
Αλήθεια, κύριε Μάνο, ανήκετε στους έλληνες ή στους αμερικανούς φωτογράφους;
«Δεν τίθεται τέτοιο… δίλημμα. Είμαι φωτογράφος. Δεν είναι βέβαια λίγες οι φορές που έχω ακούσει σχετικές συζητήσεις στους φωτογραφικούς κύκλους της Ελλάδας. Ξέρετε κάτι; Μπορεί να είμαι και Αμερικανός, παραμένω όμως Ελληνας».
Από πού κατάγονταν οι γονείς σας;
«Από ένα νησί του Μαρμαρά. Η μητέρα μου μάς μιλούσε συχνά για το πατρικό σπίτι της στο χωριό με τη λευκή αμμουδιά δίπλα στη θάλασσα. Οταν είχε φουρτούνα, τα κύματα έσκαγαν πάνω στην πόρτα. Ο παππούς μου, ο Κωνσταντίνος, ήταν ψαράς το χωριό παρήγε κρασί και παστό ψάρι και το έστελνε στην Πόλη. Ο πατέρας μου έφυγε με τους Βαλκανικούς Πολέμους για την Αμερική, η μητέρα μου με τη Μικρασιατική Καταστροφή για το Λαύριο και από εκεί για το Παρίσι. Ο πατέρας μου την ερωτεύθηκε από μια φωτογραφία της που του έστειλαν κάποιοι συγγενείς του στην Κολούμπια, όπου είχε εγκατασταθεί. Πήγε στο Παρίσι για να τη βρει, τη φλέρταρε επί δύο μήνες και τελικά την παντρεύτηκε! Φοβερή ιστορία, δεν συμφωνείτε;».
Σαν παραμύθι! Εσείς πήγατε ποτέ στο νησί;
«Μια φορά μονάχα, το ’72. Ημουν ο πρώτος από όλη την οικογένεια και τους συχωριανούς που ξαναγύρισε. Ο πατέρας μου είχε πια γεράσει και εγώ είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να του φέρω εικόνες από τον τόπο του. Βρήκα το σπίτι της μητέρας μου, το σχολείο… Δεν τράβηξα όμως όσες φωτογραφίες ήθελα. Οι Τούρκοι ήταν φιλικοί αλλά εγώ δήλωσα αμερικανός τουρίστας».
Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στην Κολούμπια της Νότιας Καρολίνας. Πώς σας ήρθε η ιδέα να φωτογραφήσετε την άγνωστη Ελλάδα της δεκαετίας του ’60 τη στιγμή που δεν είχατε προλάβει καλά καλά να ανακαλύψετε την ήδη… γνωστή;
«Οταν πρωτοήρθα είχα στο μυαλό μου να φωτογραφήσω τα αρχαία με τις… παπαρούνες, τα βαπόρια και τα λιμάνια. Στο λεύκωμα που θα έκανα θα έβαζα και λίγη ποίηση… Μου πήρε αρκετό χρόνο και αρκετά μέτρα φιλμ ώσπου να καταλάβω ότι αυτό που με ενδιέφερε τελικά ήταν οι άνθρωποι και η ζωή στα πιο απομονωμένα χωριά. Από τη στιγμή που το κατάλαβα, έβαλα έναν κανόνα: δεν θα φωτογράφιζα ποτέ χωριό που είχε ρεύμα. Ετσι πήγα στη Ρόδο αλλά δεν τράβηξα καμία φωτογραφία. Προτίμησα να περιμένω το καράβι για να περάσω στην Κάρπαθο και ύστερα να βρεθώ στην Αλόννησο, στη Φολέγανδρο, στα ορεινά χωριά της Κρήτης: 75.000 χιλιόμετρα έκανα στη στεριά, σκεφθείτε πόσα στη… θάλασσα!».
Ησασταν ο πρώτος, αν δεν κάνω λάθος, που φωτογραφήσατε την Ολυμπο στην Κάρπαθο.
«Ναι. Υστερα πήγε εκεί ο Κουντέλκα, ο Οικονομόπουλος… Στην Ολυμπο, μάλιστα, πρέπει να ήταν το ’64, έμαθα ότι το “Μάγκνουμ” με έκανε δεκτό ως δόκιμο μέλος του».
Το υλικό αυτό που συγκεντρώσατε από την Ελλάδα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η πρώτη αυστηρά προσωπική δουλειά σας;
«Ακούστε, επαγγελματία θεωρούσα τον εαυτό μου ήδη από τα 16 μου. Η πρώτη σοβαρή δουλειά που έκανα ήταν στα 18 μου, όταν φωτογράφησα τους μαύρους που ζούσαν σε ένα μικρό νησί της Νότιας Καρολίνας, όπου δεν είχε φθάσει ακόμη ο ηλεκτρισμός. Ηταν μια φωτογράφηση που έκανα γιατί το ήθελα, δούλεψα για τον εαυτό μου. Από τις εικόνες αυτές οδηγήθηκα στο “Greek Portfolio” όπου αποκρυστάλλωσα το προσωπικό ύφος μου και ίσως γι’ αυτό τη θεωρώ εξαιρετική».
Πώς ορίζετε, δηλαδή, την εξαιρετική φωτογραφία;
«Εξαιρετική για μένα είναι η φωτογραφία που σε εκπλήσσει. Ξέρεις ότι κάτι τέτοιο δεν το έχεις δει ποτέ και ούτε πρόκειται να το ξαναδείς. Δείτε τη δουλειά του Καρτιέ-Μπρεσόν. Κάθε εικόνα του έχει τη δική της ζωή. Δυστυχώς οι περισσότερες από τις φωτογραφίες που βλέπουμε καθημερινά είναι συνήθως αντιγραφή από κάτι που προηγήθηκε. Θυμίζουν λίγο τις θρησκευτικές εικόνες που αντιγράφονται από γενιά σε γενιά. Οι αντιγραφές μπορεί να είναι καλές αλλά δεν μπορούν ποτέ να φθάσουν την αξία του πρωτοτύπου!».
Ποιες είναι όμως οι προϋποθέσεις που οδηγούν στην έκπληξη;
«Δεν μπορείς να τις γνωρίζεις εκ των προτέρων. Βρίσκεσαι π.χ. σε μια μεγάλη συγκέντρωση με χιλιάδες ανθρώπους γύρω σου. Κάθεσαι σε μια γωνιά και περιμένεις. Η έκπληξη θα έρθει, αρκεί να έχεις υπομονή και ικανότητα να μπορέσεις να τη συλλάβεις».
Η να τη… σκηνοθετήσεις. Η φωτογραφία σήμερα έχει χάσει ένα αρκετά μεγάλο μέρος από την αξιοπιστία της.
«Δεν στήνω ποτέ το θέμα μου. Η ηλεκτρονική επεξεργασία της φωτογραφίας βέβαια είναι σήμερα γεγονός. Υπάρχουν όμως και οι θετικές συνέπειές της. Οι δημιουργοί αναγκάζονται να προχωρήσουν παραπέρα, να φθάσουν στην καρδιά των γεγονότων. Σιγά σιγά θα υποχρεωθούν να γίνουν γνωστοί, περισσότερο αυτοί από την ίδια τη δουλειά τους, έτσι ώστε ο κόσμος να μάθει να πιστεύει κατ’ αρχήν τα πρόσωπα και ύστερα τις εικόνες. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο φλου αλλά σε λίγο καιρό η κατάσταση θα ξεκαθαρίσει. Πιστεύω πολύ στη δύναμη που κρύβει η αλήθεια της φωτογραφίας».
Με ποιον τρόπο όμως μπορεί να αγγίξει έστω ο φωτογράφος την αλήθεια αυτή τη στιγμή που το μεγαλύτερο μέρος της πραγματικότητας που τον περιβάλλει κατασκευάζεται;
«Προσωπικά αναζητώ την αλήθεια στις ιδιαίτερες φωτογραφίες· σε αυτές που δεν περιορίζονται σε γενικεύσεις αλλά εστιάζουν τον φακό τους σε άτομα, σε χαρακτήρες και όχι σε τύπους. Η φωτογραφία προσδιορίζεται κατά τη γνώμη μου από δύο στοιχεία: το πρώτο είναι η αλήθεια, το δεύτερο η στιγμή, η μαγική στιγμή όπως χαρακτηριστικά την ονομάζω. Οταν συμπίπτουν αυτά τα δύο, θεωρώ ότι η φωτογραφία έχει πετύχει τον σκοπό της. Πρόκειται για μια φιλοσοφία που ξεκίνησε από τον Ερικ Σάλομον, τον “πατέρα” της φωτοειδησεογραφίας, και συνεχίστηκε από τον Καρτιέ-Μπρεσόν κ.ά. Πρόκειται για τη λεγόμενη “φωτογραφία του δρόμου”».
Φωτογραφία που στηρίζεται επομένως κατά ένα μεγάλο μέρος της στην τύχη.
«Η τύχη παίζει πάντα ένα ρόλο, αρκεί να ξέρεις να την περιμένεις. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Το 1966 περπατούσα στους δρόμους της πόλης μου και μια στιγμή είδα σε ένα μικρό δρόμο ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο παρκαρισμένο μπροστά από μια εκκλησία. Ρώτησα τι συμβαίνει και με πληροφόρησαν ότι κηδεύουν ένα στρατιώτη, ένα μαύρο στρατιώτη που σκοτώθηκε στο Βιετνάμ. Ζήτησα από τον παππού του νεκρού την άδεια να φωτογραφήσω την τελετή. Αυτές οι φωτογραφίες τιμήθηκαν με το βραβείο New York City Art Directors Award και δημοσιεύθηκαν σε πολλά περιοδικά. Σκεφθείτε ότι η τελετή δεν κράτησε περισσότερο από 15 λεπτά. Κάποιοι είπαν ότι οι φωτογραφίες αυτές ήταν ένα είδος διαμαρτυρίας για τον πόλεμο του Βιετνάμ. Εγώ, βέβαια, όταν τις τραβούσα, δεν είχα κάτι τέτοιο στο μυαλό μου. Με ενδιέφερε απλώς η στιγμή, στην ανθρώπινη και στην ιστορική, αν θέλετε, διάστασή της».
Οι φωτογραφίες σας, δηλαδή, ανήκουν στην κατηγορία του φωτορεπορτάζ, της φωτογραφίας-ντοκουμέντου;
«Ακούστε, για πολλά χρόνια προσπαθούσα να βρω τι είδους φωτογραφία κάνω. Τελικά αναγκάστηκα να… εφεύρω ένα. Η δουλειά μου είναι ένα είδος προσωπικής φωτογραφίας-ντοκουμέντου».
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν κατά συνέπεια και οι εικόνες που τραβήξατε το 1968 στην Ατλάντα, στην κηδεία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ;
«Φυσικά. Οπως και όλες όσες τράβηξα τη χρονιά αυτή από τις πορείες διαμαρτυρίας των μαύρων».
Είχατε συναίσθηση της ιστορικής διάστασης των γεγονότων που απαθανατίζατε;
«Είχα συνειδητοποιήσει την ιστορικότητα της στιγμής αλλά δεν είχα αίσθηση του τι συνέβαινε σε όλο τον κόσμο. Στην κηδεία του Κινγκ με έστειλε το “Μάγκνουμ” ένα μόλις χρόνο πριν είχα γίνει μόνιμο μέλος του. Ημουν πολύ φορτισμένος. Τον Κινγκ τον είχα φωτογραφήσει πολύ νέο, είχα πάει στο ξύλινο σπίτι όπου ζούσε, είχα γνωρίσει την οικογένειά του τότε βέβαια δεν με έστειλε κανένας. Οπως κανένας δεν με έστειλε στο Μοντγκόμερι τη μέρα που οι μαύροι κάθησαν για πρώτη φορά στις μπροστινές θέσεις του λεωφορείου».
Είναι αλήθεια ότι δείξατε μια ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στους αγώνες των μαύρων για τα δικαιώματά τους εκείνη την εποχή.
«Το ενδιαφέρον μου ξεκινά στην πραγματικότητα πολύ νωρίτερα. Γεννιέται τον καιρό που πήγαινα ακόμη σχολείο. Ούτε στο γυμνάσιο αλλά ούτε και στο πανεπιστήμιο επέτρεπαν στους μαύρους να κάνουν μάθημα μαζί με τους λευκούς. Εγραφα συχνά άρθρα για τα δικαιώματα που είχαν στην εφημερίδα του πανεπιστημίου όπου σπούδαζα δεν ήταν λίγες οι φορές που η οικογένειά μου δεχόταν απειλητικά τηλεφωνήματα. Ενα βράδυ παρακολούθησα μαζί με τον αδελφό μου μια συγκέντρωση της Κου-Κλουξ-Κλαν. Τη φωτογράφησα. Ημουν μόλις 17 ετών. Τη φωτογράφησα από ένστικτο, έτσι, για να την καταγράψω στην Ιστορία, χωρίς να έχω πλήρη συνείδηση του τι σήμαινε αυτό».
Εχετε σκεφθεί ποτέ τι θα συνέβαινε αν δεν είχαμε σήμερα όλα αυτά τα οπτικά ντοκουμέντα από τη χρονιά του ’68;
«Νομίζω ότι θα είχε αλλάξει η γνώση μας για την Ιστορία. Οσο μελάνι και να χυθεί, οι άνθρωποι πιστεύουν ότι αυτά τα γεγονότα πράγματι συνέβησαν μόνο από τη στιγμή που βλέπουν μια φωτογραφία».
Ο φωτογράφος επομένως αποτελεί ένα είδος σχολιαστή της Ιστορίας;
«Θα σας έλεγα ότι είναι αυτός που επιλέγει στιγμές ή μάλλον κλάσματα δευτερολέπτου. Στο τελευταίο βιβλίο μου, το “American Color”, υπάρχουν συνολικά 80 εικόνες. Σκεφθείτε ότι καθεμιά από αυτές έχει τραβηχθεί με ταχύτητα 1 προς 250 του δευτερολέπτου. Αν τις ενώσεις όλες μαζί, δεν έχεις ούτε ενός λεπτού ζωή!».
Μια και αναφερθήκατε στην τελευταία δουλειά σας, θα ήθελα να σας ρωτήσω γιατί στραφήκατε από το ασπρόμαυρο στο χρώμα. Υπήρξε κάποιος συγκεκριμένος λόγος;
«Να σας πω την αλήθεια, μετά το βιβλίο μου “The Bostonians”, που κυκλοφόρησε το 1975 με αφορμή τον εορτασμό των 200 χρόνων από την προσάρτηση της Βοστώνης στην Αμερική, βρέθηκα σε ένα αδιέξοδο. Δεν μπορούσα να βρω κάτι καινούργιο, να προχωρήσω παραπέρα… Το χρώμα το θεωρούσα ως τότε απαγορευτικό για τη φωτογράφηση προσώπων, τότε όμως μου άνοιξε ξαφνικά ένα νέο δρόμο, ένα δρόμο βέβαια πολύ επικίνδυνο. Η έγχρωμη φωτογραφία δεν διαθέτει την ποίηση του μαύρου και επιπλέον είναι από τη φύση της ωραία. Χρειάστηκαν χρόνος και κόπος ώσπου να αποτυπώσω την αλήθεια της».
Μια αλήθεια πολύ διαφορετική από τη δουλειά που κάνατε το ’60 στην Ελλάδα.
«Μα είναι λογικό. Ο φωτογράφος αντιδρά ανάλογα με το πρόσωπο που φωτογραφίζει, με τον τόπο όπου βρίσκεται. Τους Ελληνες τούς καταλαβαίνω καλύτερα, με τους Αμερικανούς αισθάνομαι περισσότερο ως εξωτερικός παρατηρητής. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν μετέχω συναισθηματικά σε κάθε φωτογραφία. Μην ξεχνάτε ότι τραβάω πάντα με ευρυγώνιο και έτσι βρίσκομαι αρκετά κοντά στο θέμα μου. Συνήθως δεν πιάνω την κουβέντα με τους ανθρώπους που φωτογραφίζω, ζω όμως μαζί τους τη στιγμή. Τα ονόματά τους μπορεί να μην τα μαθαίνω ποτέ αλλά το πρόσωπό τους δεν το ξεχνάω και ας έχουν περάσει χίλιες εικόνες μπροστά από τα μάτια μου. Πολλές φορές, ξέρετε, νιώθω σαν να έχω ζήσει χίλια χρόνια».
* Η έκθεση «1968. Η χρονιά που θα άλλαζε τον κόσμο» φιλοξενείται ως τις 15 Ιανουαρίου στο Γκάζι του Δήμου Αθηναίων (Αίθουσα Δ7).
