Η Οντρεϊ Χέπμπορν της δεκαετίας του ’90, η λιλιπούτεια «γαλαζοαίματη» με τις πουέντ και το διάφανο δέρμα, έχει ήδη στο ενεργητικό της μια σύγκρουση με τον Φράνσις Φορντ Κόπολα, μια πεντάχρονη κρίση αϋπνίας, μια υποψηφιότητα για Οσκαρ και το όνομά της στο μπράτσο ενός παλιού αγαπημένου. Φέτος η Γουινόνα Ράιντερ επανέρχεται ως σαιξπηρική Λαίδη Ανν στο δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ «Αναζητώντας τον Richard» διά χειρός Αλ Πατσίνο
Τώρα πια καταφέρνει και κοιμάται: στο κρεβάτι της, στον καναπέ, στο αεροπλάνο, οπουδήποτε. Η περίοδος της αϋπνίας ανήκει στο παρελθόν και η Γουινόνα έχει πάψει πλέον να μετράει τα πορφυρά δευτερόλεπτα στο ψηφιακό ρολόι. Ισως γιατί τώρα πια γνωρίζει τι ήταν αυτό που έστρεφε τα βλέμματα πάνω της από τότε ακόμη που έκανε τα πρώτα βήματά της σε ένα κοινόβιο της Καλιφόρνιας. Γνωρίζει πλέον ποια είναι. Και όχι επειδή οι άλλοι επιμένουν να την αποκαλούν «γυναίκα – παιδί θαύμα», αλλά επειδή μπορεί μόνη της να δει τα χρυσά χνάρια που αφήνει στο σελιλόιντ. Και βέβαια το Χόλιγουντ έχει ήδη κάνει τις εκτιμήσεις του για την 26χρονη σταρ και τον γυάλινο κόσμο της. Και ενώ για έναν ρόλο μπορεί κάλλιστα να καλέσει, ας πούμε, τη Μισέλ Πφάιφερ, την Ντέμι Μουρ ή τη Μέλανι Γκρίφιθ, υπάρχουν κάποιες ηρωίδες που γεννιούνται για να παιχθούν μόνο από μια εύθραυστη πριγκίπισσα.
Το όνομά της το βρήκε έτοιμο στη Γουινόνα της Μινεσότα, τη μικρή κωμόπολη όπου γεννήθηκε μόλις το 1971. Νονός της είναι ο Τίμοθι Λίρι, γνήσιος εκπρόσωπος της γενιάς του και διαπιστευμένος γκουρού του LSD. Οι γονείς της και οι δύο συγγραφείς κυκλοφορούν μεταξύ άλλων μια φεμινιστικών τόνων μελέτη με τίτλο «Shaman Woman, Mainline Lady» και μια βιογραφία της Λουίζα Μαίρης Αλκοτ, συγγραφέως του μυθιστορήματος «Μικρές Κυρίες». Είναι από εκείνους τους μποέμ γονείς που πηγαίνουν τα παιδιά τους να παίξουν γυμνά κάτω από καταρράκτες και τα βαφτίζουν βάσει του Σύμπαντος: ο μικρότερος υιός ονομάζεται Γιούρι, από τον ρώσο αστροναύτη Γιούρι Γκαγκάριν. Οσο για την οικονομική κατάσταση της οικογενείας Χόροβιτς (το αληθινό επίθετο της Γουινόνα προτού υιοθετήσει το «Ράιντερ»), δεν φαίνεται και τόσο ανθηρή. Η ίδια θυμάται ένα σπίτι χωρίς ηλεκτρικό, νερό και θέρμανση. Η μοναδική υλική απόλαυση που της παρείχετο ήταν μερικές μπάλες παγωτού «Haagen-Dazs» κάθε εβδομάδα.
Και ενώ η «Νόνι» όπως την αποκαλούν ακόμη οι φίλοι έχει μόλις κλείσει τα δέκα, η οικογένεια μετακομίζει σε ένα κοινόβιο στην Πεταλούμα, λίγο έξω από το Σαν Φρανσίσκο. Η εφηβεία της θα έχει φόντο κινηματογραφικά στούντιο και άλλα τινά. Γράφεται από νωρίς στο American Conservatory Theatre και στα 13 της χρόνια περνάει μια οντισιόν για την ταινία «Desert Bloom». Τον ρόλο κερδίζει τελικά η Αναμπεθ Γκις, αλλά το μικροσκοπικό ξωτικό κινεί τις «υποψίες» του σκηνοθέτη Ντέιβιντ Σέλτσερ. Λίγο αργότερα (1986) παίζει στο «Λούκας» ο Σέλτσερ την θεωρεί το τέλειο αγοροκόριτσο. Οταν της τηλεφωνούν για να την ρωτήσουν τι όνομα θέλει να εμφανισθεί στους τίτλους, δεν το σκέφτεται καθόλου. Το άλμπουμ του Μίτσι Ράιντερ που ακούει ο πατέρας της στη διάρκεια του εν λόγω τηλεφωνήματος είναι αρκετό.
Ακολουθεί το «Square Dance» (1987), ένας πλατωνικός έρωτας με τον Ρομπ Λόου και η ταινία «1969» (1988) του Ερνεστ Τόμσον. Την ίδια χρονιά παραδίδεται στον μετέπειτα μετρ του σύγχρονου animation Τιμ Μπάρτον συμμετέχοντας σε έναν εξωφρενικό «Σκαθαροζούμη», ενώ αμέσως μετά μεταμορφώνεται σε ανήλικη σύζυγο του Τζέρι Λι Λούις («Great Balls of Fire», 1989). Η συνέχεια θα δείξει ότι προτιμά τους ρόλους που ανατρέπουν το ίματζ της μελίρρυτης έφηβης. Στο «Heathers», μια σουρεαλιστική κωμωδία του Μάικλ Λέμαν, υποδύεται τη Βερόνικα, μια ατίθαση νεαρή που βοηθά τον ψυχωτικό φίλο της J.D. (Κρίστιαν Σλέιτερ) να σκοτώσει τις δημοφιλέστερες μαθήτριες του σχολείου. Η ταινία κατατάσσεται αυτομάτως στην κατηγορία «καλτ», η Γουινόνα συνάπτει ένα μίνι ειδύλλιο με τον Σλέιτερ και το Χόλιγουντ έχει ανακαλύψει μια ομορφούλα που πραγματικά ξέρει να παίζει.
Η θητεία της όμως δίπλα στον Μπάρτον δεν έχει ακόμη τελειώσει. Το 1990 ενσαρκώνει τη γλυκιά αγαπημένη του «Ψαλιδοχέρη», ο οποίος φιλοτεχνεί για το χατίρι της αγγέλους από πάγο. Ο Τζόνι Ντεπ, συμπρωταγωνιστής της στην ταινία και σημείο αναφοράς (και αυτός) της Γενιάς Χ, θα είναι ο μεγάλος της έρωτας τουλάχιστον για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Οι κουτσομπόληδες του Χόλιγουντ υποδέχονται το τέλειο ζευγάρι. Η δεκαεννιάχρονη Γουινόνα δεν διστάζει να αρραβωνιαστεί τον καλό της ενώ εκείνος αποκτά το πιο διάσημο τατουάζ στην ιστορία της έβδομης τέχνης. Το «Γουινόνα για πάντα» γίνεται το σήμα κατατεθέν του ειδυλλίου τους και κανείς πια δεν έχει αμφιβολία για τη βιωσιμότητά του.
Οσο για την καριέρα της, αυτή έχει πάρει πια τον δρόμο της. Η συνεργασία της με τη Σερ στις «Γοργόνες» του Ρίτσαρντ Μπέντζαμιν αποδεικνύεται για αμφότερες μια απολαυστική εμπειρία. Η Γουινόνα δηλώνει ότι σε αρκετές δύσκολες στιγμές σκέφτεται πώς θα αντιδρούσε η (φορτωμένη με τόνους σιλικόνης) συμπρωταγωνίστριά της και πράττει ανάλογα. Και από ό,τι φαίνεται θα υπάρξουν πολλές τέτοιες στιγμές. Το τατουάζ στο δέρμα του Ντεπ φαίνεται να υποχωρεί και το χαμόγελο της «πριγκίπισσας» θα σβήσει για αρκετό καιρό.
Εν τω μεταξύ δεν έχει σημειώσει καμία απουσία: «Welcome Home, Roxy Carmichael» του Τζιμ Εϊμπραάμ (1990) και «Νύχτα στη Γη» του Τζιμ Τζάρμους είναι οι μετά-τη-Σερ επιλογές της. Τον Ιανουάριο του 1990 παίρνει το πρώτο αεροπλάνο για τη Ρώμη. Ο Κόπολα την έχει ζητήσει για τον «Νονό ΙΙΙ» και, παρά τις αντιρρήσεις του γιατρού της «υπερκόπωση» και «γρίπη» είναι η διάγνωση , σπεύδει να συναντήσει από κοντά το ιερό τέρας του Χόλιγουντ. Και ενώ οι κάμερες είναι σχεδόν έτοιμες, η Γουινόνα αδυνατεί να σηκωθεί από το κρεβάτι, χάνοντας ίσως έναν από τους μεγαλύτερους ρόλους της καριέρας της. Οι κακές γλώσσες δεν παραλείπουν βέβαια να μιλήσουν για προβλήματα στη σχέση της με τον Ντεπ.
Το ραντεβού με τον Κόπολα ανανεώνεται για το 1992 και τον «Δράκουλα». Και πάλι όμως δεν αποδεικνύεται ιδιαίτερα επιτυχές. Ο σκηνοθέτης δεν διακρίνεται για τις τεχνικές που χρησιμοποιεί με τους ηθοποιούς του και η συμπαθέστατη πρωταγωνίστρια η οποία μάλιστα του βρήκε και το σενάριο της ταινίας πολύ απλά δεν ανέχεται να την αποκαλούν «σκύλα». Οπως θα δηλώσει αργότερα: «Ευτυχώς δεν έχω πια ανάγκη να αποδείξω ότι είμαι η αγαπημένη ηθοποιός του Κόπολα για να κάνω καριέρα. Τώρα πια γνωρίζω ότι μπορώ να έχω τη δική μου γνώμη και να εμπνέω σεβασμό στους άλλους. Τότε όμως ήμουν τόσο τρομοκρατημένη, με έκανε να αισθάνομαι πολύ άσχημα. Και νόμιζα ότι αν αντιδρούσα σε αυτά που μου έλεγε, θα με περνούσαν όλοι για τρελή». «Τα χρόνια της αθωότητας» (1993) και η συνεργασία της με τον Μάρτιν Σκορσέζε θα της επιτρέψουν να αισθανθεί για πρώτη φορά υπερήφανη που είναι ηθοποιός. Η υποψηφιότητα για το Οσκαρ β’ γυναικείου ρόλου θα έρθει να το επιβεβαιώσει.
Την εποχή αυτή θα δώσει και τα πρώτα δείγματα της κοινωνικής της ευαισθητοποίησης. Η απαγωγή της δωδεκάχρονης Πόλι Κλάας από την Πεταλούμα του Σαν Φρανσίσκο, όπου μεγάλωσε και η ίδια, θα την συγκλονίσει. Ρίχνεται μετά μανίας στον αγώνα για την ανεύρεσή της, προσφέρει 200.000 δολάρια σε όποιον συμβάλλει στις προσπάθειες, «προωθεί» την ιστορία στα πρωτοσέλιδα όλων των εφημερίδων. Και σε όσους επιμένουν ότι πρόκειται ξανά για το δαιμόνιο μάρκετινγκ της κινηματογραφικής βιομηχανίας, η Τζοάν Γκάρντνερ του Ιδρύματος Κλάας δίνει την απάντηση: «Θυμάμαι το πρώτο τηλεφώνημά της. Βρισκόταν στο σαλόνι ενός ξενοδοχείου του Λος Αντζελες και έκλαιγε με λυγμούς… Ειδοποίησε όσους ψυχολόγους ήξερε… Ακόμη και κάποιες γνωριμίες από το FBI που είχε… Πάντοτε ήμουν θαυμάστριά της, είναι ένα καταπληκτικό πλασματάκι, αλλά αληθινά με εξέπληξε ο τρόπος που πήρε την κατάσταση στα χέρια της».
Το 1994 αφήνει πίσω τις ταινίες εποχής (η τελευταία θα είναι «Το σπίτι των πνευμάτων») για να φορέσει και πάλι το τζιν της. Το «Reality Bites» του Μπεν Στίλερ, μια ακόμη κωμωδία για «slackers» (όπως αυτοαποκαλούνται οι μεταμοντέρνοι αργόσχολοι της δεκαετίας του ’90), είναι ραμμένη ακριβώς στα μέτρα της. Αλλά και η προσωπική της ζωή έχει ανανεωθεί. Την άνοιξη του 1993 συναντά τον Ντέιβ Πίρνερ, τραγουδιστή του πανκ – μέταλ συγκροτήματος Soul Asylum, ο οποίος μοιάζει να γνωρίζει καλά τη δύναμή της. «Η γοητεία σου είναι ότι δεν ξέρεις ποια είναι η γοητεία σου», θα της πει σε μια κοινή τους συνέντευξη και το φάντασμα του Ντεπ θα εξανεμιστεί διά παντός.
Η ηθοποιός Γουινόνα συνεχίζει ακάθεκτη. Μετά τον ρόλο της Τζο στις κινηματογραφικές «Μικρές Κυρίες», εμφανίζεται δίπλα στον Αλ Πατσίνο στο «Αναζητώντας τον Richard». Οσο για την «πριγκίπισσα» Γουινόνα, όταν καμιά φορά φοβάται ότι το Χόλιγουντ αμαύρωσε τη χλωμή αθωότητά της, καταφεύγει στην προσφιλή της συνταγή. «Ρώτησα δήθεν αδιάφορα τους κολλητούς μου, τον Κέβιν, την Ελεν, τον Ρικ και τη Χέδερ: “Με βρίσκετε ακόμη αγνή;”. Μου απάντησαν όλοι “ναι”. Και τους εμπιστεύομαι».
Για τις ταμπέλες
Τώρα πια αισθάνομαι ότι έχω δική μου ταυτότητα σε αντίθεση με το παρελθόν όπου είχα συνηθίσει να μου λένε οι άλλοι ποια είμαι. Τότε ήμουν η Γουινόνα! Ημουν το παιδί – θαύμα! Ημουν αξιολάτρευτη, σέξι! Μου κολλούσαν ταμπέλες όλη την ώρα· δεν είχα δική μου ζωή, δεν μπορούσα να είμαι τίποτε άλλο από αυτό που έλεγαν οι άλλοι ότι είμαι!
Για τις ατασθαλίες κάποιων συναδέλφων
Ξέρω πολλούς νέους ηθοποιούς που ζουν σε τρώγλες. Εχουν βιβλία πεταμένα παντού στο δωμάτιο και ένα άθλιο στρώμα στο πάτωμα, ενώ στην πραγματικότητα είναι εκατομμυριούχοι. Ζουν έτσι επειδή ντρέπονται. Σου έρχεται να πας και να τους πεις: «Δεν υπάρχει λόγος να ζεις κατ’ αυτόν τον τρόπο για να αποδείξεις ότι είσαι αληθινός, ότι είσαι σκεπτόμενο άτομο». Με προσβάλλει αυτή η συμπεριφορά γιατί ξέρω καλά τι σημαίνει να ζεις μέσα στη φτώχεια και σας διαβεβαιώ ότι δεν είναι ούτε ρομαντικό ούτε κουλ.
Γι’ αυτά που δεν είναι
Ο κόσμος με αντιμετωπίζει σαν ένα παραχαϊδεμένο, προνομιούχο άτομο· η αλήθεια είναι ότι είμαι. Είμαι τώρα. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Οι περισσότεροι έχουν την εντύπωση ότι γεννήθηκα απευθείας μέσα στην οθόνη και ότι απλά αποφάσισα κάποια στιγμή να περπατήσω και στον έξω κόσμο. Συναντώ συχνά ανθρώπους που στενοχωριούνται π.χ. επειδή το αυτοκίνητό τους είναι βρώμικο. Εμείς είχαμε βρύα και λειχήνες μέσα στο αυτοκίνητό μας· όταν, δηλαδή, είχαμε δικό μας αυτοκίνητο!
Για τις σκηνοθέτιδες
Υπάρχει ένας μυστικός κώδικας επικοινωνίας. Είναι διαφορετικό όταν συνεργάζεσαι με μια γυναίκα. Καμιά φορά οι άντρες σκηνοθέτες γενικά, δεν αναφέρομαι σε κάποιον συγκεκριμένα φοβούνται μη σε προσβάλουν με οιονδήποτε τρόπο. Διστάζουν να μιλήσουν για τη σεξουαλικότητα, τον αισθησιασμό. Είναι φοβισμένοι. Σου λένε, για παράδειγμα: «Μη με παρεξηγήσεις, δεν θέλω να σου κάνω καμάκι, γιατί δεν δοκιμάζεις να κάνεις κι αυτό;».
Για το τατουάζ με το όνομά της που έχει ο Τζόνι Ντεπ στο μπράτσο του
Τι θέλετε να πω; Απλά βρίσκεται εκεί, ε και; Αν τον μισούσα, ίσως να έλεγα κάτι. Αν ήμουν ακόμη ερωτευμένη μαζί του, το πιθανότερο θα ήταν να εκσφενδόνιζα κάτι δηλητηριώδες. Είναι πραγματικά καταπληκτικό παιδί, αλλά ειλικρινά αυτό το θέμα δεν το σκέφτομαι καθόλου.
Για τη δυστυχία του να είσαι σταρ
Θυμάμαι πόσο απεχθανόμασταν να μας κυνηγούν όλη την ώρα (σ.σ.: όταν ακόμη ήταν αρραβωνιασμένη με τον Τζόνυ Ντεπ). Ηταν απαίσια, κάθε ημέρα μαθαίναμε είτε ότι απατούσαμε ο ένας τον άλλον είτε ότι τα είχαμε χαλάσει ακόμη και όταν ήμασταν μια χαρά μαζί. Ηταν σαν να είχαμε διαρκώς στ’ αφτί μας ένα κουνούπι να βουίζει…
Για την ντροπή του να είσαι σταρ
Για πολύ καιρό σχεδόν ντρεπόμουν που ήμουν ηθοποιός. Είχα την αίσθηση ότι ήταν επιπόλαιο επάγγελμα. Καμιά φορά πήγαινα με φίλους από το σχολείο σε μια συναυλία και ο κόσμος παρακολουθούσε κάθε κίνησή μου. Δεν σταματούσαν να με σχολιάζουν: «Κοίταξε τα παπούτσια της! Σίγουρα θα έχουν πάνω από 400 δολάρια!». Αυτό με πείραζε πολύ! Προφανώς δεν ήξεραν ότι μεγάλωσα χωρίς καθόλου λεφτά.
Για τα μαλλιά του νυν φίλου της Ντέιβ Πίρνερ
Δεν έχουν κανένα πρόβλημα. Απλά έχει να τα βουρτσίσει εδώ και δέκα χρόνια.
Για τις μικρές κυρίες σαν κι αυτήν
Για κάποιον λόγο το Χόλιγουντ υποτιμά τις νεαρές γυναίκες. Και νομίζω ότι οι ίδιες έχουν πια βαρεθεί να βλέπουν ταινίες με ευτυχισμένες πόρνες. Γνωρίζω πολλές κοπέλες στην ηλικία μου που κάθε φορά αναρωτιούνται: «Γιατί οι γυναίκες εμφανίζονται πάντα σαν φίλες κάποιου; Γιατί δεν είναι έξυπνες; Μήπως νομίζουν στο Χόλιγουντ ότι είμαστε ηλίθιες;».
Για τον Φράνσις Φορντ Κόπολα
Του αρέσει… μμμμμ… να «παίζει» και μάλλον εγώ δεν μπορούσα να εκτιμήσω τους πειραματισμούς του. Οι μέθοδοί του δεν «έπιαναν» σε εμένα. Γίνομαι αληθινά έξαλλη όταν κάποιος μου βάζει τις φωνές.
Για τους παπαράτσι
Εχει τύχει να φθάνω στο αεροδρόμιο και να βρίσκονται γύρω μου καμιά πενηνταριά φωτογράφοι. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που με έβριζαν, που μου φέρονταν σαν να είμαι πόρνη, μόνο και μόνο για να καταφέρουν να με απαθανατίσουν με ένα βλέμμα φρίκης. Γι’ αυτό ακριβώς, ακόμη και όταν παίρνω ταξί, προσέχω πάντα τι λέω γιατί μπορεί την επόμενη ημέρα να δω τα λόγια μου σε όλες τις εφημερίδες.
Για την ολική διαγραφή
Θα ήθελα να μπορούσα κάθε φορά να σβήνω τη ζωή με μια γομολάστιχα, να ξεκινώ από την αρχή…
