Διλήμματα συνείδησης

φιλοσοφία Διλήμματα συνείδησης Η έννοια της ηθικής σε καιρό πολέμου και οι απαρασάλευτες απολυτοκρατικές ηθικές αρχές ΒΑΣΩ ΚΙΝΤΗ Το ευσύνοπτο βιβλίο Ηθικός πόλεμος. Ηθική εν πολέμω περιέχει δύο κείμενα: το ένα με τίτλο «Το βραβείο του κ. Τρούμαν» είναι της αγγλίδας φιλοσόφου Ε. Ανσκομπ, γράφτηκε το 1957 και εκδόθηκε αμέσως σε φυλλάδιο από την ίδια τη συγγραφέα, για να καυτηριαστεί η αναγόρευση του

Διλήμματα συνείδησης

Το ευσύνοπτο βιβλίο Ηθικός πόλεμος. Ηθική εν πολέμω περιέχει δύο κείμενα: το ένα με τίτλο «Το βραβείο του κ. Τρούμαν» είναι της αγγλίδας φιλοσόφου Ε. Ανσκομπ, γράφτηκε το 1957 και εκδόθηκε αμέσως σε φυλλάδιο από την ίδια τη συγγραφέα, για να καυτηριαστεί η αναγόρευση του πρώην προέδρου των ΗΠΑ σε επίτιμο διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης· το άλλο με τίτλο «Πόλεμος και σφαγή» είναι του αμερικανού καθηγητή Φιλοσοφίας στο New York University Τ. Νέιγκελ. Γράφτηκε το 1971, περίοδο που κυριαρχούσαν στην πολιτική σκηνή της Αμερικής όσα συνέβαιναν στο Βιετνάμ. Και τα δύο πραγματεύονται ζητήματα ηθικής που σχετίζονται με τον πόλεμο και δικαιολογούν έτσι τον τίτλο του βιβλίου. Η έννοια του ηθικού πολέμου ή καλύτερα του δίκαιου πολέμου, όπως έχει καθιερωθεί να λέγεται, δεν συζητείται εκτενώς, κυρίως γιατί και οι δύο συγγραφείς θεωρούν δεδομένο ότι υπάρχουν δίκαιοι πόλεμοι, οπότε αυτό που τους απασχολεί περισσότερο είναι να αξιολογήσουν ηθικά συγκεκριμένες πράξεις και να συζητήσουν, πιο γενικά, τι είναι ηθικά επιβεβλημένο να κάνουμε ή να μην κάνουμε εν καιρώ πολέμου. «Οταν δύο έθνη βρίσκονται σε πόλεμο» γράφει η Ε. Ανσκομπ «τουλάχιστον κάποιο απ’ τα δύο έχει άδικο. Αυτό όμως δεν αποδεικνύει πως είναι άδικο να πολεμάς ή πως, όταν πολεμάς, μπορείς κιόλας να δολοφονείς».


Και τα δύο κείμενα απορρίπτουν τον πασιφισμό. Οχι γιατί οι συγγραφείς τους είναι υπέρ της βίας, αλλά γιατί θεωρούν ότι η υιοθέτηση του δόγματος αυτού συσκοτίζει σημαντικές διακρίσεις. Σήμερα θα λέγαμε ότι συσκοτίζει τη διάκριση μεταξύ δίκαιου και άδικου πολέμου. Αφού κάθε πόλεμος είναι κακός, υποστηρίζουν οι πασιφιστές, δεν δικαιολογείται ηθικά καμία εμπλοκή σε μάχη. Την εποχή που έγραφε η Ανσκομπ, αλλά και ο Νέιγκελ, ο πασιφισμός συσκότιζε περισσότερο μια άλλη διάκριση: τη διάκριση ανάμεσα στη δολοφονία και στην αφαίρεση της ζωής στη διάρκεια της πολεμικής αναμέτρησης. Κατά τους συγγραφείς, οι πασιφιστές έλεγαν ότι, αφού στον πόλεμο είσαι υποχρεωμένος να σκοτώνεις, έχεις δηλαδή ήδη «αποδεχθεί ένα κακό», δεν έχει και τόση σημασία πώς και ποιον θα σκοτώσεις. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, ο Τρούμαν που εξολόθρευσε μαζικά αθώους με τη ρίψη των ατομικών βομβών δεν διέφερε ουσιαστικά από τον απλό στρατιώτη. Εκανε και αυτός το καθήκον του.


Σε αυτή την αντίληψη αντιτάσσονται τόσο η Ανσκομπ όσο και ο Νέιγκελ. Αυτό που τους απασχολεί είναι ακριβώς να διαχωρίσουν τη δολοφονία από τους σκοτωμούς γενικά με τους οποίους είναι συνυφασμένος ο πόλεμος. Αυτός που αποσκοπεί στον φόνο, ακόμη και για λόγους αυτοάμυνας, δολοφονεί, ισχυρίζεται η Ανσκομπ, και κατά κανέναν τρόπο δεν δικαιολογείται. Δεν δικαιολογείται, π.χ., αυτός που στήνει δολοφονική παγίδα στο σπίτι του για να εξολοθρεύσει τον κλέφτη. Ούτε επιτρέπεται να σκοτώνονται μαζικά αθώοι εν ονόματι οποιασδήποτε ωφέλειας.


Η Ελίζαμπεθ Ανσκομπ αντιτίθεται σε κάθε δικαιολόγηση του κακού εν ονόματι μιας οσοδήποτε μεγάλης προσδοκώμενης ωφέλειας. Την ίδια στάση έχει ο Τόμας Νέιγκελ. Ο Νέιγκελ δεν θέλει να θέσει περιορισμούς στον πόλεμο επί τη βάσει ωφελιμιστικών κριτηρίων, διότι θεωρεί ότι έτσι μπορεί να δικαιολογηθούν «μεγάλης κλίμακας φόνοι». Θέλει να μη χάσουμε την εμπιστοσύνη μας στις «απολυτοκρατικές μας διαισθήσεις», γιατί συχνά αποτελούν, όπως λέει, «το τελευταίο προγεφύρωμα προ της αβύσσου της ωφελιμιστικής απολογητικής». Μερικά πράγματα, υποστηρίζει, είναι τόσο λάθος, τόσο κακά, που δεν πρέπει ούτε καν να τα θέτουμε σε συζήτηση, αφού δεν μπορούμε κατά κανέναν τρόπο να τα δικαιολογήσουμε. «Η δολοφονία ή ο βασανισμός δεν λέμε απλώς ότι χρειάζονται μιαν ασυνήθιστα ισχυρή υποστήριξη· λέμε ότι δεν πρέπει ποτέ να γίνονται, διότι καμία ποσότητα της προκύπτουσας ωφέλειας δεν θεωρείται ικανή να δικαιολογήσει τέτοια συμπεριφορά απέναντι σ’ ένα πρόσωπο». Ενώ μπορούμε να πούμε σε κάποιον που τον τρυπάμε με την ξιφολόγχη στον πόλεμο «ή εσύ ή εγώ, δεν υπάρχει άλλη λύση», δεν μπορούμε να πούμε σ’ έναν φυλακισμένο «πρέπει να καταλάβεις, είμαι υποχρεωμένος να σου βγάλω τα νύχια, γιατί είναι απαραίτητο να αποκτήσουμε τα ονόματα των συνεργατών σου». Ούτε μπορούμε να πούμε στα θύματα της Χιροσίμα «προσπαθήστε να καταλάβετε, πρέπει να σας αποτεφρώσουμε για να εξαναγκάσουμε την ιαπωνική κυβέρνηση να συνθηκολογήσει». Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν με ενάργεια πόσο προσβάλλουν το ηθικό μας αίσθημα οι ωφελιμιστικές αιτιολογήσεις. Μοιάζουν με προφάσεις εν αμαρτίαις, με προσχήματα, μπροστά στις απαρασάλευτες απολυτοκρατικές ηθικές αρχές.


Ο Νέιγκελ δεν υποστηρίζει ότι οι δύο αυτές μορφές ηθικής πεποίθησης, ο ωφελιμισμός και η απολυτοκρατία, δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Η απολυτοκρατία, ισχυρίζεται, δεν πρέπει να αδιαφορεί για τις συνέπειες των πράξεών μας, ειδικά όταν το ωφελιμιστικό κόστος είναι συντριπτικά βαρύ. Σε μια τέτοια περίπτωση όμως τα πράγματα γίνονται εξαιρετικά δύσκολα. Ο,τι και αν πράξουμε, είτε υποχωρήσουμε στον ωφελιμισμό είτε εμμείνουμε στην απολυτοκρατία, δεν θα αισθανθούμε ότι λύσαμε το ηθικό δίλημμα. Βρισκόμαστε ενώπιον δύο κακών. Και τότε, σε αυτές τις στιγμές δοκιμασίας της ηθικής μας συνείδησης, η ηθική διαπλέκεται με την οντολογία. Καταλαβαίνουμε, λέει ο Νέιγκελ, ότι ο κόσμος, εκτός από άσχημος, μπορεί να είναι και κακός. Μας παγιδεύει σε ανυπέρβλητα αδιέξοδα και δεν μας επιτρέπει να πράξουμε αυτό που είναι ηθικώς ορθό. Κλονίζει την εμπιστοσύνη μας στη φιλοσοφική αρχή που λέει ότι το οφείλω συνεπάγεται το μπορώ.


Και τα δύο κείμενα δίνουν στα θέματα πολιτικής από τα οποία εκκινούν φιλοσοφικό βάθος. Ετσι υπερβαίνουν τη συγκυρία εντός της οποίας γράφτηκαν και μπορούν να μιλήσουν, με ασυνήθιστο, είναι αλήθεια, τρόπο για τα ευρωπαϊκά αφτιά, για ανάλογες σημερινές εμπειρίες. Οπως σημειώνει και ο πάντα άψογος στη μετάφραση και στην επιμέλεια Κ. Κωβαίος στον πρόλογό του, τα κείμενα αυτά θα εκπλήξουν – ευχάριστα ή δυσάρεστα – όσους θεωρούν ότι έχουν σχηματίσει με οριστικό τρόπο τις πεποιθήσεις τους για τον πόλεμο και την ηθική.


Η κυρία Βάσω Κιντή είναι λέκτωρ Φιλοσοφίας στο Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης (ΜΙΘΕ) του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version