Ο ιερός πόλεμος κηρύχθηκε από τον πρόεδρο Σαντάμ Χουσεΐν, μόνο που οι θρησκευτικοί ηγέτες των μουσουλμάνων αντιδρούν σε αυτό το κάλεσμα ο καθένας με διαφορετικό τρόπο. Διαιρεμένοι σε δόγματα και νομικές σχολές οι παραφυάδες του Ισλάμ είναι αναρίθμητες. Οι θέσεις του κάθε θρησκευτικού ηγέτη δεν είναι δεσμευτικές για τους υπολοίπους και αυτό προκαλεί προβλήματα σε κάθε έκφραση των εκπροσώπων του Ισλάμ. Τις περισσότερες δε φορές οι τοποθετήσεις τους εκφράζονται με βάση τα συμφέροντα της δικής τους θρησκευτικής κοινότητας – δόγματος ή αίρεσης – και τις θέσεις της χώρας όπου ζουν. Ετσι σε μια μουσουλμανική χώρα όπως το Κατάρ (εδρεύει ο αμερικανός στρατηγός Τομ Φρανκς) ή η Ιορδανία (που υποστηρίζει εμμέσως τις πολεμικές επιχειρήσεις) δεν υπάρχουν θρησκευτικές αντιδράσεις. Ενδεικτική του τρόπου που λειτουργούν οι θρησκευτικοί ηγέτες των χωρών που στηρίζουν τον πόλεμο είναι η δήλωση του γενικού μουφτή των μουσουλμάνων της Βουλγαρίας Σελίμ Μεχμέτ, άμεσα επηρεασμένη από την πολιτική του πρωθυπουργού της χώρας Συμεών, ο οποίος είπε ότι «ο πόλεμος στο Ιράκ δεν είναι πόλεμος του Ισλάμ, αλλά αποτελεί στρατιωτική επίλυση πολιτικών αντιπαραθέσεων μεταξύ του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν και της συμμαχίας των δημοκρατικών χωρών».
Ο ηγέτης του Ιράν Χαμενεΐ, ο μόνος που έχει το δικαίωμα κήρυξης Τζιχάντ και στον οποίο πρέπει να υπακούσουν όλοι οι σιίτες, έκανε έκκληση για τον τερματισμό του πολέμου, χωρίς ωστόσο να κηρύξει και ιερό πόλεμο. Η ιρανική κυβέρνηση άλλωστε τα τελευταία χρόνια επιχειρεί ένα τεράστιο άνοιγμα. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται οι δημόσιες σχέσεις που καλλιεργούν και με τους χριστιανούς ορθοδόξους. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει ήδη επισκεφθεί την περιοχή και υπάρχει ανοιχτή πρόσκληση και για τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών.
Η Σαουδική Αραβία στις 25 Μαρτίου προέβη σε μια θεαματική κίνηση: απελευθέρωσε τον σεΐχη Σαέντ αλ Ζουεΐρ, ηγετική μορφή του ισλαμιστικού κινήματος για τις μεταρρυθμίσεις, επί οκτώ χρόνια κρατούμενο χωρίς να του έχουν απαγγελθεί κατηγορίες.
Ο Σαντάμ θα μπορούσε να έχει τουλάχιστον την ενίσχυση των ομοδόξων σουνιτών της Αιγύπτου. Πριν από την έναρξη του πολέμου υπήρξε ένα κείμενο του Πανεπιστημίου Αλ Αζάρ του Καΐρου – πρόκειται για το κορυφαίο θρησκευτικό κέντρο σπουδών των σουνιτών -, με το οποίο υπενθύμιζε ότι η Τζιχάντ είναι οφειλή για όλους τους μουσουλμάνους. Λίγες ημέρες αργότερα όμως ο μέγας ιμάμης Μοχάμαντ Σαγέντ Ταντάουι ζήτησε με δήλωσή του να μην προσδιορίζονται οι στρατιωτικές επιχειρήσεις ως «σταυροφορίες» και δεν κήρυξε Τζιχάντ.
Τη θρησκευτική διάσταση του πολέμου αναλύει μιλώντας στο «Βήμα» η αραβολόγος κυρία Αντωνία Δήμου. «Η εκδίωξη του ιρακινού καθεστώτος είναι πιθανό να εδραιώσει τις απόψεις περί συλλογικής αραβικής κατωτερότητας, οι οποίες ενδέχεται να ενισχυθούν από την προπαγανδιστική εκστρατεία που συντελείται στο εσωτερικό αραβικών κρατών και η οποία προβάλλει τον ιρακινό ηγέτη ως προασπιστή του παναραβισμού και πανισλαμισμού. Σε αυτή τη βάση εξηγείται η προσπάθεια του Σαντάμ να κηρύξει ιερό πόλεμο εναντίον των αμερικανικών και βρετανικών δυνάμεων. Παρά το γεγονός ότι κήρυξη ιερού πολέμου μπορεί να κάνει μόνο ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης των σουνιτών και σιιτών. Η παρότρυνση του ιρακινού προέδρου για Τζιχάντ δεν είναι τυχαία καθώς, σύμφωνα με το Κοράνι, ο ιερός πόλεμος είναι επιτρεπτός όταν οι μουσουλμάνοι βρίσκονται σε αυτοάμυνα (Σούρα: Μπάκαρα).
Το γλωσσάρι της Τζιχάντ
Τζιχάντ: Ιερός πόλεμος. Αγώνας για την προάσπιση των δικαίων του Θεού. Δικαίωμα κηρύξεώς του έχουν μόνο ο αγιατολάχ της Περσίας εκ μέρους των σιιτών και εκ μέρους των σουνιτών τον ρόλο αυτόν διεκδικεί ο ιμάμης του Καΐρου. Απαιτεί πραγματική πίστη και έλλειψη εγωιστικών στόχων. Στοχεύει στην ολοκληρωτική εξάλειψη του «Κακού».
Στη διάρκειά του απαγορεύονται: οι σκοτωμοί γυναικών και παιδιών και οι καταστροφές περιουσιών και καλλιεργειών. Βασική επιδίωξη του πολέμου είναι η απόκτηση αιχμαλώτων. Επιβάλλεται η ανθρώπινη μεταχείρισή τους. Μπορούν να απελευθερωθούν μόνο όταν ο πόλεμος τελειώσει (Σούρα: Μοχάμεντ). Η σύναψη ειρήνης επιτρέπεται μόνο όταν νικηθεί ο εχθρός.
Μουτζαχίντ (ενικός): Ο αγωνιστής του ιερού πολέμου.
Τσαχίντ: Ηρωας-μάρτυρας που σκοτώνεται σε μάχη τζιχάντ εναντίον των απίστων.
Φενταγίν: Αντάρτης.
Σαντάμ: Αυτός που μάχεται και αντιστέκεται, ο αγωνιστής.
Χουσεΐν: Ο μικρός αγαπημένος. Ο πρώτος εγγονός του προφήτη Μωάμεθ και γιος του τέταρτου χαλίφη και πρώτου ιμάμη Αλί. Σκοτώθηκε στη μάχη της Καρμπάλα στο σημερινό Νότιο Ιράκ το 680 μ.Χ.
Οι τίτλοι των ηγετών
Αγιατολάχ: Ορος που κυρίως χρησιμοποιείται από τους σιίτες της Περσίας. Ανώτατος βαθμός του σιιτικού κλήρου που σημαίνει «θαυμαστό σημείο από τον Θεό». Ως χαρακτηριστικό υπόδειγμα αγιατολάχ προβάλλεται ο αγιατολάχ Ρουχολάχ (πνεύμα του Θεού) Χομεϊνί, ο οποίος ηγήθηκε της Ισλαμιστικής Ιρανικής Επανάστασης. Σήμερα τη θέση αυτή έχει ο Αλί Χαμενεΐ, στον οποίο όλοι οι σιίτες πρέπει να επιδεικνύουν απόλυτη υπακοή.
Χότζα ουλ ισλάμης: Ο Μέγας Ερμηνευτής και Θεολόγος, διδάσκαλος του σουνιτικού κυρίως Ισλάμ. Ο τίτλος είχε οικουμενική διάσταση και οι θέσεις του Χότζα ουλ ισλάμη ήταν δεσμευτικές για όλους τους μουσουλμάνους ως και την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, η οποία σήμανε και τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Καίριο χτύπημα στον θεσμό, ο οποίος ίσχυε επί αιώνες, έδωσε ο Κεμάλ Ατατούρκ. Εδρευε στην πρωτεύουσα του μεγάλου χαλιφάτου στην Κωνσταντινούπολη κατ’ αντιστοιχία του Οικουμενικού Πατριάρχη των ορθοδόξων και ήταν ο μόνος που μπορούσε να κηρύξει τζιχάντ στην οποία έπρεπε να υπακούσουν όλοι οι μουσουλμάνοι υπήκοοι της μεγάλης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτόν τον ρόλο διεκδικεί σήμερα ο Μέγας Ιμάμης του Καΐρου.
Ιμάμης: Κατέχει κοσμική και πνευματική εξουσία. Πρόκειται για τον ανώτατο βαθμό τον οποίο μπορεί να καταλάβει ένας σουνίτης κληρικός. Η κάθε κοινότητα των πιστών (Ούμα) έχει το δικαίωμα να εκλέξει ελεύθερα τον ιμάμη της, η υποταγή στον οποίο δεν είναι άνευ όρων αλλά μόνο όταν κυβερνά σύμφωνα με τον νόμο.
Σεΐχης: Τίτλος που αποδίδεται κυρίως σε διακεκριμένους θεολόγους του Ισλάμ και ερμηνευτές της σαρία, της παράδοσης δηλαδή της πίστης και του νόμου.
Μουφτής: Πνευματικός ηγέτης με διοικητικές αρμοδιότητες.
«Μόνο η ειρήνη είναι ιερή»
Ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων κ. Αναστάσιος, κορυφαίος καθηγητής Θρησκειολογίας, με δήλωσή του στο «Βήμα» επισημαίνει αυτά που είχε δηλώσει και για τα γεγονότα του Κοσσυφοπεδίου: «Ουδείς έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το άγιο λάδι της θρησκείας για την ενίσχυση της φωτιάς των ενόπλων συγκρούσεων. Η θρησκεία είναι θείο δώρο για να μαλακώνει τις καρδιές, να επουλώνει τις πληγές και να φέρνει ειρηνικά τους ανθρώπους και τους λαούς πλησιέστερα. Στην εποχή μας, προσθέτει, οι θρησκείες έχουν ασφαλώς επιρροή αλλά δεν καθορίζουν τις αποφάσεις των πολιτικών ηγετών, των οικονομικών παραγόντων, τα κριτήρια των καλλιτεχνών, των διανοουμένων, των δημοσιογράφων, όσων τέλος πάντων διαμορφώνουν την κοινή γνώμη. Ευρέα λαϊκά στρώματα σ’ όλες τις χώρες είναι περισσότερο «ποίμνιο» της τηλεόρασης και των πολυεθνικών εταιρειών παρά της θρησκευτικής ηγεσίας… Επανειλημμένως έχει τονιστεί στις διαθρησκειακές συναντήσεις ότι κανείς πόλεμος δεν είναι ιερός, μόνο η ειρήνη είναι ιερή. Κάθε έγκλημα με επίκληση της θρησκείας είναι έγκλημα κατά της ίδιας θρησκείας».