Η επιβράδυνση της ανάπτυξης της Κίνας αποτελεί σήμερα τη μεγαλύτερη απειλή, σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, για την παγκόσμια ανάπτυξη. Η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε, η πιστωτική της επέκταση επιβραδύνθηκε δραματικά και οι τιμές των ακινήτων έπεσαν, με τις πωλήσεις σπιτιών να μειώνονται ετησίως κατά 20%. Δεδομένης της τελμάτωσης που επικρατεί στην ευρωζώνη και λαμβάνοντας υπόψη τις αβέβαιες προοπτικές της Ιαπωνίας, μια πιθανή «ανώμαλη προσγείωση» της Κίνας θα αποτελούσε ισχυρό πλήγμα για την παγκόσμια ζήτηση.
Ολο το ενδιαφέρον εντοπίζεται στο κατά πόσον ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ της Κίνας θα φτάσει το 7,5%, που αποτελεί και τον στόχο της κινεζικής κυβέρνησης. Ωστόσο, ακόμη πιο σημαντικό είναι το κατά πόσον η Κίνα μπορεί να ισορροπήσει ξανά την οικονομία της μέσα στα επόμενα δύο-τρία χρόνια χωρίς να υποστεί μια οικονομική κρίση ή/και μια δραματική οικονομική επιβράδυνση. Υπάρχουν όμως μερικοί παράγοντες που καθιστούν πιθανό αυτό το ενδεχόμενο, με την επιτυχία να μην είναι καθόλου δεδομένη.
Αντιμέτωπη με την οικονομική κρίση του 2008, η Κίνα δημιούργησε μια «πιστωτική έκρηξη» προκειμένου να διατηρήσει το επίπεδο παραγωγής και την ανάπτυξη της εργατικής απασχόλησης. Η πιστοληπτική ικανότητά της εκτινάχθηκε από το 150% του ΑΕΠ της το 2008 στο 250% στα μέσα του 2014, ενώ την ταχύτατη ανάπτυξη των τραπεζικών δανείων συμπλήρωσαν και διάφορες μορφές σκιώδους τραπεζικής πίστωσης. Η στρατηγική αυτή απέδωσε καρπούς και η Κίνα συνέχισε να δημιουργεί 12-13 εκατ. θέσεις αστικής εργασίας ετησίως. Με τις επενδύσεις όμως να αυξάνονται από το 40% στο 47% του ΑΕΠ, η ανάπτυξη κατέληξε να είναι επικίνδυνα ανισόρροπη και εξίσου εξαρτώμενη από τις κατασκευές των υποδομών και την ανάπτυξη της κτηματομεσιτικής αγοράς. Ολες αυτές οι δραστηριότητες ευθύνονται για το 12% της κινεζικής προστιθέμενης αξίας. Στην πραγματικότητα, πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι το 33% της κινεζικής οικονομικής δραστηριότητας βασίζεται στη συνεχιζόμενη υγιή κατάσταση του κτηματομεσιτικού τομέα.

Το δίλημμα της επέμβασης μετά την απότομη πιστωτική έκρηξη

Η Κίνα παλεύει με ένα δίλημμα που είναι κοινό σε όλες τις περιπτώσεις μιας απότομης πιστωτικής έκρηξης. Οσο πιο πολύ διαρκεί η έκρηξη αυτή τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος των χαμένων επενδύσεων, των υπέρογκων «κακών» χρεών, και άρα η πιθανότητα να ενσκήψει μια οικονομική κρίση. Επεμβαίνεις ή απλά διατηρείς τις νέες πιστωτικές προμήθειες και αφήνεις απλήρωτα τα κακά δάνεια;
Το 2014 ήταν μια χρονιά με αμφιταλαντευόμενες πολιτικές αντιδράσεις. Η κεντρική τράπεζα της Κίνας αντιστάθηκε στο ενδεχόμενο γενικών μειώσεων στα επιτόκια ή στα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά. Αλλά στο δεύτερο τέταρτο της χρονιάς ο κινέζος πρωθυπουργός Λι Κετσιάνγκ επανέλαβε τον στόχο του 7,5% ως επιθυμητό ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ της Κίνας, έναν στόχο που τότε υπονομεύθηκε από αρκετά στοχευόμενα μέτρα τόνωσης, κυρίως έναν νέο δανεισμό που θα επικεντρωνόταν σε σιδηροδρόμους, μικρότερες τράπεζες, γεωργία και μικρές επιχειρήσεις.
Αρχικά έσφιξαν και κατόπιν χαλάρωσαν κάποιοι περιορισμοί στην κτηματομεσιτική αγορά, όπως λ.χ. ο περιορισμός των πολλαπλών αγορών και των υψηλά μοχλευμένων επενδύσεων. Τουλάχιστον για τώρα τα επιχειρήματα για περιορισμό και πειθαρχία των αγορών φαίνεται να κερδίζουν στη διένεξη αυτή. Ισως αυτό να αντικατοπτρίζει μια διακριτική στροφή όσον αφορά τον πιο κρίσιμο στόχο. Πρόσφατες ομιλίες του Λι και διαφόρων αναλυτών έχουν υποβαθμίσει τη σημασία ενός συγκεκριμένου αναπτυξιακού στόχου προτιμώντας αντ’ αυτού να δώσουν έμφαση στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στα χαμηλά ποσοστά ανεργίας.
Ευτυχώς οι δημογραφικές αλλαγές καθιστούν ευκολότερη την επαναφορά της ισορροπίας της οικονομίας και της τόνωσης της απασχόλησης σε σημείο ώστε να αποφευχθεί η κοινωνική ένταση. Ο απασχολούμενος πληθυσμός της Κίνας πλέον συρρικνώνεται σιγά-σιγά. Επίσης αναμένεται ότι ο αριθμός των ατόμων ηλικίας 15-30 ετών θα μειωθεί κατά 25% τη δεκαετία 2015-2025. Η αγροτική εργατική δύναμη είναι ακόμη παραπάνω από 300 εκατομμύρια, υπονοώντας πως μεγάλος αριθμός μπορεί ακόμη να μεταναστεύσει στις αστικές περιοχές. Αλλά όσο μεγαλώνει η ηλικία του εργατικού δυναμικού τόσο μειώνεται ο ρυθμός μετανάστευσης.
Στόχος: υψηλότεροι μισθοί, κατανάλωση, ελεγχόμενη ανεργία

Αυξάνοντας τους πραγματικούς μισθούς η Κίνα θα επιχειρήσει αλλαγή πορείας προς μια πιο καταναλωτική οικονομία με ελεγχόμενη ανεργία. Ωστόσο παραμένει ως μέγιστο πρόβλημα αυτό των υπέρογκων χρεών που δημιούργησε η πιστωτική αυτή έκρηξη. Καμία άλλη οικονομία δεν βίωσε ξανά μια τέτοια έκρηξη καταφέρνοντας να αποφύγει μια οικονομική κρίση ή ένα μεγάλο πισωγύρισμα στην ανάπτυξή της.

Οι πιο αισιόδοξοι συχνά ισχυρίζονται ότι για δύο λόγους «η Κίνα είναι τόσο διαφορετική»: πρώτον, πολλά χρέη αφορούν διαφορετικούς «βραχίονες» της κινεζικής κρατικής μηχανής, όπως επιχειρήσεις που ανήκουν στο κράτος ή κρατικές τράπεζες· και, δεύτερον, η κεντρική κυβέρνηση της Κίνας έχει χαμηλό δημόσιο χρέος –μόλις το 22% του ΑΕΠ της στα τέλη του 2013 –και άρα διαθέτει μια σημαντική δημοσιονομική δύναμη.
Με τον οικονομικό τομέα να αντιμετωπίζει έναν μεγάλο αριθμό εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων, η κυβέρνηση θα μπορούσε να επαναλάβει ό,τι έκανε στα τέλη του 1990: να απορροφήσει το κακό χρέος και να επανακεφαλαιοποιήσει τις τράπεζες αντί να αφήσει το ενδεχόμενο μιας χρεοκοπίας και μιας αποτυχίας των τραπεζών να παρασύρουν την οικονομία σε ύφεση. Αλλά, παρότι η Κίνα έχει μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών σε σχέση με άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν πιστωτική έκρηξη, τα ρίσκα παραμένουν μεγάλα.
Το πρόβλημα των κακών δανείων μπορεί να είναι πιο σοβαρό για τις κρατικές επιχειρήσεις, αλλά πάνω από το 50% των νέων επιχειρηματικών δανείων (από το 2010 ως σήμερα) δόθηκαν σε ιδιώτες, κυρίως κατασκευαστές.
Οσο περισσότερο η Κίνα πλησιάζει τον κρατικό στόχο «ενός αποφασιστικού ρόλου για την αγορά» τόσο λιγότερο ισχύει το επιχείρημα περί της «διαφορετικότητας της Κίνας». Η απελευθέρωση των επιτοκίων θα αύξανε τα κόστη δανεισμού για πολλούς υπερχρεωμένους δανειολήπτες και ένας όρος περί «μη διάσωσης» για σκιώδεις τραπεζικές οντότητες το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να παραγάγει αρνητικά αποτελέσματα παρά να τονώσει το ηθικό.
Η Κίνα αδιαμφισβήτητα χρειάζεται να επανισορροπήσει την οικονομία της και να επιβάλει περισσότερη αγοραστική πειθαρχία στο οικονομικό της σύστημα και στις δομές του.
Η δημογραφία μπορεί να δώσει μια χείρα βοηθείας σε αυτή την πρόκληση, αλλά δίχως προσεκτικό σχεδιασμό ενδέχεται να δούμε μεγάλα πισωγυρίσματα στην πορεία.


Ο κ. Adair Turner είναι πρώην πρόεδρος της Βρετανικής Αρχής Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών, καθώς και συνεργάτης στο Ινστιτούτο Νέας Οικονομικής Σκέψης και στο Κέντρο Οικονομικών Σπουδών της Φρανκφούρτης.

HeliosPlus