Εγκλημα και τιμωρία; Μάλιστα. Ανατροπή; Οχι. Για να πέσει το καθεστώς του Ασαντ στη Συρία θα χρειαστούν πολύ περισσότερα από την εκτόξευση μερικών πυραύλων Τόμαχοκ, όπως σχεδιάζουν οι ΗΠΑ. Αναλυτές λένε ότι για να δούμε αλλαγή στην έκβαση του εμφυλίου θα πρέπει να αναπτυχθούν χερσαίες δυνάμεις στο έδαφος, πράγμα που πολύ δύσκολα θα κάνει ο Ομπάμα μετά το Ιράκ, ή να γίνει μια πολιτική διευθέτηση, κάτι που φαντάζει πολύ μακρινό ακόμη.
Περιορισμένα χτυπήματα κατά της Συρίας, όπως αυτά που ίσως θα δούμε τα επόμενα 24ωρα, θα τιμωρήσουν τον Μπασάρ αλ Ασαντ και μάλλον θα τον πείσουν να μη χρησιμοποιήσει χημικά όπλα στο μέλλον.
Αλλά δεν θα αλλάξουν την ισορροπία των δυνάμεων στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, ούτε θα οδηγήσουν, από μόνα τους, στην αλλαγή του καθεστώτος, που είναι ο εκπεφρασμένος στόχος της κυβέρνησης Ομπάμα. Σε αυτό συμφωνούν αναλυτές και ηγέτες της συριακής αντιπολίτευσης.
Ο Ασαντ μπορεί να βασίζεται στο βέτο της Ρωσίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, στη στρατιωτική υποστήριξη του Ιράν και στους μαχητές της Χεζμπολάχ. Από την άλλη πλευρά, η σκιά του Ιράκ πέφτει βαριά για τους Αμερικανούς επάνω από τη Συρία.
Ο Λευκός Οίκος του Ομπάμα δεν είναι καθόλου πρόθυμος να πάρει μέρος με χερσαίες δυνάμεις σε άλλον έναν πόλεμο στη Μέση Ανατολή. Επιπλέον, είναι πολύ καχύποπτος για τους πραγματικούς στόχους των ανταρτών στη Συρία.

«Οι Αμερικανοί δεν θέλουν να δημιουργήσουν χάος και ένα κενό εξουσίας στη Δαμασκό που θα ανοίξει τον δρόμο για την Αλ Κάιντα και τους φανατικούς σουνίτες που έχουν διεισδύσει στις τάξεις των ανταρτών. Η μεγαλύτερη οργάνωσή τους, η Αλ Νούσρα, έχει ανοιχτά δεσμούς με την Αλ Κάιντα»
λέει ο Τζόνα Μπλανκ, πολιτικός αναλυτής στη δεξαμενή σκέψης RAND Corp.

«Κόκκινη γραμμή» τα χημικά
Χειρουργικά, περιορισμένα σε χρονική διάρκεια, χτυπήματα θα σώσουν το κύρος της υπερδύναμης. Ο Ομπάμα προειδοποίησε τον Ασαντ ότι η χρήση χημικών είναι η «κόκκινη γραμμή» και δεν είναι δυνατόν να μην αντιδράσει μετά το μακελειό της 21ης Αυγούστου.

«Αλλά οι πύραυλοι Τόμαχοκ δεν θα αποτρέψουν τον Ασαντ από το να συνεχίσει τον πόλεμο και να εξαπλώνει τη βία στις γειτονικές χώρες. Ο απολογισμός των θυμάτων, η δυνατότητα των τζιχαντιστών να εδραιώσουν την παρουσία τους, η ικανότητα του Ασαντ να έχει ένα μεγάλο τμήμα της χώρας υπό τον έλεγχό του και να συνεχίζει να αποσταθεροποιεί τους γείτονες, όλα αυτά τα πράγματα θα συνεχιστούν και μετά το χτύπημα των ΗΠΑ»
λέει ο Τόνι Μπάντραν, αναλυτής στο Ιδρυμα για την Αμυνα της Δημοκρατίας, στις ΗΠΑ.

Ο στρατηγός Μάρτιν Ντέμπσι, επικεφαλής του γενικού επιτελείου του στρατού των ΗΠΑ, είπε στο Κογκρέσο ότι ο αμερικανικός στρατός μπορεί να καταστρέψει τις συριακές αεροπορικές δυνάμεις. Αλλά προειδοποίησε ότι αυτό θα μπορούσε να κλιμακώσει τις εχθροπραξίες και να οδηγήσει σε περαιτέρω εμπλοκή των ΗΠΑ στη σύγκρουση.

«Για τη Δύση η σχεδόν ακαταμάχητη αίσθηση ότι κάτι πρέπει να γίνει μετά τη φονική επίθεση με τα χημικά συγκρούεται με μια άλλη πραγματικότητα: δεν υπάρχει καμία πορεία δράσης που να είναι ελκυστική ή ακόμα και αποδεκτή με όρους κόστους – κέρδους από μία ενδεχόμενη στρατιωτική εμπλοκή. Ο Ομπάμα γνωρίζει, επίσης ότι η κοινή γνώμη στις ΗΠΑ δεν θέλει άλλη μια δαπανηρή περιπέτεια, με αβέβαια αποτελέσματα, στη Μέση Ανατολή»
γράφει ανάλυση του BBC.



Αμερική και Ρωσία
Οι ΗΠΑ και η Ρωσία έχουν αποτύχει να συγκαλέσουν μια συνάντηση για να διαπραγματευτούν μια πολιτική λύση για τον τερματισμό των εχθροπραξιών.

Αλλά και οι Ρώσοι, τραυματισμένοι από την Τσετσενία, φοβούνται εξίσου την προοπτική ανόδου του ριζοσπαστικού ισλαμισμού στη Συρία.

Γι’ αυτό ορισμένοι παρατηρητές πιστεύουν ότι εξακολουθεί να υπάρχει ένα σημαντικό μέτρο κατανόησης μεταξύ των Ρώσων και των Αμερικανών, των οποίων οι υπουργοί Εξωτερικών αποφάσισαν τον Μάιο να εργαστούν από κοινού για να επιφέρουν την πολιτική διευθέτηση, που όλοι συμφωνούν ότι είναι η μόνη λύση, η οποία όμως αποδεικνύεται διαβολικά δύσκολο να επιτευχθεί

Ετσι δεν αποκλείεται οι τεράστιες πιέσεις που ασκούνται σε όλα τα μέρη μετά τις επιθέσεις χημικών όπλων να οδηγήσουν σε μια δυναμική κίνηση προς τις διαπραγματεύσεις, με επίκεντρο τη Γενεύη τον Οκτώβριο.
Αυτή η προοπτική, όσο μακρινή και αν φαίνεται, είναι η λύση που προκρίνει η Ουάσιγκτον.

Δημοσιεύτηκε στο heliosPlus στις 30 Αυγούστου 2013

HeliosPlus