Ο Σαλβατόρε Λουκάνια, ο πατέρας της σύγχρονης ιταλοαµερικανικής Μαφίας, γεννήθηκε στη Σικελία το 1897 και µετανάστευσε στην Αµερική επτά χρόνια αργότερα.

Στα δέκα του συνελήφθη για πρώτη φορά για µικροκλοπές, ενώ ξεκίνησε και το πρώτο δίκτυο «προστασίας»: για µία-δύο δεκάρες συνόδευε τους εβραίους συµµαθητές του που συχνά έπεφταν θύµατα αντισηµιτικής βίας. Ενας από αυτούς, ο Μάγερ Λάνσκι, αντιστάθηκε στον «µπούλη». Το αποτέλεσµα ήταν τα δύο δεκάχρονα, ο Σικελός και ο εβραίος, να γίνουν αδελφικοί φίλοι. Στην ισόβια συνεργασία τους στηρίχτηκε σε µεγάλο βαθµό η γιγάντωση της υπερατλαντικής «Κόζα Νόστρα».

Το 1916 βρίσκει τον 19χρονο Λουκάνια ηγέτη της θρυλικής συµµορίας των Five Points, αλλά και «απόφοιτο» του αναµορφωτηρίου, όπου είχε καταλήξει για υπόθεση ναρκωτικών. Η αστυνοµία προσπάθησε να τον εµπλέξει σε σειρά τοπικών ξυλοδαρµών και φονικών, αλλά οι υποθέσεις δεν έφτασαν ποτέ στο δικαστήριο. Ετσι, η φήµη του ως «σκληρού» µεγάλωνε συνέχεια στη Νέα Υόρκη. Οπως και για τις άλλες τοπικές µαφίες, έτσι και για τις συµµορίες του «Μεγάλου Μήλου» η ποτοαπαγόρευση του 1919 υπήρξε θεόσταλτο δώρο. Ο Λουκάνια µε την παρέα του – ανερχόµενους νεαρούς µαφιόζους σαν τον Μπάγκσι Σίγκελ, τον Φρανκ Κοστέλο και τον Βίτο Τζενοβέζε – έπεσαν µε τα µούτρα στο λαθρεµπόριο ουίσκι.

Οι επιτυχίες του τον έφεραν σύντοµα στην κορυφή της ισχυρότερης «φαµίλιας» στη χώρα, µε «αρχινονό» τον «Τζο δε Μπος» Μασερία: εκείνος όµως απεχθανόταν τους Σικελούς και προσπάθησε το 1929 να βγάλει τον φιλόδοξο «ντον» από τη µέση. Τότε βαπτίστηκε ο Λουκάνια «Τυχερός Λουτσιάνο»: αν και οι µπράβοι του Μασερία τον ξυλοκόπησαν και τον µαχαίρωσαν στο πρόσωπο πάνω από δέκα φορές, εκείνος επέζησε µε µερικές ουλές και ένα ισοβίως «κρεµασµένο» µάτι.

Ο «Λάκι» Λουτσιάνο γλίτωσε και λίγους µήνες αργότερα συµµάχησε µυστικά µε τον δεύτερο σε ισχύ «νονό» Σαλβατόρε Μαραντζάνο στον αιµατηρό εµφύλιο «πόλεµο των Καστελαµαρέζε» που κράτησε δύο χρόνια. Τελικά, ο «διπλός πράκτορας» Λουτσιάνο µαζί µε τον Σίγκελ εκτέλεσαν τον Μασερία σε µια συνάντηση.

Ο Μαραντζάνο έγινε «capo dei tutti caπ», µε Νο2 τον Λουτσιάνο, αλλά δεν πρόλαβε να το χαρεί: εκτελεστές του «Λάκι» ντυµένοι σαν πράκτορες του FBI µπήκαν στο γραφείο του Μαραντζάνο χωρίς να συναντήσουν αντίσταση και τον δολοφόνησαν. Ο Λουτσιάνο, µαζί µε τον Αλ Καπόνε στο Σικάγο, ήταν πλέον οι βασιλιάδες του οργανωµένου εγκλήµατος: το αλκοόλ νοµιµοποιήθηκε και πάλι, αλλά η πορνεία, τα ναρκωτικά, η προστασία, η τοκογλυφία και ο τζόγος παρέµειναν «δοβλέτια» της Μαφίας.

Οπως και ο Αλ Καπόνε, ο «Σηµαδεµένος», έτσι και ο Λουτσιάνο δεν ήταν συµβατικός αρχινονός: υπό την ηγεσία του κατέρρευσαν τα εθνικά κριτήρια «στρα τολόγησης» και η Μαφία έπαψε να είναι ιταλική υπόθεση. Ταυτόχρονα, οι δύο γκάνγκστερ άρχισαν να χρησιµοποιούν τα συσσωρευµένα πλούτη τους για να αγοράσουν πολιτική επιρροή, να διεισδύσουν στα εργατικά συνδικάτα (λιµενεργάτες, φορτηγατζήδες, αχθοφόροι κ.ά.) και για να κρατήσουν µακριά τους τις λαβίδες του νόµου: είναι χαρακτηριστικό πως σε όλη τη δεκαετία του 1930 το νεοσυσταθέν FBI του Τζέι Εντγκαρ Χούβερ δεν ασχολήθηκε καθόλου µε τη Μαφία, προτιµώντας να καταδιώκει και να δολοφονεί µεµονωµένους ληστές τραπεζών σαν τον Ντίλινγκερ και το ζεύγος «Μπόνι και Κλάιντ».

Παρά ταύτα, η παναµερικανική πλέον φήµη και ισχύς των «νονών» έγινε µπούµερανγκ και η πολιτική τους ασπίδα δεν µπόρεσε να τους σώσει: ο Καπόνε πήγε φυλακή για φοροδιαφυγή, ενώ το 1936 ο πανίσχυρος Λουτσιάνο, ο φόβος και ο τρόµος της Μαφίας, συνελήφθη ως κοινός προαγωγός για ένα µεγάλο κύκλωµα πορνείας και καταδικάστηκε σε 30 χρόνια κάθειρξη. Η δύναµή του όµως ήταν τέτοια ώστε και µέσα από τη φυλακή συνέχισε να ελέγχει το συνδικάτο του εγκλήµατος.

Το ξέσπασµα του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου ήταν «βάλσαµο» για τον έγκλειστο «νονό», ο οποίος ήλεγχε µέσω των διεφθαρµένων συνδικαλιστών λιµάνια και εργοστάσια. Αρχικά, πρότεινε στις Αρχές τη «συνεργασία» της Μαφίας κόντρα σε πιθανούς σαµποτέρ-ναζιστές, µε αντάλλαγµα καλύτερες συνθήκες κράτησης. Ταυτόχρονα, µια σειρά από «περίεργα» περιστατικά σε µεγάλα λιµάνια, όπως εµπρησµοί φορτίων αλλά και η ξαφνική βύθιση του πλοίου «Νορµανδία» στο λιµάνι της Νέας Υόρκης, έπεισαν το 1942 την κυβέρνηση Ρούζβελτ να συνεργαστεί µε τη Μαφία και τον αρχηγό της.

Υπό την «προστασία» του Λουτσιάνο, τα σαµποτάζ σταµάτησαν και ξεκίνησε η «επιχείρηση Υπόκοσµος», κατά την οποία οι Ηνωµένες Πολιτείες χρησιµοποίησαν τις διασυνδέσεις των αµερικανών µαφιόζων στη γενέτειρά τους, τη Σικελία, ώστε να προετοιµάσουν καλύτερα την απόβαση του 1943 στην ιταλική χερσόνησο. Οι σιτσιλιάνοι µαφιόζοι συνεργάστηκαν πρόθυµα καθώς µισούσαν τον Μουσολίνι, ο οποίος στη δεκαετία του 1930 είχε τσακίσει πολλές παραδοσιακές φαµίλιες. Ετσι, η αγγλοαµερικανική εισβολή στη Σικελία έγινε σχεδόν αναίµακτα, σε αντίθεση µε τις αποβάσεις στην κυρίως Ιταλία που βάφτηκαν µε αίµα.

Η συνεργασία αυτή ήταν η «κολυµβήθρα του Σιλωάµ», στην οποία ξεπλύθηκαν όλα τα προηγούµενα αµαρτήµατα του Λουτσιάνο και των άλλων µαφιόζων. Πράγµατι, το 1946 ο «Λάκι» αποφυλακίστηκε για να απελαθεί στην Ιταλία, αλλά διατήρησε µεγάλο µέρος της εξουσίας του ως «αρχινονού» των ΗΠΑ. Στο νέο περιβάλλον του Ψυχρού Πολέµου, η «Κόζα Νόστρα» συνέχισε να συνεργάζεται υπογείως µε τις µυστικές υπηρεσίες πληροφοριών: άλλωστε πολλοί σικελοί και ιταλοί µαφιόζοι ήταν φανατικοί αντικοµµουνιστές και φάνηκαν ιδιαίτερα χρήσιµοι στη διάβρωση των αριστερών οµάδων αντίστασης και των εργατικών συνδικάτων στην Ιταλία. Μαφία, CIA και στελέχη της ιταλικής πολιτικής, των επιχειρήσεων και της Καθολικής Εκκλησίας συνεργάστηκαν έκτοτε για τη δηµιουργία ενός αντικοµµουνιστικού πυρήνα που εκφράστηκε µέσα από µυστικές παραστρατιωτικές οργανώσεις σαν τη Gladio και αργότερα την P2, που κυβέρνησε για δεκαετίες παρασκηνιακά την Ιταλία.

Στον Λουτσιάνο αποδίδεται όµως και η συµµαχία της σικελικής µε την κορσικανική Μαφία, η οποία οδήγησε σε ένα τεράστιο διεθνές δίκτυο εµπορίας ηρωίνης από την Τουρκία µε έδρα στη Μασάλια. Οταν η Τουρκία άρχισε να µειώνει την παραγωγή οπίου, ο Λουτσιάνο και οι κορσικανοί φίλοι του άρχισαν να φέρνουν την ηρωίνη από το Νότιο Βιετνάµ, σε συνεργασία µε άλλους αµερικανούς µαφιόζους, όπως τον Σάντο Τραφικάντε. Ακόµα και πολύ µετά τον θάνατό του, η χρυσοφόρα βιοµηχανία του «χρυσού τριγώνου» συνέχισε να διοχετεύει τεράστιες ποσότητες ηρωίνης στις Ηνωµένες Πολιτείες, στην Ευρώπη και σε άλλες αγορές.

Ο µεγάλος πόθος όµως του Λουτσιάνο να επιστρέψει στην Αµερική και να ανακτήσει τον έλεγχο της Μαφίας δεν ευοδώθηκε ποτέ. Προσπάθησε να στήσει το αρχηγείο του στην Κούβα, αλλά εκδιώχθηκε και από εκεί και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ιταλία. Ταυτόχρονα, η σχέση του µε τον βασικό του συνεργάτη Μάγιερ Λάνσκι ψυχράθηκε, καθώς ο Λουτσιάνο πίστευε ότι ο παιδικός του φίλος τον «έκλεβε» στα µερίδια από τις διάφορες «δουλειές».

Τελικά, στα 65 του ο Λουτσιάνο, ο αναµορφωτής της Μαφίας, υπέστη καρδιακή προσβολή στο αεροδρόµιο της Νάπολι και γύρισε στην αγαπηµένη του Νέα Υόρκη µέσα σε ένα φέρετρο…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ