Η μεγάλη λογοτεχνία της Ρωσίας θεωρείται «βαριά». Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Τολστόϊ, ο Ντοστογιέφσκι ή ο Λέρμοντοφ ζυγίζονται με το καντάρι (αν και το «Πόλεμος και ειρήνη» στην πλήρη του εκδοχή διακρίνεται για το μέγεθός του). Η παραπάνω παρατήρηση ήταν κατά βάση ένας εύσχημος τρόπος για να εξοριστούν οι ρώσοι κλασικοί στη σχολή των «κουλτουριάρηδων», των αργά εξελισσόμενων, δίχως δράση και ανατροπές μυθιστορηματικών κειμένων. Ακόμη και ο πιο φανατικός πολέμιος της ρωσικής κουλτούρας ωστόσο θα δυσκολευόταν να εντάξει στην παραπάνω κατηγορία το «Metro 2033».

 

Το βιβλίο του 32χρονου συγγραφέα Ντμίτρι Γκλουκόφσκι (πρόσφατα και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτης) αποτελεί μια κλασική μετακαταστροφική περιπέτεια: στα υπόγεια του μετρό της Μόσχας τα απομεινάρια της ανθρωπότητας αγωνίζονται για την επιβίωση ενάντια σε ένα μέλλον τερατωδώς απειλητικό. Με 400.000 αντίτυπα στο ενεργητικό του ως σήμερα στη Ρωσία, μια συνέχεια («Metro 2034»), μια έντονη παρουσία στη διαδικτυακή κοινότητα και δικαιώματα μετάφρασης σε 20 γλώσσες αποτελεί τον τελευταίο κρίκο της σύγχρονης αναβίωσης της ρωσικής λογοτεχνίας του φανταστικού.

 

Πριν από τον Γκλουκόφσκι είχε προλάβει να γίνει γνωστός στη Δύση ο Σεργκέι Λουκιανένκο με τους «Φύλακες της Νύχτας» (εκδ. Φανταστικός Κόσμος), πρώτο μέρος μιας τετραλογίας επικού χαρακτήρα για τη μάχη μεταξύ Καλού και Κακού, της οποίας οι πρωταγωνιστές είναι οι Αλλοι (όχι αυτοί του ανεκδότου, αλλά φιγούρες με ροπή στις υπερδυνάμεις και ανάλογες υπερφυσικές φιλοδοξίες.) Δύο από τα τέσσερα βιβλία έχουν ήδη περάσει στον κινηματογράφο με εισπράξεις που υπερβαίνουν τα 70 εκατ. δολάρια, ενώ ένα χολιγουντιανό ριμέικ με τίτλο «Night Watch» είναι ήδη στα σκαριά.

 

Πρόσφατα επανήλθαν στο προσκήνιο και οι Μπόρις και Αρκάντι Στρουγκάτσκι, τέκνα μια παλιότερης γενιάς, των οποίων το «Roadside Picnic», έργο του 1972 που αποτέλεσε τη βάση για το «Στάλκερ» του Αντρέι Ταρκόφσκι, επανεκδόθηκε στα αγγλικά. Στον απόηχο της μεγάλης επιτυχίας του το 2007 ως παιχνιδιού για υπολογιστές με τον τίτλο «S.T.A.L.K.E.R: Shadow of Chernobyl», το συγκεκριμένο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας ζει έναν επιτυχημένο δεύτερο βίο. Με τον ίδιο τρόπο τα «Night Watch»  και «Metro 2033» είχαν μεταφερθεί στο χώρο του gaming (το 2005 και το 2010 αντίστοιχα) – ήταν άλλωστε η δημοφιλία τους μεταξύ της κοινότητας των παικτών και τα συγκοινωνούντα δοχεία με εκείνες των αναγνωστών της επιστημονικής φαντασίας που υποβοήθησαν το άλμα προς τις βιβλιοθήκες.

 

Τα πολυπληθή παραπάνω δίκτυα είναι βέβαιο ότι κάνουν πολλούς δυτικούς εκδοτικούς οίκους (και game developers) να ονειρεύονται, κατά το καθαγιασμένο πρότυπο του Σκρουτζ Μακ Ντακ, κέρδη υπό μορφήν χαρτονομισμάτων. Ο στρατός της λογοτεχνίας του φανταστικού μόλις απέκτησε ρωσικές ενισχύσεις.