Aν έλεγα στη γιαγιά µου ότι τα κεφτεδάκια ταιριάζουν τρελά µε µαρµελάδα από φρούτα του δάσους (lingonberry), θα θεωρούσε ότι λάλησα. Αν δεν καταγόταν, όµως, από την Τήνο, αλλά από τη Σουηδία, οπότε δεν θα την έλεγαν Ζαµπέτα (η κακόηχη, νησιώτικη εκδοχή τού «Ελισάβετ»), αλλά Ουλρίκα (όχι ότι ακούγεται καλύτερo), δεν θα υπήρχε περίπτωση να µου σερβίρει τα παραδοσιακά κεφτεδάκια της χωρίς τη συνοδεία πουρέ (πάλι θα διαφωνούσε η γιαγιά Ζαµπέτα, που τα ήθελε µε πατάτες τηγανητές) και γλυκόξινης lingonberry sauce. Επιπλέον, η γιαγιά Ουλρίκα θα τα είχε περιχύσει και µε λευκή σάλτσα, παρασκευασµένη από το ζουµάκι που µένει από το τηγάνισµα, µε την προσθήκη γάλακτος (ή κρέµας γάλακτος). Ενώ η γιαγιά Ζαµπέτα, αν τους έβαζε σάλτσα, θα ήταν κόκκινη και τότε θα τα έλεγε «σουτζουκάκια» (προσθέτοντας κύµινο και σκόρδο, αφαιρώντας τον δυόσµο, βρέχοντας το ψωµί σε κρασί κόκκινο). Η γιαγιά Ουλρίκα, πάλι, θα µούλιαζε το δικό της ψωµί σε γάλα προτού το προσθέσει στο µείγµα από µοσχαρίσιο και χοιρινό κιµά.

Λεπτοµέρειες, θα µου πείτε, που κάνουν όµως τη διαφορά. Γιατί τα διάσηµα σουηδικά κεφτεδάκια διαφέρουν πολύ σε γεύση και εµφάνιση από τους µεσογειακούς κεφτέδες µας. Γάλα, λευκό πιπέρι, και οι «θησαυροί του δάσους» από δίπλα, συνθέτουν ένα… άλλης λογικής, αλλά γευστικότατο και για εµάς, που έχουµε µάθει τους κεφτέδες αλλιώς, πιάτο. Γι’ αυτό τα καλοδεχτήκαµε, όταν µας τα σύστησε γνωστό σουηδικό πολυκατάστηµα. Αλλο, όµως, να τα τρως στη φαστ-φούντ εκδοχή τους και άλλο στο ατµοσφαιρικό Pelikan της Στοκχόλµης (Blekingegatan 40), εστιατόριο που παινεύεται για την τεσσάρων αιώνων ιστορία του. Ιδρύθηκε, λέει, στην Gamla Stan (παλιά πόλη) κάπου στα 1660 από τον Χανς Κρον και έκτοτε µετακόµισε σε διάφορες περιοχές για να καταλήξει στη σηµερινή γειτονιά του.

Εκεί το ανακάλυψα ένα παγωµένο απόγευµα. Ηµι-αρ ντεκό στυλ στη µεγάλη αίθουσα, τραπέζια και καρέκλες από βαρύ καλοβερνικωµένο ξύλο, από ξύλο επενδεδυµένοι και οι τοίχοι, ρετρό πλακάκια στο πάτωµα, λευκά κεριά αναµµένα παντού, ένας επιβλητικός πίνακας µε µια βάρκα στη φουρτουνιασµένη θάλασσα, παρέες Σουηδών που µιλούσαν ψιθυριστά και πιάτα αχνιστά να πηγαινοέρχονται στα χέρια τού επίσης αθόρυβου και άκρως εξυπηρετικού προσωπικού. Ψητή άλκη (κάθε τόπος και τα κρέατά του), παϊδάκια µε κόκκινο λάχανο και πουρέ µήλου, και τρία είδη µουστάρδας και οι µοσχοµυριστοί κεφτέδες µου – τους φέρνω στο µυαλό µου, ολοστρόγγυλους και αχνιστούς, και δακρύζω από συγκίνηση. Εξω σκοτάδι πηχτό, χιόνι, και µια παγωµένη αίσθηση µοναξιάς. Εγώ, εκεί µέσα, πανευτυχής. Με καλή παρέα και καλό φαγητό. Και στα δικά σας!


Σας έχω και τη συνταγή

Υλικά (για 6-8 άτοµα)

  • 3 κ.σ. κρεµµύδι, ψιλοκοµµένο
  • 1 κ.σ. βούτυρο
  • 1 κιλό κιµάς (µισός µοσχαρίσιος, µισός χοιρινός)
  • 1 φλ. γάλα
  • ½ φλ. ψίχουλα
  • 1 αβγό
  • αλάτι, λευκό πιπέρι και άλλα µπαχαρικά της αρεσκείας σας (κύµινο, µοσχοκάρυδο, ρίγανη)
  • 2 κ.σ. έ.π. ελαιόλαδο ή λίγο βούτυρο (για το τηγάνισµα)

Για τη λευκή σως

  • 3/4φλ. κρέµα γάλακτος
  • αλάτι και λευκό πιπέρι
  • 1 κ.σ. αλεύρι

Εκτέλεση

Σοτάρουµε το κρεµµύδι στο βούτυρο ώσπου να γίνει διάφανο. Το προσθέτουµε στον κιµά. Μουσκεύουµε στο γάλα τα ψίχουλα. Ακολούθως τα προσθέτουµε στον κιµά, µαζί µε τα υπόλοιπα υλικά. Ζυµώνουµε καλά. Αφήνουµε το µείγµα να ξεκουραστεί στο ψυγείο για 1 ώρα. Πλάθουµε κεφτεδάκια και τα τηγανίζουµε σε ελάχιστο βούτυρο ή ελαιόλαδο. Φτιάχνουµε τη σος, ζεσταίνοντας τους χυµούς που έχουν αποµείνει στο τηγάνι, προσθέτοντας κρέµα γάλακτος, αλάτι και άσπρο πιπέρι και δένοντας µε το αλεύρι. Σερβίρουµε, περιχύνουµε µε την άσπρη σάλτσα και συνοδεύουµε µε πουρέ πατάτας και σος από lingonberry.