Oλες οι προσπαθειες να ξεφυγεις από τον εαυτό σου είναι ανώφελες. Ο Πολ Οστερ, μετά τις σπουδές του στην αγγλική λογοτεχνία, στο Κολούμπια, δούλεψε σε πετρελαιοφόρο για να βρει τα χρήματα να πάει στο Παρίσι. Εκεί έμεινε για τέσσερα χρόνια κάνοντας μεροκάματα «σε παράξενες δουλειές» και μεταφράζοντας ταυτόχρονα γάλλους ποιητές. Στα 27 του χρόνια γύρισε στη Νέα Υόρκη «έχοντας περιουσία 9 δολάρια» και έδωσε σε έναν εκδοτικό οίκο δύο ολιγοσέλιδες ποιητικές συλλογές, οι οποίες απέσπασαν πολύ καλές κριτικές. Το 1984 γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα, τη «Γυάλινη πόλη», το οποίο απέρριψαν 17 εκδοτικοί οίκοι προτού τελικά το δεχτεί ένας ασήμαντος εκδοτικός, ο Sun and Moon, για να το εκδώσει το 1985. Το βιβλίο γίνεται μπεστ σέλερ και έτσι ο Πολ Οστερ δεν μπόρεσε ποτέ να ξεφύγει από τον εαυτό του. Εγινε ο μεγαλύτερος αμερικανός συγγραφέας της γενιάς του. Πολυβραβευμένος, μεταξύ άλλων, και για τα εμβληματικά «Λεβιάθαν» και «Τριλογία της Νέας Υόρκης».

Σήμερα, ο 65χρονος συγγραφέας, ποιητής και σεναριογράφος ταινιών («Ο καπνός», «Λίγος καπνός ακόμα», «Ερωτευμένοι ως την αιωνιότητα») ζει στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Τηλεφωνηθήκαμε πρωί, προτού φύγει για το μικρό διαμέρισμα στο Μανχάταν όπου πηγαίνει εδώ και δεκαετίες για να γράψει.

Χρησιμοποιείτε συχνά ελληνικές λέξεις – «έμφασις», «έκφρασις» και «μεταφορά». «Η κοινή λογική και η μνήμη δεν έχουν χαθεί στους συγγραφείς του κόσμου. Η αρχαία Ελλάδα έδωσε όλη τη δυτική κουλτούρα. Είναι αδύνατον να σκεφτείς ή να γράψεις χωρίς με κάποιον τρόπο να απευθυνθείς στο ελληνικό πνεύμα. Αυτό ισχύει για όλους μας».

Δεν γίνεται, όμως, να διαστρεβλώνεις το νόημα των λέξεων επί μακρόν χωρίς τελικά να πληρώσεις κάποιο τίμημα. Και οι πιο εκπορνευόμενες λέξεις παγκοσμίως φαίνεται να είναι η «δημοκρατία» και η «ελευθερία». «Ετσι είναι. Στην Αμερική έχουμε κάνει ακριβώς αυτό το πράγμα. Ο πόλεμος στο Ιράκ: οκτώ χρόνια σφαγές ανθρώπων στο όνομα της “ελευθερίας” και της “δημοκρατίας”».

Και στο εσωτερικό της χώρας σας, όμως, στο όνομα των δύο αυτών λέξεων, πωλούνται ελεύθερα τα όπλα. «Η Αμερική υπήρξε για μεγάλο διάστημα ένα θλιβερό μέρος με διάφορες συγκρούσεις. Ωστόσο, αυτό που με θυμώνει περισσότερο είναι η απόλυτη έλλειψη λογικής της κοινωνίας μας. Δεν είμαστε οι μόνοι παράλογοι, στις περισσότερες κοινωνίες παγκόσμια υπάρχει κάποια μορφή παραλογισμού, αλλά όταν αντιμετωπίζεις ένα πρόβλημα όπως αυτό με τα όπλα, γίνεται πια εξόφθαλμο ότι δεν είναι θέμα ελευθερίας, είναι ζήτημα του κοινού καλού. Οταν τα όπλα είναι διαθέσιμα στις ποσότητες με τις οποίες είναι διαθέσιμα στην Αμερική, τότε κάποιοι άνθρωποι θα τα πάρουν και θα τα χρησιμοποιήσουν. Στις ΗΠΑ σκοτώνονται από όπλα περίπου 40.000 άνθρωποι τον χρόνο, ενώ στον πόλεμο του Βιετνάμ σκοτώθηκαν 50.000 στρατιώτες. Και μόνο το γεγονός ότι εξακολουθούν να σκέφτονται αν θα αλλάξουν τον νόμο δείχνει το μέγεθος του παραλογισμού. Το λόμπι των όπλων είναι τόσο ισχυρό, ώστε είναι πολύ δύσκολο για τους πολιτικούς να του εναντιωθούν. Είμαστε ιδεολογικά διχασμένοι για το θέμα».

Εχετε ελπίδα ότι ο Ομπάμα θα λύσει το θέμα; «Νομίζω ότι κάνει το καλύτερο που μπορεί. Οφείλω να ομολογήσω ότι θαυμάζω πολύ τον Ομπάμα, προσπαθεί κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, γιατί χωρίς συνεργασία από τη Βουλή των Αντιπροσώπων είναι αδύνατον να κάνει κάτι. Πιστεύω, όμως, ότι θα κάνει κάτι για το θέμα των όπλων».

Ολες οι γενιές πιστεύουν ότι θα αλλάξουν τον κόσμο. Η δική σας γενιά σκεπτόμενων ανθρώπων στις Ηνωμένες Πολιτείες ξέρει ότι δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Επειδή, όμως, οι ΗΠΑ είναι υπερδύναμη, ίσως έχετε ένα ακόμη πιο σπουδαίο καθήκον, να μην αφήσετε τον κόσμο να γίνει χειρότερος. Νιώθετε αυτό το καθήκον; «Εχετε απόλυτο δίκιο. Συμφωνώ απόλυτα σε αυτό. Αυτή ήταν η σκέψη μου και ο φόβος μου στις τελευταίες εκλογές. Κάποια στιγμή είχα πραγματικά φοβηθεί ότι θα εκλεγόταν ο Ρόμνεϊ, ο οποίος θα μας πήγαινε πίσω και θα έφερνε πολύ μεγαλύτερο χάος στη χώρα, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Αντίθετα, πίστευα ότι αν εκλεγεί ο Ομπάμα, τα πράγματα θα παρέμεναν λίγο-πολύ τα ίδια, όχι καλύτερα, αλλά σίγουρα δεν θα γίνονταν χειρότερα. Αυτό δημιουργεί μια ιδιότυπη χαρά ότι τουλάχιστον τα πράγματα δεν θα πάνε χειρότερα».

Δεν είναι πολύ απογοητευτικό αυτό όταν συμβαίνει στις μεγάλες χώρες, ο οποίες επηρεάζουν τις γενικότερες εξελίξεις; «Αυτό είναι ένα βασικό μας ελάττωμα εδώ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια χώρα με τόσο εκπληκτική ενέργεια και δύναμη στις τέχνες, στα γράμματα και στις επιστήμες που, για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω βρει άλλο τέτοιο μέρος στον κόσμο. Από την άλλη, έχουμε τόσο πολλά ελαττώματα ως λαός, ώστε δεν μπορούμε να διοχετεύσουμε σωστά την ενέργειά μας και να κάνουμε τα πολύ σπουδαία πράγματα που πιστεύω ότι μπορούμε».

«Κάθε τοίχος είναι και μια πόρτα εξόδου. Αν βρίσκεις μπροστά σου τοίχο, πρέπει να τον σπάσεις» λένε. Συμφωνείτε; «Συμφωνώ. Αν μπορείς, βέβαια, γιατί υπάρχουν και χαρακτήρες οι οποίοι δεν μπορούν να το κάνουν. Ομως, για έναν μαγικό λόγο, δεν υπάρχουν λαοί που να μην μπορούν να το κάνουν».

Το τελευταίο βιβλίο σας (σ.σ.: «Winter Journal») είναι ένα είδος αναμνήσεων από τη ζωή σας. Η μνήμη, όμως, δεν είναι σχεδόν πάντα λίγο υποκειμενική; «Η μνήμη είναι μια πολύ παράξενη υπόθεση. Θυμάσαι ό,τι θυμάσαι να θυμηθείς».

Υπάρχει κάτι που να θυμάστε με ακρίβεια και σιγουριά; «Αρκετά πράγματα. Στο τελευταίο βιβλίο μου, λόγου χάρη, έχω βάλει αυτή την πόρνη, τη Σάντρα, την οποία συνάντησα πριν από πολλά χρόνια στο Παρίσι».

Είναι εκείνη που απήγγελλε ποιήματα του Μποντλέρ περιμένοντας να βρει πελάτη; «Ναι, αυτή είναι μια πραγματική σκηνή. Μια από τις πιο μαγευτικές αναμνήσεις στη ζωή μου. Να απαγγέλλεις από μνήμης Μποντλέρ ενώ κάνεις πιάτσα; Δεν θα μπορούσα ποτέ να τη φανταστώ αυτή τη σκηνή για να τη γράψω».

Για έναν συγγραφέα είναι πιο πιθανό να φανταστεί ακραίες σκηνές και να τις γράψει ή να τις συναντήσει στον δρόμο; «Στον δρόμο μπορεί να συναντήσεις πάντα περισσότερα από όσα μπορείς να φανταστείς».

Στα βιβλία σας χρησιμοποιείτε διαρκώς τις πιθανότητες και τις συμπτώσεις. Πιστεύετε ότι αυτές είναι τα δύο κυρίαρχα υλικά της καθημερινότητάς μας; «Είναι ένα κομμάτι της. Πρέπει, όμως, κάποιος να έχει διαρκώς στο μυαλό του ότι μπορεί να συμβούν, γιατί αλλιώς, αν τον βρουν εντελώς απροετοίμαστο, μπορούν να γίνουν μια αρνητική δύναμη. Ετσι κι αλλιώς, υπάρχει η κοινή και η φιλοσοφική χρήση τής οποιασδήποτε λέξης. Η κοινή χρήση, που λέει ότι οι συμπτώσεις – ιδίως οι κακές – θα μπορούσαν και να μη συμβούν, και η φιλοσοφική, που λέει ότι χωρίς αυτές δεν προχωράει η ζωή».

Ποια ήταν η δική σας σημαντική σύμπτωση που σας οδήγησε να γίνετε συγγραφέας; «Νομίζω, όταν συμπτωματικά, στη σωστή ηλικία, στα 15 μου, διάβασα το “Εγκλημα και τιμωρία’’. Θυμάμαι ότι το διάβαζα και ίδρωνα».

Δεν είναι παράξενο που αυτό συνέβη σε έναν νεαρό Αμερικανό διαβάζοντας έναν ρώσο συγγραφέα πριν από 50 χρόνια; «Αυτή είναι η δύναμη της λογοτεχνίας. Διαπερνά και τα σύνορα και τον χρόνο. Για παράδειγμα, πώς γίνεται σε όλον τον κόσμο να διαβάζουμε ακόμη Ομηρο; Είναι επειδή έχει τόσο λεπτά νοήματα, τα οποία αφορούν την ανθρώπινη εμπειρία παντού και πάντα. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και με τον Ντοστογέφσκι».

Σε όλα τα μυθιστορήματά σας υπάρχουν χαρακτήρες οι οποίοι έχουν καταστραφεί από κάποια κρίση, προσωπική ή γενικότερη, αλλά πάντα καταφέρνουν να ξανασταθούν στα πόδια τους. Είναι κάποια εμμονή σας; «Δυστυχώς, ο μόνος τρόπος για να ανακαλύψουμε ποιοι πραγματικά είμαστε ως χαρακτήρες είναι μέσα στις μεγάλες προσωπικές ή γενικότερες κρίσεις. Μόνο βλέποντας πώς αντιδρούμε στον κίνδυνο, στη θλίψη, στη βία και σε όλα αυτά που προκαλούν οι κρίσεις ανακαλύπτουμε τι πραγματικά έχουμε μέσα μας. Οταν τα πάντα είναι ήρεμα, δεν δοκιμάζεται πραγματικά ο εαυτός σου. Στις κρίσεις ανακαλύπτεις τα πραγματικά σου όρια και μόνο όταν τα μάθεις είσαι έτοιμος να τα επεκτείνεις».

Ποιο είναι το μεγαλύτερο μειονέκτημα που μπορεί να έχει κάποιος στη στάση ζωής του; «Πιστεύω ότι το χειρότερο πράγμα για έναν άνθρωπο είναι να αντιμετωπίζει τη ζωή και τους ανθρώπους με πικρία. Αντικειμενικά, η ζωή μας είναι πολύ μικρή και αν την αντιμετωπίζεις με μια πικρή ματιά, χάνεις και αυτό το λίγο που έχεις να ζήσεις. Η πικρία είναι αρνητικός τρόπος ύπαρξης. Συμπτωματικά, χθες το βράδυ, είδα την ταινία “Λίνκολν’’ η οποία μου άρεσε πάρα πολύ, παρ’ ότι δεν μου αρέσει καθόλου ο Σπίλμπεργκ».

Με τον Ντάνιελ Ντέι Λούις; «Ναι, και είναι καταπληκτικός σε αυτόν τον ρόλο. Στην ταινία, λοιπόν, υπάρχει κάτι το οποίο σχετίζεται με αυτό που συζητάμε τώρα. Ο Λίνκολν είχε τέσσερις γιους από τους οποίους οι δύο πέθαναν, ο ένας πολύ νέος, στο ξεκίνημα του εμφυλίου. Η γυναίκα του Λίνκολν, Μαίρη Τοντ, θρηνούσε επί μήνες και της φαινόταν αδύνατον να ζήσει. Σε μια σκηνή μεταξύ των δύο, κουβεντιάζουν για το πώς πρέπει τελικά να ξεπερνάς κάτι που σε θλίβει, επειδή αλλιώς, στο τέλος, αν δεν το ξεπεράσεις, καταλήγει μια εγωιστική συμπεριφορά απέναντι στους άλλους».

Βέβαια, η λέξη «επίλογος» στις ανθρώπινες σχέσεις είναι πολύ δύσκολη υπόθεση. «Είναι αποκρουστική. Κυρίως όταν αφορά μια πολύ μεγάλη απώλεια, γιατί παίρνει χρόνια να τη συνηθίσεις, και ποτέ δεν πρόκειται να είσαι ξανά ο ίδιος άνθρωπος».

Υπάρχει μια φιλοσοφική ερώτηση την οποία φοβάστε ότι δεν θα απαντήσετε ποτέ; «Να σας εξομολογηθώ ότι ακόμη μένουν αναπάντητες οι ερωτήσεις που έθετα στον εαυτό μου από οκτώ χρόνων. Δεν έχω απαντήσει στο βασικό ερώτημα που έβαζα στον εαυτό μου από παιδί, “γιατί είμαι εδώ;”».

Οπως ο στίχος ενός αμερικανού ποιητή που λέει: «Γεράματα! Τι παράξενο πράγμα είναι αυτό που συμβαίνει ξαφνικά σε ένα μικρό αγόρι». Εχετε σκεφτεί τη στιγμή που θα σταματήσετε να γράφετε; «Αρκετές φορές μού έχει έρθει στο μυαλό. Μου συμβαίνει, όμως, το εξής: κάθε φορά που γράφω ένα βιβλίο, έχω ήδη στο μυαλό μου και το επόμενο. Δηλαδή γράφω έχοντας δύο βιβλία στο μυαλό μου. Οπότε και τώρα που γράφω υπάρχει και το επόμενο βιβλίο στο κεφάλι μου, άρα το τωρινό αποκλείεται να είναι το τελευταίο».

Αντί τελευταίας ερώτησης, θα μοιραστείτε απλώς μια σκέψη σας μαζί μας; «Υπάρχει μια σκέψη την οποία έκανα στα 20 μου και ήταν τελικά καταλυτική, αφού με ακολούθησε σε όλη τη ζωή μου ως συγγραφέα και ως άνθρωπο. Είναι δύο προτάσεις: “Ο κόσμος όλος βρίσκεται μέσα στο κεφάλι μου”. “Το σώμα μου βρίσκεται μέσα στον κόσμο”. Αυτή η δυϊκότητα και το παράδοξο που υπάρχει στην ανθρώπινη ζωή περιγράφει το ποιοι είμαστε πραγματικά».