Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η ναζιστική Γερμανία χρησιμοποίησε το δημοφιλές άθλημα του ποδοσφαίρου για προπαγανδιστικούς λόγους. Ηταν ένας τρόπος ώστε οι κατακτητές να δώσουν ακόμη μεγαλύτερη έμφαση σε αυτό ακριβώς που ήταν: κατακτητές. Μόνο που όταν στο ποδόσφαιρο –όπως άλλωστε και σε κάθε άθλημα –το παιχνίδι παίζεται επί ίσοις όροις, ο κατακτητής δεν είναι απαραιτήτως ο νικητής. Η πιο θρυλική, ιστορική ποδοσφαιρική ήττα της Γερμανίας ενώ ο πόλεμος μαινόταν ήταν εκείνη απέναντι στους Ουκρανούς. Παίζοντας εναντίον παικτών της πανίσχυρης τότε Ντινάμο Κιέβου (και κάποιων της Λοκομοτίβ Κιέβου) η γερμανική ομάδα Φλάκελφ της Λούφτβαφε δεν έχασε μόνο έναν αλλά δύο αγώνες. Στον πρώτο αγώνα οι Γερμανοί έχασαν 5-0 και στον δεύτερο, με διαιτητή αξιωματικό των SS, 5-3! Η χαρά της νίκης δεν διήρκεσε πολύ. Το νικηφόρο αποτέλεσμα είχε τραγικές συνέπειες για τους Ουκρανούς. Ολοι οι ποδοσφαιριστές που έπαιξαν στους αγώνες κατά των Γερμανών εστάλησαν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων μέσα στα οποία αρκετοί δεν κατάφεραν να επιβιώσουν.
Εμπνευση για σκηνοθέτες


Η αληθινή αυτή ιστορία έχει εμπνεύσει τον κινηματογράφο. Το 1963 ο ούγγρος σκηνοθέτης Ζόλταν Φάμπρι τη μετέφερε παραλλαγμένη ως «Δύο ημίχρονα στην Κόλαση» («Ket felido a pokolban»). Στην ταινία ο αγώνας ανάμεσα στους Γερμανούς και στους ρώσους αιχμαλώτους πολέμου γίνεται με αφορμή τα γενέθλια του Αδόλφου Χίτλερ, αλλά για δραματουργικούς λόγους το σενάριο άλλαξε και μετά τη νίκη των Ουκρανών οι νικητές εκτελέστηκαν ένας προς έναν. Η ταινία παραμένει μία από τις πιο χαρακτηριστικές «ταινίες ποδοσφαίρου», αν και το ποδόσφαιρο δεν ήταν παρά το πρόσχημα για μια ιστορία ηρωισμού και αυτοθυσίας.
Την ίδια ακριβώς λογική, αν και με πιο χαρμόσυνο φινάλε, ακολούθησε το 1981 ο κορυφαίος αμερικανός σκηνοθέτης Τζον Χιούστον (1906-1987) όταν υπέγραψε τη δική του, επίσης παραλλαγμένη, εκδοχή επάνω στο ίδιο θέμα. Η «Μεγάλη απόδραση των 11» («Escape to victory») μπορεί να μην είναι μια σπουδαία ταινία, είναι όμως ίσως η πιο διάσημη ταινία ποδοσφαίρου στην ιστορία του κινηματογράφου και η πρώτη που έρχεται στο μυαλό όταν γίνεται συνδυασμός σελιλόιντ και στρογγυλής θεάς.
Στο σενάριο των Τζόρτζι Μιλίτσεβιτς, Τζεφ Μαγκουάιρ, Ιβαν Τζόουνς και Γιάμπο Γιαμπλόνσκι παρακολουθούμε την ιστορία μιας ομάδας ποδοσφαιριστών από όλον τον κόσμο οι οποίοι ως αιχμάλωτοι των Γερμανών σε γαλλικό έδαφος καλούνται να αντιμετωπίσουν τους Γερμανούς στο γήπεδο. Ενώ όμως ο φανατικός ποδοσφαιρόφιλος, ο ίδιος πρώην ποδοσφαιριστής και μέσα του αντιναζιστής διοικητής του στρατοπέδου (Μαξ φον Σίντοφ) επιθυμεί έναν δίκαιο αγώνα που θα προβάλει την ομορφιά του αθλήματος και την αξία του θεμιτού συναγωνισμού, δεν γνωρίζει τους πραγματικούς στόχους των ανωτέρων του: η Γερμανία πρέπει πάση θυσία να νικήσει. Δεν ξέρει επίσης ότι για τους Συμμάχους το παιχνίδι αποτελεί μια «βιτρίνα» εφόσον παράλληλα έχει στηθεί ένα σχέδιο απόδρασης των αιχμαλώτων παικτών από το γήπεδο στο ημίχρονο.
Επάνω σε αυτόν τον καμβά ο Χιούστον έχτισε μια ιδιαιτέρως γλαφυρή περιπέτεια που θυμίζει λίγο τη «Μεγάλη απόδραση» αλλά που στον πυρήνα της έχει μια στρογγυλή καρδιά, καμία άλλη από τη στρογγυλή θεά.
Η ομάδα των Συμμάχων


Το στοίχημα σε μια τέτοια ταινία είναι η σύνθεση της ομάδας και το γεγονός ότι αληθινοί παίκτες συμμετείχαν στη «Μεγάλη απόδραση των 11» την κάνει αυτομάτως κλασική –έστω με έναν κιτς τρόπο. Τρεις φορές παγκόσμιος πρωταθλητής (1958, 1962, 1970), ο Βραζιλιάνος Πελέ ήταν ο αδιαφιλονίκητος σταρ της ταινίας, στην οποία εμφανίζεται μια πλειάδα ποδοσφαιριστών, καταξιωμένων ή αγνώστων, στους ρόλους των αιχμαλώτων που επιλέγονται για τη σύνθεση της ομάδας των αιχμαλώτων. Το γεγονός μάλιστα ότι ο Πελέ συμφώνησε να παίξει στη «Μεγάλη απόδραση των 11» εμπόδισε την παραγωγή να πλησιάσει έναν άλλον θρύλο της μπάλας, τον Ολλανδό Γιόχαν Κρόιφ. Θα ήταν πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατον, δύο τόσο βαριές φανέλες να παίξουν στην ίδια ενδεκάδα χωρίς ο ένας να μην επισκιάσει τον άλλον. Το γκολ της ισοφάρισης των Συμμάχων από τον Βραζιλιάνο (το παιχνίδι λήγει 4-4) είναι το highlight της ταινίας, ένα ανάποδο ψαλίδι που κινηματογραφήθηκε αμέτρητες φορές ώσπου να επιτευχθεί σωστά.
Στη μεσαία γραμμή δύο ακόμη παγκόσμιοι πρωταθλητές άφησαν κι αυτοί το στίγμα τους στην ταινία: ο Αγγλος Μπόμπι Μουρ, παγκόσμιος πρωταθλητής το 1966 στο Μουντιάλ που έγινε στην πατρίδα του (με τη Γερμανία στον τελικό), και ο Αργεντίνος Οσβάλντο Αρντίλες, ο οποίος την εποχή των γυρισμάτων γευόταν τη νίκη της πατρίδας του επί των Ολλανδών στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1978 –το τελευταίο που είχε γίνει ως τότε. Ενας άλλος σπουδαίος διεθνής παίκτης, ο Σκωτσέζος Τζον Γουόρκ, αστέρι της Ιπσουιτς, για την οποία είχε σκοράρει 14 φορές στη σεζόν 1980-1981, όταν η ομάδα του κέρδισε το Κύπελλο UEFA, βρισκόταν επίσης στην ενδεκάδα. Ο Γουόρκ μάλιστα ρώτησε τους συμπαίκτες του αν θα τους ενδιέφερε να περάσουν το καλοκαίρι παίζοντας μπάλα στην Ουγγαρία (όπου η ταινία γυρίστηκε) και έξι δέχθηκαν: Ράσελ Οσμαν, Κέβιν Μπίτι, Πολ Κούπερ, Κέβιν Ο’ Κάλαγκαν, Λόρι Σιβέλ και Ρόμπιν Τέρνερ. Φυσικά δεν παίζουν όλοι στο παιχνίδι με τους Γερμανούς, αν και ο Μάικ Σάμερμπι, επιθετικός της Μάντσεστερ Σίτι, είναι στη σύνθεση του αγώνα.
Η παραγωγή θέλησε να ανοίξει όσο το δυνατόν περισσότερο τη βεντάλια των αληθινών ποδοσφαιριστών και έτσι στο κλαμπ των αιχμαλώτων βρέθηκαν ο Κάζιμιρ Ντέινα, μέγας μπαλαδόρος και αρχηγός της Εθνικής Πολωνίας, ο Νορβηγός Χάλβαρ Θόρεσεν και ο συμπαίκτης του στην ολλανδική ομάδα FC Twente, Δανός Σόρεν Λίντστεντ, ο οποίος δέχθηκε όταν ο πολύ γνωστότερος συμπατριώτης του Αλαν Σίμονσεν αρνήθηκε την προσφορά. Στο παιχνίδι ο Θόρεσεν ακτικαθιστά τον Ολλανδό Κο Πρινς (που ήταν 43 χρόνων όταν έπαιξε στην ταινία), ενώ ένας Βέλγος, ο αμυντικός Πολ φαν Χιμστ, βρίσκεται επίσης στην αρχική ενδεκάδα.
Και οι επαγγελματίες ηθοποιοί; Μόλις δύο βρέθηκαν στην ομάδα των αιχμαλώτων και αυτοί δεν είχαν ιδέα από ποδόσφαιρο. Αυτό δεν εμπόδισε όμως τον Μάικλ Κέιν να φορέσει το περιβραχιόνιο του αρχηγού στο κέντρο της άμυνας και τον Αμερικανό Σιλβέστερ Σταλόνε να καθήσει κάτω από τα δοκάρια του τέρματος όταν ο κανονικός τερματοφύλακας (τον οποίο υποδύθηκε ο ιρλανδός αριστερός μέσος Κέβιν Ο’ Κάλαγκαν) τραυματίζεται επί τούτου για το σχέδιο της απόδρασης. Η ιδέα ήταν ότι ο ήρωας του Σταλόνε, λοχαγός Ρόμπερτ Χατς, παρότι Αμερικανός, κάτι μπορουσε να κάνει ως γκολκίπερ, αφού οι παίκτες του αμερικανικού φούτμπολ είναι συνηθισμένοι να πηδούν για να πιάσουν την μπάλα στον αέρα. Αν υπάρχει καλή θέληση, όλα μπορούν να γίνουν. Ο Σταλόνε αποκρούει πέναλτι σε ένα πλονζόν που θα ζήλευε ακόμη και ο Γκόρντον Μπανκς που υπήρξε σύμβουλός του στα γυρίσματα της ταινίας.

Το ποδόσφαιρο συναντά την κοινωνία


Πέντε πολύ καλές ταινίες που αντιμετώπισαν πολύπλευρα το ποδόσφαιρο εστιάζοντας όχι μόνο στο ίδιο το παιχνίδι αλλά μέσω αυτού στην κοινωνική πλευρά του, στην επιρροή που ασκεί στους παίκτες, στους φιλάθλους, ακόμη και στην αστυνομία:

Φίμπεν, ο μπόμπιρας των γηπέδων

(Fimpen, Σουηδία, 1974)
Σε μια εποχή που το ποδόσφαιρο ήταν ακόμη ένα αθώο παιχνίδι, ο Μπο Βίντερμπεργκ υπέγραψε αυτή την τρυφερή κωμωδία που παρουσιάζει τη βαθιά μοναξιά ενός παιδιού-θαύματος των γηπέδων, του εξάχρονου Φίμπεν, ο οποίος χάρη στο ταλέντο του γίνεται το νεότερο σε ηλικία μέλος της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Σουηδίας. Η δόξα και το χρήμα όμως θα έρθουν σε αντίθεση με τη μικρή του ηλικία και το «σταρ σύστεμ». Παρά την άνεσή του μέσα στο γήπεδο, την ευστοχία του αλλά και τις απίστευτες ντρίμπλες του, ο Φίμπεν δεν μπορεί καν να υπογράψει τα αυτόγραφα που του ζητούν, καθώς δεν ξέρει να γράφει! Στην ταινία εμφανίζεται η εθνική ομάδα της Σουηδίας των αρχών της δεκαετίας του 1970.
Χωρίς ταυτότητα

(ID, 1995)

Ενας αλαζόνας αλλά αφοσιωμένος στη δουλειά του αστυνομικός (Ρις Ντισντέιλ) αναλαμβάνει να εισχωρήσει στις «τάξεις» των χούλιγκαν του ποδοσφαίρου για να συνδράμει στην εξάλειψη του φαινομένου. Ενώ το καταφέρνει όμως, ανακαλύπτει ότι η απόλυτη ταύτισή του με τον μυστικό ρόλο του επηρεάζει την προσωπική και επαγγελματική ζωή του. Οχι μόνο απολαμβάνει τη συντροφικότητα της κοινότητας, αλλά η πρόκληση της μάχης και η αίσθηση του κινδύνου τον ωθούν όλο και πιο μακριά από τον αληθινό κόσμο… Εξαιρετική μελέτη ενός καυτού κοινωνικού ζητήματος, σχολιάζει με ακρίβεια, ένταση και πολλή απαισιοδοξία το αδιέξοδο της χαμένης υπαρξιακής ταυτότητας, ξεφεύγοντας από την εκμετάλλευση που θα μπορούσε να προκύψει από το εξεζητημένο περιβάλλον μέσα στο οποίο εντάσσονται οι ήρωες. Από τον Φιλ Ντέιβις που προσπαθεί να περάσει το μήνυμα «μείνε μακριά ή βρες τον αληθινό εαυτό σου», με έξοχες ερμηνείες των άγνωστων, ταλαντούχων ηθοποιών.
Κάν’ το όπως ο Μπέκαμ

(Βρετανία, 2002)

Το δημοφιλέστερο άθλημα του κόσμου είναι το πρόσχημα μέσω του οποίου η ινδή σκηνοθέτρια Γκουριντέρ Τσαντά κάνει μια γενικότερη αναφορά στο πείσμα για την πραγμάτωση του άπιαστου(;) ονείρου και την εκπλήρωση των φιλοδοξιών. Στον πυρήνα της ταινίας βρίσκεται η ανάγκη μιας έφηβης (Παρμιντέρ Κ. Ναγκρά) να ακολουθήσει όχι όσα της επιβάλλει ο περίγυρός της (μια οικογένεια συντηρητικών Ινδών στα περίχωρα του Λονδίνου) αλλά η καρδιά της: το ποδόσφαιρο. Θα μπορούσες να πεις ότι το «Κάν’ το όπως ο Μπέκαμ» είναι ο «Γάμος α λα ελληνικά» σε ινδικό φόντο, χωρίς όμως τις εμμονές στο φολκλόρ χάρη στις οποίες πέτυχε το πείραμα της Νία Βαρντάλος. Οσο για τον Ντέιβιντ Μπέκαμ, ο θρυλικός μέσος δεν εμφανίζεται παρά στο τέλος της ταινίας.
Goal!

(ΗΠΑ, 2005)

Βασισμένη στο μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Ρίγκμπι, η ταινία αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας με κεντρικό ήρωα τον Σαντιάγο (Κούνο Μπέκερ), έναν ταλαντούχο λατινοαμερικανό ποδοσφαιριστή από το Λος Αντζελες, ο οποίος ονειρεύεται να γίνει επαγγελματίας και να παίξει σε κάποια ευρωπαϊκή ομάδα. Πολύ σύντομα θα βρεθεί δίπλα στα είδωλά του, στη Newcastle United. Αλλά εκεί αρχίζουν τα πραγματικά προβλήματα. Αντιζηλίες, αθέμιτος ανταγωνισμός, χτυπήματα κάτω από τη μέση. Η ταινία πραγματοποιήθηκε με τις ευλογίες της FIFA, γυρίστηκε σε πραγματικά γήπεδα και αθλητικές εγκαταστάσεις στο Νιούκαστλ, ενώ η συμμετοχή μεγάλων ονομάτων του παγκόσμιου ποδοσφαιρικού στερεώματος όπως οι Ντέιβιντ Μπέκαμ, Ζινεντίν Ζιντάν κ.ά. της έδωσαν έντονη αύρα ρεαλισμού.
Offside

(Ιράν, 2007)
Διάρκειας μόλις 88′ (δύο λεπτά λιγότερα απ’ όσο διαρκεί ένας κανονικός αγώνας ποδοσφαίρου) η ταινία εξετάζει τη σχέση των ιρανών γυναικών με το ποδόσφαιρο μέσα από την οποία ο Τζαφάρ Παναχί σχολιάζει τον σκοταδισμό της ιρανικής κοινωνίας. Εφηβες φίλες του ποδοσφαίρου μεταμφιέζονται σε άντρες προκειμένου να παρακολουθήσουν τον αγώνα Ιράν – Μπαχρέιν από τον οποίο θα κριθεί αν το Ιράν περάσει στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006 (ο Παναχί γύρισε την ταινία ενώ παιζόταν ο πραγματικός αγώνας). Τα κορίτσια συλλαμβάνονται και κρατούνται έξω από μια θύρα του γηπέδου για να μεταφερθούν στο Τμήμα Ηθών μετά τη λήξη του αγώνα. Η πύρινη κουβέντα με τους στρατιώτες δίνει αμέσως μια εικόνα από τη νοοτροπία που επικρατεί ακόμη σε αυτή τη χώρα και ταυτοχρόνως οι ιαχές στην αρένα του γηπέδου δημιουργούν ποδοσφαιρικό σασπένς χωρίς ο θεατής να βλέπει ποδόσφαιρο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ