Επιφυλακή των εισαγγελικών αρχών για ρατσιστικά εγκλήματα ζητά με επιστολή του στον Άρειο Πάγο το υπουργείο Δικαιοσύνης, υπογραμμίζοντας πως οι περιπτώσεις ρατσιστικής βίας πρέπει να ερευνώνται σε βάθος.

Δεδομένης μάλιστα της -σταθερής- απόκλισης στον αριθμό των περιστατικών που καταγράφονται από τις ελληνικές αρχές και σε εκείνους που αναφέρονται από διεθνείς φορείς, το υπουργείο καλεί τις δικαστικές αρχές να αντιμετωπίσουν ιδιαίτερα τις ελλείψεις στην καταγραφή των ρατσιστικών περιστατικών.

Η έλλειψη αυτή, σε συνδυασμό με τον φόβο των θυμάτων -αρκετές φορές μετανάστες χωρίς χαρτιά- να καταγγείλουν τα περιστατικά στην αστυνομία, αντιμετωπίζοντας ακόμη και τον κίνδυνο απέλασης, δημιουργεί εξαιρετικά στρεβλή εικόνα: Όσα περιστατικά φτάνουν τελικά στις αρχές δεν καταγράφονται πολλές φορές καν ως εγκλήματα με ρατσιστικά κίνητρα, καθιστώντας άγνωστη την έκταση του προβλήματος και σχεδόν αδύνατη την αντιμετώπισή του.

Συγκεκριμένα, την Τετάρτη ο γενικός γραμματέας Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του υπουργείου Γιάννης Ιωαννίδης, σε έγγραφό του προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Τέντε, υπογραμμίζει ότι οι περιπτώσεις ρατσιστικών εγκλημάτων πρέπει να ερευνώνται σε βάθος και να ασκούνται οι διώξεις σε βάρος όσων παρανομούν από ρατσιστικά κίνητρα.

Το υπουργείο ζητεί επίσης τη συνδρομή των εισαγγελικών λειτουργών στην καταγραφή των ρατσιστικών εγκλημάτων , καθώς υπάρχει μεγάλη αναντιστοιχία τα τελευταία χρόνια ανάμεσα στον αριθμό των περιστατικών που δίνουν οι επίσημες ελληνικές αρχές και στα σχετικά στοιχεία διεθνών αλλά και ελληνικών φορέων που ασχολούνται με το πρόβλημα, όπως είναι η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, η Εθνική Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κ.λπ.

Ο Γ. Ιωαννίδης υπογραμμίζει μάλιστα πως έγγραφα του υπουργείου Εξωτερικών που κάνουν λόγο ότι ετησίως ασκούνται ελάχιστες διώξεις για παραβίαση του σχετικού νόμου, στεκόμενος ιδιαίτερα στην έλλειψη στατιστικών στοιχείων αναφορικά με την εγκληματικότητα αυτής της μορφής.

Μάλιστα, όπως αναφέρθηκε σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο υπουργείο Εξωτερικών με τη συμμετοχή εκπροσώπων συναρμόδιων υπουργείων, η έλλειψη οδηγεί αναγκαστικά τους απεσταλμένους των διεθνών οργανισμών να καταφεύγουν σε ανεπίσημες καταγραφές τρίτων πηγών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εικόνα της χώρας.

Στη σύσκεψη αυτή, σύμφωνα με τον γενικό γραμματέα, επισημάνθηκε η ανάγκη δημιουργίας μηχανισμού καταγραφής σχετικών εγκληματικών πράξεων, καθώς και η ανάγκη να διερευνούν οι εισαγγελικές αρχές την τυχόν ύπαρξη μίσους εθνικού, φυλετικού, θρησκευτικού (ή λόγω διαφορετικού γενετήσιου προσανατολισμού), καθώς ένα τέτοιο κίνητρο αποτελεί επιβαρυντική περίσταση.