Είναι η ζάχαρη το νέο «όπιο» του λαού; Είναι το τοξικό δηλητήριο που τον σκοτώνει σε… δόσεις αφού πρώτα του έχει χαρίσει μεγάλη – αλλά τόσο παροδική – ευχαρίστηση; Η επιστημονική ετυμηγορία δεν έχει ακόμη βγει, ωστόσο όλα τα στοιχεία συνηγορούν στο ότι η ζάχαρη που κατακλύζει την τόσο επεξεργασμένη διατροφή του σύγχρονου ανθρώπου πρέπει να μειωθεί. Ετσι, πριν από λίγες ημέρες, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) εξέδωσε το προσχέδιο μιας νέας σύστασης που αφορά σημαντική μείωση της κατανάλωσης πρόσθετης ζάχαρης στη διατροφή μας. Σύμφωνα με το προσχέδιο, οι θερμίδες που αφορούν την πρόσληψη ζάχαρης δεν πρέπει να ξεπερνούν το 5% της συνολικής πρόσληψης θερμίδων ημερησίως – η προηγούμενη σύσταση του Οργανισμού η οποία εξεδόθη το 2003 έκανε λόγο για διπλάσιο ποσοστό πρόσληψης ζάχαρης σε καθημερινή βάση. Μπορεί όμως αυτή η σύσταση να πάρει «σάρκα και οστά» αν κάποιος αναλογιστεί ότι ο πληθυσμός δεν ακολούθησε ποτέ ούτε την προηγούμενη σύσταση, με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια η «σάρκα» του να παραγεμίζει με λίπος και τα ποσοστά παχυσαρκίας να εκτοξεύονται; Συγχρόνως οι βιομηχανίες που έχουν ατελείωτα… γλυκά κέρδη από την πρόσθετη ζάχαρη των τροφίμων θα αφήσουν την οδηγία να εφαρμοστεί; «Το Βήμα» μίλησε με έγκριτους ειδικούς επί του θέματος ανά τον κόσμο και ανοίγει αυτή τη… γλυκόπικρη συζήτηση.

Η σημερινή μας ιστορία είναι… γλυκόπικρη. Γλυκιά διότι αφορά την πολυαγαπημένη πολλών «λευκή σκόνη» που κρύβεται μέσα στα πιάτα και στα ποτήρια μας και η οποία χαρίζει νοστιμιά και ανείπωτη ευχαρίστηση. Και πικρή διότι η ζάχαρη, περί ης ο λόγος, έχει φανεί πως όταν καταναλώνεται χωρίς μέτρο (κάτι που συμβαίνει ανά την υφήλιο, καθώς εκτός της ζάχαρης σε φυσική μορφή όλοι μας καταναλώνουμε πρόσθετη ζάχαρη με τα… κουτάλια, αφού αυτή περιέχεται σε πλήθος επεξεργασμένων τροφίμων, ακόμη και σε κάποια που δεν βάζει ο νους σας) συνδέεται με εθισμό μεγαλύτερο και από εκείνον που προκαλούν οι «σκληρές» λευκές σκόνες, ηρωίνη και κοκαΐνη, αλλά και με πλήθος προβλημάτων υγείας όπως η παχυσαρκία, τα καρδιαγγειακά νοσήματα και ο διαβήτης. Προσπαθώντας να θέσει όρια σε αυτό το ατελείωτο, με κόστος για την υγεία του πληθυσμού, «φαγοπότι» ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) εξέδωσε πριν από μερικές ημέρες το προσχέδιο μιας οδηγίας σχετικά με την κατανάλωση ζάχαρης το οποίο τίθεται σε δημόσια διαβούλευση ως τα τέλη του Μαρτίου.

Στο μισό οι ζαχαρένιες θερμίδες!
Σε αυτό το διάστημα το προσχέδιο θα περάσει και από τον ενδελεχή έλεγχο ανεξάρτητης επιστημονικής αρχής και όταν οι διαδικασίες ολοκληρωθούν θα μετατραπεί σε επίσημη σύσταση. Τι ακριβώς αφορά; Μείωση της ποσότητας ζάχαρης που καταναλώνεται σε καθημερινή βάση από 10% επί της συνολικής ημερήσιας πρόσληψης θερμίδων, το οποίο αποτελεί το σημερινό συνιστώμενο όριο, σε 5% –το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε περίπου έξι κουταλιές του γλυκού ζάχαρη ημερησίως για τις γυναίκες και σε οκτώ για τους άνδρες. Το όριο περιλαμβάνει όλους τους τύπους ζάχαρης που προστίθενται στις τροφές, όπως και τη ζάχαρη που περιέχεται φυσικά στο μέλι, στα σιρόπια, στους χυμούς φρούτων, στα συμπυκνώματα χυμών φρούτων και στον πολτό φρούτων.
Αν κάποιος αναλογιστεί ότι ένα αναψυκτικό μπορεί να περιέχει εννέα κουταλιές του γλυκού ζάχαρη, καθώς και ότι, σύμφωνα με στοιχεία, ο πληθυσμός της Ευρώπης λαμβάνει σήμερα το 15%-20% των ημερήσιων θερμίδων του από ζάχαρη (γεγονός που σημαίνει ότι δεν έχει υπάρξει συμμόρφωση ούτε στην προηγούμενη οδηγία του 10% που είχε εκδοθεί από τον ΠΟΥ το 2003), τα ερωτήματα που γεννώνται σχετικά με τη χρησιμότητα και την πιθανότητα αποδοχής αυτής της οδηγίας είναι πολλά. Και σε αυτά έρχονται να προστεθούν τα «θέλω» της βιομηχανίας τροφίμων, η οποία σε αρκετές περιπτώσεις δεν αναφέρει καν την περιεκτικότητα σε ζάχαρη επάνω στις ετικέτες των προϊόντων της. «Το Βήμα» αναζήτησε ανά την υφήλιο ειδήμονες επί του θέματος και συγχρόνως… έφαγε με το κουτάλι τα επιστημονικά στοιχεία ώστε να σας παρουσιάσει μια κατά το δυνατόν ολοκληρωμένη εικόνα ενός ζητήματος που μας αφορά όλους. Καλή όρεξη! Για διάβασμα, διότι σε ό,τι αφορά τη ζάχαρη η πολλή όρεξη πρέπει μάλλον να μας κοπεί…
Ποια ζάχαρη δεν πειράζει
Οταν οι επιστήμονες του πεδίου της διατροφής κάνουν λόγο για μείωση στην κατανάλωση ζάχαρης, δεν μιλούν για τη ζάχαρη που περιέχεται με φυσικό τρόπο σε φρούτα και λαχανικά, ούτε για τη λακτόζη του γάλακτος. Στο «εδώλιο του κατηγορουμένου» τίθεται η πρόσθετη ζάχαρη που βρίσκουμε σε πλήθος τροφίμων –όχι μόνο στα προφανή όπως τα γλυκά, αλλά και στο ψωμί, στις έτοιμες σούπες, στα δημητριακά πρωινού, ακόμη και σε κάποια γιαούρτια με χαμηλά λιπαρά –και η οποία έχει συνήθως τη μορφή της σουκρόζης (ονομάζεται αλλιώς σακχαρόζη –πρόκειται για την επιτραπέζια ζάχαρη) ή της φρουκτόζης και του υψηλής περιεκτικότητας σε φρουκτόζη σιροπιού καλαμποκιού (high fructose corn syrup). Αυτά τα εθιστικά γλυκά πρόσθετα ενοχοποιούνται για την ολοένα και αυξανόμενη κατανάλωση επεξεργασμένων τροφίμων, η οποία έχει μετατραπεί σε «εθνική διατροφή» σε πολλές χώρες, και για την έκρηξη της παχυσαρκίας και των μεταβολικών νοσημάτων. Ετσι, δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι οι ειδικοί με τους οποίους ήλθαμε σε επαφή συμφώνησαν πως στη βάση της η σύσταση του ΠΟΥ έχει… βάση –αφήνοντας όμως ανοιχτό το τι θα γίνει στην πράξη.

O νευροεπιστήμονας του Πανεπιστημίου του Μπορντό, ειδικός στον εθισμό, Σερζ Αχμέντ

Οπως σημείωσε μιλώντας στο «Βήμα» ο νευροεπιστήμονας του Πανεπιστημίου του Μπορντό, ειδικός στον εθισμό Σερζ Αχμέντ, «σε θεωρητικό επίπεδο η νέα σύσταση του ΠΟΥ βρίσκεται σε θετική κατεύθυνση. Στην πραγματικότητα όμως στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες η κατανάλωση πρόσθετης ζάχαρης βρίσκεται πολύ πάνω από το όριο του 10% που είχε θέσει ο Οργανισμός το 2003. Ετσι η περαιτέρω μείωση αυτού του συνιστώμενου ορίου ίσως έχει αποθαρρυντική επίδραση στον πληθυσμό. Ισως πάλι όμως ωθήσει τα κράτη να δράσουν. Ολα θα εξαρτηθούν κατ’ αρχάς από τη θέληση που θα δείξει η Πολιτεία».

Πιο εθιστική από την… ηρωίνη!
Γιατί όμως η κατανάλωση ζάχαρης χτυπάει «κόκκινο» (ή μάλλον λευκό στην περίπτωσή μας) παγκοσμίως; Διότι, όπως αναφέρει ο δρ Αχμέντ, η «γλυκιά» συνταγή αποδίδει πολλά στις βιομηχανίες τροφίμων. «Η προσθήκη ζάχαρης σε τρόφιμα και ποτά αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για να αυξήσει η βιομηχανία τροφίμων τα κέρδη της. Διότι, όπως έχουν δείξει μελέτες μας, η ζάχαρη είναι εκτός των άλλων εθιστική. Σε πειράματα σε αρουραίους στο εργαστήριο είδαμε πως όταν δόθηκε επιλογή στα πειραματόζωα, εκείνα στην πλειονότητά τους προτίμησαν τη ζάχαρη από την κοκαΐνη ή την ηρωίνη. Παρότι δεν είναι εύκολο να πούμε πως τα αποτελέσματα αυτά έχουν αντιστοιχία στον άνθρωπο, τουλάχιστον μαρτυρούν ότι η ζάχαρη ενεργοποιεί τα κέντρα ανταμοιβής του εγκεφάλου και είναι απαραίτητο να διεξαχθούν περισσότερες έρευνες σχετικά με τον εθισμό των ανθρώπων στη ζάχαρη. Ο πληθυσμός υπερκαταναλώνει ζάχαρη επειδή τα γλυκά τρόφιμα και ποτά είναι ελκυστικά και αποτελούν ένα φθηνό μέσο για να νιώσει κάποιος ευχαρίστηση. Στο σημείο αυτό λοιπόν σημαντικό ρόλο πρέπει να παίξουν οι κυβερνήσεις, οι οποίες οφείλουν να δράσουν μέσω της πληροφόρησης του κοινού, της πρόληψης και της επιβολής κανονισμών. Ισως μια λύση στο πρόβλημα θα ήταν και οι τεχνητές γλυκαντικές ουσίες, ωστόσο η επιστήμη δεν έχει καταλήξει σχετικά με την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητά τους».
Το «αμαρτωλό» σιρόπι

Ο καθηγητής Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο και πολέμιος της φρουκτόζης Ρόμπερτ Λάστιγκ

Η πρόσθετη ζάχαρη φαίνεται ότι αποτελεί λοιπόν μια «ένοχη» εθιστική απόλαυση, αλλά για κάποιους επιστήμονες ξεπερνά τα όρια της… αμαρτίας και φθάνει σε αυτά της τοξικότητας. «Πατέρας» αυτής της θεωρίας, ο οποίος έχει στρέψει τα βέλη του ενάντια συγκεκριμένα στη φρουκτόζη, είναι ο καθηγητής Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο Ρόμπερτ Λάστιγκ. Ο καθηγητής Λάστιγκ έχει γίνει γνωστός παγκοσμίως για τον «πόλεμο» που έχει ανοίξει κυρίως ενάντια στην επεξεργασμένη μορφή της φρουκτόζης που χρησιμοποιείται κατά κόρον από τη βιομηχανία με πιο σύνηθες όνομα το υψηλής περιεκτικότητας σε φρουκτόζη σιρόπι καλαμποκιού, μια επεξεργασμένη μορφή φρουκτόζης που παράγεται από το καλαμπόκι. Σε πολλές περιπτώσεις η βιομηχανία τροφίμων επιλέγει αυτού του είδους το γλυκαντικό καθώς είναι φθηνό και «κλειδώνει» την υγρασία στις τροφές, με αποτέλεσμα να μη στεγνώνουν και να αυξάνεται ο χρόνος ζωής τους. Παράλληλα προσθέτει υφή σε τροφές όπως οι μπάρες δημητριακών και τα μπισκότα κάνοντάς τες πιο «μαστιχωτές» καθώς και σε παγωτά και επιδόρπια γιαουρτιού. Ενα ακόμη πλεονέκτημα του υψηλής περιεκτικότητας σε φρουκτόζη σιροπιού καλαμποκιού είναι ότι χαρίζει ωραίο καφέ χρώμα σε τροφές που έχουν ψηθεί όπως τα κέικ και άλλου είδους αρτοσκευάσματα, καθώς και στα δημητριακά πρωινού.Δεν είναι λοιπόν λίγοι οι λόγοι ώστε να το… λατρεύει η βιομηχανία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα –κατά τα άλλα διαφημιζόμενο ως άκρως υγιεινό –γιαούρτι με γεύση φρούτων και χαμηλά λιπαρά μπορεί να περιέχει 10 κουταλιές αυτού του σιροπιού!

Ο καθηγητής Λάστιγκ μιλώντας στο «Βήμα» εξηγεί για ποιον λόγο ο ίδιος είναι πεπεισμένος ότι η φρουκτόζη είναι πιο «αμαρτωλή» από άλλες μορφές ζάχαρης. «Κατ’ αρχάς, επειδή μεταβολίζεται στο σύνολό της στο ήπαρ –αντιστοίχως μόνο το 20% της γλυκόζης μεταβολίζεται στο ήπαρ και η υπόλοιπη μεταβολίζεται από σχεδόν κάθε κύτταρο του οργανισμού –και η περίσσειά της μετατρέπεται σε λιπώδη ιστό στο ήπαρ. Κατά δεύτερον, η φρουκτόζη χαρίζει ωραίο καφέ χρώμα στις τροφές στις οποίες προστίθεται όταν αυτές ψήνονται –αυτό το ωραίο «καφέτισμα» επιτυγχάνεται επτά φορές πιο γρήγορα με τη φρουκτόζη σε σύγκριση με τη γλυκόζη. Ομως μέσω αυτής της διαδικασίας διάσπασης αυξάνεται η παραγωγή ελευθέρων ριζών –δηλαδή το οξειδωτικό στρες στον οργανισμό. Και βέβαια, όπως έχουν δείξει μελέτες μου, η φρουκτόζη σε κάνει να θέλεις και άλλη και άλλη και άλλη. Δεν λέω ότι η γλυκόζη είναι καλύτερη, αφού έχει αποδειχθεί ότι συνδέεται με αύξηση του βάρους. Λέω όμως ότι η φρουκτόζη είναι σίγουρα χειρότερη».
Πόση ζάχαρη αντέχει το ήπαρ;
Ο δρ Λάστιγκ τονίζει ότι πάντα «η δόση κάνει το δηλητήριο, αλλά σήμερα ο πληθυσμός έχει ξεπεράσει τις συνιστώμενες δόσεις ζάχαρης και κυρίως φρουκτόζης που μπορεί να αντέξει ο οργανισμός του. Σε γενικό πλαίσιο το ήπαρ έχει την ικανότητα να μεταβολίζει 40 γραμμάρια πρόσθετης ζάχαρης ημερησίως –το κατώφλι αυτό ανεβαίνει σε 50-60 γραμμάρια στα άτομα που ασκούνται και έχουν περισσότερες ενεργειακές ανάγκες. Φανταστείτε όμως ότι τα 40 γραμμάρια μπορεί να περιέχονται σε ένα και μόνο αναψυκτικό!». Για όλους αυτούς τους λόγους ο καθηγητής θεωρεί οποιαδήποτε σύσταση προσπαθήσει να βάλει όριο στον «γλυκό αργό θάνατο» θεμιτή, αν και εκφράζει φόβους σχετικά με το πόσο θα μπορούσε η σύσταση του ΠΟΥ να εφαρμοστεί εξαιτίας της πίεσης της βιομηχανίας. «Το σίγουρο είναι ότι πρέπει να «ξεγλυκάνουμε» τη ζωή μας. Και τα κράτη πρέπει να αποφασίσουν αν τα βολεύει περισσότερο να βγάζουν χρήματα από το να «ταΐζουν» ζάχαρη τον πληθυσμό και μετά να πληρώνουν το απίστευτο κόστος περίθαλψης για πλήθος νοσημάτων όπως η παχυσαρκία, ο διαβήτης, τα καρδιαγγειακά νοσήματα και ο καρκίνος ή να αποφασίσουν εξαρχής να λειτουργήσουν προληπτικά. Και όλα αυτά τα λέω διότι είμαι ένας άνθρωπος που αντιμετωπίζω καθημερινά τις περιπτώσεις παχύσαρκων παιδιών που θέτουν σε κίνδυνο το μέλλον τους από την αρχή της ζωής τους». Ο καθηγητής του οποίου η θεωρία έχει γνωρίσει μεγάλη διάδοση –είναι χαρακτηριστικό ότι ομιλία που έδωσε το 2009 με τίτλο «Sugar: The Bitter Truth» («Ζάχαρη: Η Πικρή Αλήθεια») έχει περισσότερες από 4 εκατομμύρια «προβολές» στο YouTube –καταλήγει υπογραμμίζοντας ότι «πρέπει να επιστρέψουμε από την ποσότητα στην ποιότητα».
Φρουκτόζη: δεν έχει αποδειχθεί τοξική

O Λικ Ταπί, ειδικός στο Τμήμα Φυσιολογίας, Ενδοκρινολογίας, Διαβήτη και Μεταβολισμού του Πανεπιστημίου της Λωζάννης

Αυτή την επιστροφή στο ποιοτικό πρεσβεύουν και άλλοι ειδικοί, αφήνοντας όμως ένα παράθυρο σε ό,τι αφορά την οριστική καταδίκη της φρουκτόζης. Μιλώντας στο «Βήμα» ο Λικ Ταπί, ειδικός στο Τμήμα Φυσιολογίας, Ενδοκρινολογίας, Διαβήτη και Μεταβολισμού του Πανεπιστημίου της Λωζάννης, υπογραμμίζει ότι ο ρόλος της πρόσθετης ζάχαρης στη διατροφή του πληθυσμού «γεννά» ανησυχία στην επιστημονική κοινότητα σε ό,τι αφορά πλήθος νοσημάτων. Ωστόσο ο ειδικός, ο οποίος έχει διεξαγάγει ανασκόπηση μελετών σχετικά με τον ρόλο της περιβόητης πλέον φρουκτόζης, η οποία δημοσιεύθηκε το 2012 στο επιστημονικό έντυπο «BMC Biology», δεν θεωρεί ότι αυτή πρέπει να καεί στο… πυρ το εξώτερον. Οπως λέει, «η τοξικότητα της φρουκτόζης δεν έχει αποδειχθεί. Πράγματι πειράματα σε ζώα που ακολουθούσαν διατροφή με πολύ υψηλή περιεκτικότητα σε φρουκτόζη –η πρόσληψη φρουκτόζης αντιστοιχούσε στο 60% της ημερήσιας πρόσληψης θερμίδων –έδειξαν ότι τα πειραματόζωα εμφάνισαν προβλήματα όπως η δυσλιπιδαιμία, ο διαβήτης, η παχυσαρκία. Η πολύ μεγάλη κατανάλωση φρουκτόζης συνδέεται με προβλήματα, όχι όμως μεγαλύτερα από εκείνα που προκαλεί η πολύ μεγάλη κατανάλωση λιπαρών ή γλυκόζης». Παράλληλα, κατά τον δρα Ταπί, μελέτες σε ανθρώπους που κατανάλωναν υψηλές ποσότητες φρουκτόζης έδειξαν σύνδεση με την εμφάνιση υπερλιπιδαιμίας και ινσουλινοαντίστασης. «Και πάλι, όπως φάνηκε, η περίσσεια φρουκτόζης συνδέεται με μεταβολικές διαταραχές, όχι όμως περισσότερες από εκείνες με τις οποίες συνδέονται τα επεξεργασμένα κρέατα, τα λίπη ή η γλυκόζη».

Μέσα σε όλα αυτά η σύσταση του ΠΟΥ θα μπορούσε να έχει κάποιο αποτέλεσμα; ρωτήσαμε τον ερευνητή. Οπως μας είπε, «στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ η μέση κατανάλωση ζάχαρης κυμαίνεται μεταξύ 15%-20% επί της ημερήσιας πρόσληψης θερμίδων. Ηδη λοιπόν καταναλώνουμε περισσότερο και από την προηγούμενη σύσταση του Οργανισμού και δεν ξέρω αν μια ακόμη αυστηρότερη σύσταση μπορεί να κάνει τη διαφορά, αφού δεν έχουμε καν πλησιάσει τους παλαιότερους στόχους. Και βέβαια δεν γνωρίζω αν η βιομηχανία τροφίμων θα συμμορφωθεί με αυτές τις οδηγίες, τη στιγμή που σήμερα πολλά προϊόντα δεν αναγράφουν καν στην ετικέτα τους την περιεκτικότητά τους σε ζάχαρη. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να υπάρξει παγκοσμίως ευαισθητοποίηση. Θα ήταν σημαντικό να μειωθεί η πρόσθετη ζάχαρη κυρίως σε προϊόντα στα οποία ο καταναλωτής δεν περιμένει ότι θα βρει ζάχαρη, όπως στο ψωμί ή σε γιαούρτια χαμηλών λιπαρών, που υποτίθεται πως προάγουν την πιο σωστή διατροφή».
Στροφή στο αληθινό φαγητό!
Τι θα πρότεινε ο δρ Ταπί στον καθένα μας ώστε να… γλυκαίνεται παραμένοντας υγιής; «Η πρόσθετη ζάχαρη που προσλαμβάνει κάποιος δεν πρέπει να ξεπερνά το 10% επί του συνόλου των θερμίδων που λαμβάνει μέσα στην ημέρα. Θα ήταν επίσης συνετό για όλους να αποφεύγουν τα αναψυκτικά με ζάχαρη τα οποία προσφέρουν «άδειες» θερμίδες, θερμίδες δηλαδή που ο οργανισμός δεν χρειάζεται, χωρίς να λαμβάνονται συγχρόνως πολύτιμα θρεπτικά συστατικά όπως οι βιταμίνες. Θα ήταν ακόμη σωστό προϊόντα όπως τα δημητριακά πρωινού ή οι πάστες και τα γλυκά να περιορίζονται σε μία μερίδα ημερησίως. Δεν πρέπει όμως να ξεχνούμε την πιο «αγνή» πηγή ζάχαρης, τα φρούτα, που θα ήταν καλό να καταναλώνονται μία-δύο φορές μέσα στην ημέρα». Κατά τον ερευνητή, η στροφή όλων μας πρέπει να γίνει προς το «αληθινό» φαγητό. «Η μεγάλη μερίδα του πληθυσμού καταναλώνει σε καθημερινή βάση επεξεργασμένα φαγητά σε μεγάλες μερίδες. Δεν είναι μόνο η ζάχαρη που περιέχουν αυτές οι τροφές αλλά όλη η διαδικασία της επεξεργασίας τους που επιβαρύνει τον οργανισμό. Ας θυμηθούμε και πάλι το μαγείρεμα στο σπίτι με φρέσκα προϊόντα». Καθώς όμως δεν γίνεται να θέσουμε εντελώς εκτός της καθημερινότητάς μας το… επεξεργασμένο πιάτο και ποτήρι μας, ο δρ Ταπί προτείνει ένα σημαντικό αντίδοτο: την άσκηση. «Μελέτες έχουν δείξει ότι η άσκηση εξισορροπεί τα κακά της ζάχαρης, και κυρίως της τόσο ενοχοποιημένης φρουκτόζης, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα λιπίδια του αίματος. Οπότε θα ήταν σοφό να σηκωθούμε από την καρέκλα μας».
Ισορροπημένη διατροφή, χωρίς αφορισμούς

Ο δρ Ντέιβιντ Κατζ, διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου Πρόληψης στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Γέιλ

Υπέρ της σύστασης του ΠΟΥ αλλά με επιφυλάξεις σε ό,τι αφορά την ενοχή μόνο της φρουκτόζης τάσσεται μιλώντας στο «Βήμα» και ο δρ Ντέιβιντ Κατζ, διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου Πρόληψης της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Γέιλ. «Πρέπει να μειωθεί η κατανάλωση ζάχαρης, η οποία αυξάνεται παγκοσμίως, καθώς οι εταιρείες γνωρίζουν καλά πως η γλυκιά γεύση ενεργοποιεί περαιτέρω την όρεξη. Ετσι το προσχέδιο της οδηγίας του ΠΟΥ είναι λογικό, όμως πρέπει να δούμε αν ο στόχος που θέτει είναι ρεαλιστικός». Σύμφωνα με τον δρα Κατζ, το μεγάλο επόμενο βήμα που πρέπει να γίνει σε παγκόσμιο επίπεδο οφείλει να είναι ένα… άλμα σε επίπεδο επιμόρφωσης του πληθυσμού. «Ο συνδυασμός της επιτυχίας είναι καλή πληροφόρηση του κοινού και συγχρόνως άσκηση πίεσης στη βιομηχανία. Και είναι καλό που ο ΠΟΥ δίνει έμφαση στο πρόβλημα. Ομως δεν είναι μόνο η ζάχαρη το ζήτημα. Πριν από κάποιες δεκαετίες υπήρξε δράση για μείωση των λιπαρών και όμως τα ποσοστά παχυσαρκίας συνέχισαν να ανεβαίνουν. Πρέπει να μάθουμε από τα λάθη μας, να δούμε τη «μεγάλη εικόνα», να μη στεκόμαστε σε μεμονωμένα συστατικά και να προωθήσουμε το μοντέλο της ισορροπημένης διατροφής. Ας μην ξεχνούμε ότι η γλυκόζη αποτελεί καύσιμο για τον οργανισμό, υπάρχει στην κυκλοφορία του αίματος. Η δόση κάνει τη διαφορά. Το μήνυμα προς όλους πρέπει να είναι να τρώνε σωστά και με μέτρο». Να σημειώσουμε ότι και ο δρ Κατζ είναι από τους επικριτές της θεωρίας του καθηγητή Λάστιγκ περί φρουκτόζης, υποστηρίζοντας ότι τα στοιχεία που την ενοχοποιούν είναι αδύναμα. Από την πλευρά του πάντως ο καθηγητής Λάστιγκ σημειώνει ότι πίσω από τις απόψεις του δρος Κατζ κρύβονται άλλα οικονομικά συμφέροντα (και κυρίως ένα μοντέλο διατροφής που ο ίδιος έχει δημιουργήσει και το οποίο προωθεί κατά τον δρα Λάστιγκ για εμπορικούς σκοπούς).

Μπορεί στα επί μέρους οι επιστήμονες να μην έχουν καταλήξει σχετικά με το ποια μορφή ζάχαρης μπορεί να είναι πιο επιβαρυντική για τον ανθρώπινο οργανισμό, όμως υπάρχει ομοφωνία σε ένα και σημαντικό: η άκρως «ζαχαρωμένη» επεξεργασμένη διατροφή μας μπορεί βραχυπρόθεσμα να γλυκαίνει τη ζωή μας αλλά μπορεί να μετατραπεί σε… πικρό ποτήριον για το μέλλον μας. Ελπίζουμε το κείμενο αυτό να αποτελέσει (αληθινή) τροφή για σκέψη με τη σωστή… (εγκεφαλική) επεξεργασία.

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΜΕΛΕΤΩΝ
Η καλύτερη φίλη της τερηδόνας
«Πυλώνας» για τη νέα σύσταση του ΠΟΥ ήταν τα αποτελέσματα μιας μεγάλης μετα-ανάλυσης μελετών που αφορούσαν τη σύνδεση της ζάχαρης με τη στοματική υγεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο κείμενο της σύστασης σημειώνεται πως προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία το γεγονός ότι η πρόσθετη ζάχαρη φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη σοβαρών προβλημάτων στα δόντια, και κυρίως στην ανάπτυξη τερηδόνας. «Οι οδοντικές παθήσεις αποτελούν τα πιο συχνά εμφανιζόμενα μη μολυσματικά νοσήματα παγκοσμίως και παρότι έχει επιτευχθεί μεγάλη βελτίωση στην πρόληψη και στη θεραπεία τους τις τελευταίες δεκαετίες, αυτές συνεχίζουν να προκαλούν πόνο, άγχος, μείωση της λειτουργικότητας και κοινωνική αναπηρία μέσω της απώλειας δοντιών σε μεγάλο αριθμό ατόμων. Η θεραπεία των οδοντικών παθήσεων είναι ακριβή –αντιστοιχεί στο 5%-10% της συνολικής δαπάνης για την Υγεία στα βιομηχανοποιημένα κράτη –και αναμένεται να ξεπεράσει τις διαθέσιμες οικονομικές πηγές που διατίθενται για το σύνολο της περίθαλψης των παιδιών στην πλειονότητα των χωρών με χαμηλότερο εισόδημα».


Η καθηγήτρια Διατροφής και Στοματικής Υγείας του Πανεπιστημίου του Νιούκαστλ Πόλα Μόινιχαν

Η μετα-ανάλυση στην οποία στηρίχθηκε ο ΠΟΥ και η οποία δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο «Journal of Dental Research» διεξήχθη από ειδικούς του Πανεπιστημίου του Νιούκαστλ με επικεφαλής την καθηγήτρια Διατροφής και Στοματικής Υγείας Πόλα Μόινιχαν. Οπως εξηγεί η καθηγήτρια μιλώντας στο «Βήμα», «προχωρήσαμε σε μια πολύ μεγάλη ανασκόπηση μελετών που κάλυπταν μια τεράστια περίοδο –από το 1950 ως σήμερα. Συνολικά η ανασκόπηση περιέλαβε 55 μελέτες. Από την ανάλυση των υπαρχόντων στοιχείων προέκυψε ότι η ζάχαρη, εκτός και αν καταναλώνεται σε πάρα πολύ μικρές ποσότητες, αυξάνει τον κίνδυνο τερηδόνας. Με βάση τα ευρήματά μας θεωρούμε ότι η μείωση της ημερήσιας πρόσληψης ζάχαρης στο 5% επί του συνόλου των θερμίδων θα έχει επιπλέον οφέλη σε ό,τι αφορά τη στοματική υγεία». Η καθηγήτρια τονίζει πως δεν υπάρχουν «αθώες» και «ένοχες» μορφές ζάχαρης σε ό,τι αφορά την υγεία των δοντιών. «Ολες οι μορφές ζάχαρης προκαλούν τερηδόνα και σταδιακώς καταστρέφουν τα δόντια. Ετσι η σύσταση του ΠΟΥ είναι άκρως σωστή και ελπίζω ότι θα οδηγήσει κάποια στιγμή σε καλύτερη σήμανση των τροφίμων από τις εταιρείες».


ΠΙΕΣΕΙΣ
Η βιομηχανία αντεπιτίθεται…

Η πρόσφατη (ανεπίσημη ακόμη) σύσταση του ΠΟΥ είναι σίγουρο ότι δεν… γλύκανε τα αφτιά της βιομηχανίας τροφίμων, για την οποία η ζάχαρη αποτελεί σημαντικό «χαρτί» που εξασφαλίζει κατανάλωση και βέβαια κέρδη. Και είναι εύλογο πολλοί να αναρωτιούνται αν θα υπάρξει αποτέλεσμα και από τη νέα οδηγία. Τα μηνύματα πάντως του παρελθόντος δεν είναι ιδιαίτερα ευοίωνα. Οταν πριν από 11 έτη ο Οργανισμός προσπάθησε και πάλι να μειώσει την κατανάλωση ζάχαρης –η σύσταση έκανε λόγο για κατανάλωση πρόσθετης ζάχαρης που δεν πρέπει να ξεπερνά το 10% επί του συνόλου των ημερήσιων θερμίδων -, η βιομηχανία αντέδρασε έντονα. Οπως εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα» ο καθηγητής Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο Ρόμπερτ Λάστιγκ, η Αμερικανική Ενωση Βιομηχανιών Ζάχαρης απέστειλε επιστολή στον ΠΟΥ στην οποία έκανε λόγο για μια έκθεση του αμερικανικού Ινστιτούτου Ιατρικής, σύμφωνα με την οποία ποσοστό της τάξεως του 25% της κατανάλωσης ζάχαρης επί του συνόλου πρόσληψης θερμίδων είναι αποδεκτό. «Η ίδια η βιομηχανία όμως είχε εξαγοράσει το Ινστιτούτο για να φανούν τέτοια αποτελέσματα» λέει ο καθηγητής. Οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας δεν έμειναν όμως εκεί. Απείλησαν ότι η αμερικανική χρηματοδότηση του ΠΟΥ θα τεθεί σε κίνδυνο αν ο Οργανισμός δώσει μεγάλη δημοσιότητά στη σύστασή του. Παρόμοια επιστολή εστάλη και στον τότε υπουργό Υγείας των ΗΠΑ Τόμι Τόμσον. Παρά τις απειλές, η οδηγία εξεδόθη περιέχοντας το επίμαχο ποσοστό 10%, χωρίς ωστόσο να λάβει ποτέ μεγάλη δημοσιότητα –δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί ερευνητές δεν γνώριζαν καν αν είχε κυκλοφορήσει επισήμως. Το… πικρό αυτό παρελθόν λοιπόν προκαλεί πολλές σκέψεις για το τι μέλλει γενέσθαι. Ο χρόνος θα δείξει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ