Στα πέντε του ο Βόλφ­γκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ έπαιζε πιάνο και είχε αρχίσει να συνθέτει τη δική του μουσική. Ο Μότσαρτ ήταν «γεννημένος μουσικός», είχε ισχυρά φυσικά ταλέντα και δεν του χρειάστηκε παρά μόνο λίγη επαφή με τη μουσική για να αποκτήσει ευχέρεια σε αυτήν.

Λίγοι από εμάς είναι τόσο τυχεροί. Η μουσική συνήθως πρέπει να «περάσει» μέσα μας μέσω της διδασκαλίας, της επανάληψης και της εξάσκησης. Αλλους τομείς ωστόσο, όπως τη γλώσσα ή το περπάτημα, τους κατέχουμε όλοι από φυσικού μας – είμαστε όλοι «γεννημένοι ομιλητές» και «γεννημένοι περιπατητές».

Τι γίνεται όμως με τη θρησκεία; Είναι σαν τη μουσική ή σαν τη γλώσσα;

Βασιζόμενος σε μελέτες της Αναπτυξιακής Ψυχολογίας, της Ανθρωπολογίας και ιδιαίτερα της Γνωσιακής Επιστήμης της Θρησκείας, υποστηρίζω ότι η θρησκεία μάς έρχεται σχεδόν εξίσου φυσικά όσο η γλώσσα. Η τεράστια πλειονότητα των ανθρώπων είναι «γεννημένοι πιστοί», έχουν μια φυσική ροπή να βρίσκουν τους θρησκευτικούς ισχυρισμούς και τις θρησκευτικές ερμηνείες γοητευτικές και εύληπτες, όπως και να αποκτούν ευχέρεια στο να τις χρησιμοποιούν. Αυτή η έλξη προς τη θρησκεία αποτελεί ένα εξελικτικό υποπροϊόν του γνωσιακού εξοπλισμού μας και, παρ’ ότι δεν μας λέει τίποτε για την αλήθεια ή μη των θρησκευτικών ισχυρισμών, μας βοηθάει να δούμε τη θρησκεία υπό μια ενδιαφέρουσα νέα οπτική γωνία.

Με το που γεννιούνται, τα μωρά αρχίζουν να προσπαθούν να καταλάβουν τον κόσμο γύρω τους. Κατά τη διαδικασία αυτή το μυαλό τους εμφανίζει συγκεκριμένες τάσεις. Από τη γέννησή τους τα παιδιά δείχνουν ορισμένες προδιαθέσεις ως προς το τι κερδίζει την προσοχή τους και το τι έχουν την τάση να σκεφτούν.

Φυσικά αντικείμενα και «παράγοντες»

Μια από τις σημαντικότερες είναι ότι αναγνωρίζουν τη διαφορά ανάμεσα στα απλά φυσικά αντικείμενα και στους «παράγοντες» – οι οποίοι μπορούν να επιδράσουν στο περιβάλλον τους. Τα μωρά ξέρουν ότι τα μπαλάκια και τα βιβλία θα πρέπει να τα αγγίξει κάποιος για να κινηθούν ενώ οι παράγοντες όπως οι άνθρωποι και τα ζώα μπορούν να κινηθούν από μόνοι τους.

Εξαιτίας της εξαιρετικά κοινωνικής φύσης μας δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή στους παράγοντες. Μας προσελκύουν έντονα οι ερμηνείες γεγονότων με όρους που αφορούν τις ενέργειες παραγόντων – ιδιαίτερα όταν αυτά δεν εξηγούνται εύκολα με τους όρους της απλής νομοτέλειας.

Για παράδειγμα, ο Φιλίπ Ροσά και οι συνάδελφοί του στο Πανεπιστήμιο Εμορι στην Ατλάντα της Τζόρτζια διεξήγαγαν μια σειρά πειραμάτων τα οποία δείχνουν ότι στον πρώτο χρόνο της ζωής τους τα παιδιά ξεχωρίζουν την κίνηση των απλών αντικειμένων από την κίνηση των παραγόντων ακόμη και αν τα εν λόγω αντικείμενα και οι παράγοντες είναι μόνο γραφικά του υπολογιστή με τη μορφή χρωματιστών δίσκων. Σε ηλικία εννέα μηνών τα μωρά έδειξαν ότι δεν ήταν απλώς ευαίσθητα στη νομοτελειακή σχέση μεταξύ δύο δίσκων που φαίνονταν να κυνηγούν ο ένας τον άλλον, αλλά και ότι μπορούσαν να ξεχωρίσουν ποιος κυνηγούσε ποιον. Τα μωρά αρχικά είδαν είτε έναν κόκκινο δίσκο να κυνηγάει έναν μπλε είτε το αντίστροφο, ώσπου συνήθισαν – με άλλα λόγια, βαρέθηκαν. Τότε οι ερευνητές αντέστρεψαν το κυνηγητό. Τα μωρά παρατήρησαν τη διαφορά και άρχισαν να παρακολουθούν ξανά.

Πολλά από αυτά τα πειράματα χρησιμοποίησαν δίσκους οι οποίοι δεν έμοιαζαν καθόλου με ανθρώπους ή ζώα. Τα μωρά δεν έχουν ανάγκη από την εικόνα ενός προσώπου ή ζώου για να θέσουν σε λειτουργία τη συλλογιστική τους περί της επενέργειας ενός παράγοντα – κάτι το οποίο έχει σημασία αν πρόκειται να εφαρμόσουν αυτή τη συλλογιστική των παραγόντων σε αόρατους θεούς.

Τα μωρά φαίνονται επίσης ευαίσθητα απέναντι σε άλλα δύο σημαντικά χαρακτηριστικά των παραγόντων τα οποία τους επιτρέπουν να κατανοούν τον κόσμο αλλά ταυτόχρονα τα κάνουν δεκτικά απέναντι στους θεούς. Πρώτον, οι παράγοντες ενεργούν για να επιτύχουν στόχους. Δεύτερον, δεν χρειάζεται να είναι ορατοί. Για να λειτουργήσουμε σε κοινωνικές ομάδες, να αποφύγουμε τους θηρευτές και να συλλάβουμε τη λεία μας πρέπει να μπορούμε να σκεφτόμαστε παράγοντες τους οποίους δεν μπορούμε να δούμε.

Γιατί μιλάμε με τον υπολογιστή μας;

Η ευκολία με την οποία οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τη βασισμένη σε παράγοντες λογική δεν εξαντλείται με την παιδική ηλικία. Σε ένα πείραμα που έκανα με την Αμάντα Τζόνσον του Κολεγίου Κάλβιν στο Γκραντ Ράπιντς του Μίσιγκαν ζητήσαμε από σπουδαστές κολεγίου να αφηγηθούν τις ενέργειές τους ενώ τοποθετούσαν μεταλλικές μπίλιες επάνω από τρύπες σε έναν πίνακα. Περιοδικά ένας ηλεκτρομαγνήτης έκανε τις μπίλιες να γυρίζουν ανατρέποντας τις προσδοκίες με βάση τους νόμους της Φυσικής. Σχεδόν τα δύο τρίτα των σπουδαστών αναφέρθηκαν αυθόρμητα στις μπίλιες σαν να ήταν παράγοντες, κάνοντας σχόλια όπως «εκείνη δεν ήθελε να σταθεί», «α, κοίτα, εκείνες οι δύο φιλήθηκαν» ή «δεν συνεργάζονται».

Αυτή η συλλογιστική του παράγοντα που πυροδοτείται με το παραμικρό μαζί με μια φυσική τάση να αναζητούμε παράγοντες στον κόσμο γύρω μας αποτελούν ένα μέρος των δομικών στοιχείων της πίστης στους θεούς. Από τη στιγμή που θα συνδυαστούν με κάποιες άλλες γνωσιακές τάσεις, όπως η αναζήτηση σκοπού, κάνουν τα παιδιά εξαιρετικά δεκτικά απέναντι στη θρησκεία.

Ο «σκοπός» της τίγρης


Ο γάμος της Κανά, τοιχογραφία από την Εκκλησία της Αναλήψεως της Μονής Ντετσάνι στο Κοσσυφοπέδιο. Τα θαύματα ταιριάζουν «γάντι» στους μηχανισμούς των γνωσιακών λειτουργιών μας

Η Ντέμπορα Κέλεμεν του Πανεπιστημίου της Βοστώνης έχει δείξει ότι από την παιδική μας ηλικία μάς προσελκύουν οι βασισμένες σε έναν σκοπό ερμηνείες των φυσικών αντικειμένων – από τους πιθήκους και τους ανθρώπους ως τα δέντρα και τα παγόβουνα. Τα τετράχρονα και τα πεντάχρονα παιδιά θεώρησαν πιο λογικό το ότι η τίγρη «φτιάχτηκε για να τρώει και να περπατάει και να τη βλέπουμε στον ζωολογικό κήπο» από το «αν και μπορεί να φάει και να περπατήσει και να τη δούμε στον ζωολογικό κήπο, δεν φτιάχτηκε γι’ αυτό».

Κατά τον ίδιο τρόπο, όσον αφορά τις υποθέσεις για την προέλευση των φυσικών πραγμάτων τα παιδιά είναι πολύ δεκτικά σε εξηγήσεις οι οποίες σχετίζονται με τον σχεδιασμό ή τον σκοπό. Τους φαίνεται πιο λογικό τα ζώα και τα φυτά να έχουν προκύψει για κάποιον λόγο παρά να έχουν προκύψει χωρίς λόγο. Η Μάργκαρετ Εβανς του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν στο Ανν Αρμπορ διεπίστωσε ότι για τα ζωντανά πλάσματα τα παιδιά κάτω των δέκα ετών προτιμούν τις ερμηνείες που βασίζονται στον δημιουργισμό από εκείνες που βασίζονται στην εξέλιξη – ακόμη και τα παιδιά των οποίων οι γονείς και οι δάσκαλοι υποστηρίζουν την εξελικτική θεωρία. Η κυρία Κέλεμεν έχει επίσης κάνει πειράματα με ενηλίκους τα οποία δείχνουν ότι η προτίμηση αυτή δεν ξεπερνιέται απλώς με την ηλικία αλλά πρέπει να κατασταλεί εξαναγκαστικά μέσω της εκπαίδευσης.

Φαίνεται ότι όλοι μοιραζόμαστε ένα ένστικτο το οποίο υπαγορεύει ότι η τάξη και ο σχεδιασμός που βλέπουμε στον κόσμο γύρω μας απαιτούν έναν παράγοντα για να επιτευχθούν. Ενα πρόσφατο πείραμα από τον Τζορτζ Νιούμαν του Πανεπιστημίου Γέιλ υποστηρίζει αυτή την άποψη. Κορίτσια από δώδεκα ως δεκατριών μηνών είδαν δύο βίντεο με γραφικά: μια μπάλα που έπεφτε επάνω σε μια στοίβα από τούβλα διαλύοντάς τα (όπου ένα εμπόδιο έκρυβε το χτύπημα αυτό καθαυτό) και μια αντίστροφη απεικόνιση στην οποία τα τούβλα ξεκινούσαν από έναν άτακτο σωρό και κατέληγαν σε μια τακτοποιημένη στοίβα. Οι ενήλικοι μπορούσαν αμέσως να δουν κάτι απρόσμενο στο δεύτερο σενάριο: οι μπάλες δεν μπορούν να στοιβάξουν τα τούβλα. Τα μωρά εκπλήσσονταν εξίσου, κοιτούσαν περισσότερο το δεύτερο γραφικό. Αυτό υποδηλώνει ότι στα μωρά προκαλεί μεγαλύτερη έκπληξη μια μπάλα που δημιουργεί τάξη από μια μπάλα που δημιουργεί αταξία.

Ακόμη πιο ενδιαφέρον ήταν ένα δεύτερο πείραμα. Σε αυτό ένα αντικείμενο σε σχήμα μπάλας με πρόσωπο εκινείτο πίσω από το εμπόδιο και φαινόταν είτε να βάζει σε τάξη είτε να διαλύει τα τούβλα. Σε αυτή την περίπτωση καμία απεικόνιση δεν προκάλεσε στα μωρά μεγαλύτερη έκπληξη από την άλλη.

Η πιο ξεκάθαρη εξήγηση είναι ότι τα μωρά έχουν τα ίδια ένστικτα με τους μεγάλους: οι άνθρωποι, τα ζώα, οι θεοί ή οι άλλοι παράγοντες μπορούν να δημιουργήσουν τάξη ή αταξία, όμως οι μη παράγοντες, όπως οι καταιγίδες ή οι μπάλες που κυλάνε, μπορούν να δημιουργήσουν μόνο αταξία.

Τορτίγιας και σορτσάκια

Φυσικά οι θεοί δεν δημιουργούν μόνο ή βάζουν τάξη στον φυσικό κόσμο, διαθέτουν επίσης υπερδυνάμεις: υπεργνώση, υπεραντίληψη και αθανασία. Μήπως αυτές οι ιδιότητες των θεών – επειδή διαφέρουν και είναι ανώτερες από τις ικανότητες των ανθρώπων – είναι δύσκολο να υιοθετηθούν από τα παιδιά;

Οπως φαίνεται, συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Σε μια σειρά μελετών άλλων ερευνητών τα παιδιά φαίνεται να θεωρούν ότι όλοι οι παράγοντες έχουν υπεργνώση, υπεραντίληψη και αθανασία, μέχρις ότου διδαχθούν το αντίθετο.

Για παράδειγμα, σε μια μελέτη που έγινε στο Μεξικό με επικεφαλής τη Νίκολα Νάιτ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης οι ερευνητές έδειξαν σε παιδιά των Μάγιας ηλικίας από τεσσάρων ως επτά ετών μια γαβάθα από νεροκολοκύθα στην οποία συνήθως βάζουν τορτίγιας. Εχοντας το άνοιγμά της σκεπασμένο, ρωτούσαν τα παιδιά τι είχε μέσα. Αφού αυτά απαντούσαν «τορτίγιας», τους έδειχναν – προς έκπληξή τους – ότι τελικά περιείχε σορτσάκια. Οι ερευνητές στη συνέχεια κάλυπταν ξανά το άνοιγμα και ρωτούσαν αν διάφοροι παράγοντες θα μπορούσαν να ξέρουν τι είχε μέσα. Στους παράγοντες περιλαμβάνονταν ο θεός της καθολικής θρησκείας, ο θεός ήλιος των Μάγιας, τα πνεύματα του δάσους, ένα είδος μπαμπούλα ονόματι Τσιτσί και ένας άνθρωπος. Στην κουλτούρα των Μάγιας ο θεός των Καθολικών βλέπει τα πάντα και γνωρίζει τα πάντα, ο θεός ήλιος γνωρίζει όλα όσα συμβαίνουν υπό τον ήλιο, η γνώση των πνευμάτων του δάσους περιορίζεται στο δάσος, ενώ ο Τσιτσί είναι απλώς ένας μπελάς.

Τα μικρότερα παιδιά απάντησαν ότι όλοι οι παράγοντες θα ήξεραν τι είχε μέσα η γαβάθα. Στην ηλικία των επτά η πλειονότητα πίστευε ότι ο θεός των Καθολικών θα ήξερε ότι η γαβάθα είχε μέσα σορτσάκια αλλά ο άνθρωπος θα νόμιζε ότι είχε τορτίγιας. Είχαν επίσης αίσθηση των διαφορετικών αποχρώσεων στο επίπεδο γνώσης των άλλων υπερφυσικών παραγόντων. Παρόμοιες διαπιστώσεις έχουν γίνει με παιδιά στην Αλβανία, στο Ισραήλ, στη Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ισως κάνω λάθος, όμως η ερμηνεία μου γι’ αυτά τα ευρήματα είναι ότι τα μικρά παιδιά βρίσκουν ευκολότερο να θεωρήσουν ότι οι άλλοι ξέρουν, αισθάνονται και θυμούνται τα πάντα από το να σκεφτούν επακριβώς ποιος ξέρει, αισθάνεται και θυμάται τι. Η «αυτόματη προεπιλογή» τους είναι να πιστεύουν στις υπερδυνάμεις μέχρις ότου η διδασκαλία ή η εμπειρία τους τούς πει κάτι διαφορετικό.

Αυτό το συμπέρασμα σχετίζεται με την ανάπτυξη μιας ικανότητας η οποία ονομάζεται «θεωρία του νου» και αφορά το πώς κατανοούμε τις σκέψεις, την αντίληψη, τις επιθυμίες και τα αισθήματα των άλλων. Η θεωρία του νου είναι σημαντική για να λειτουργήσουμε κοινωνικά, αλλά αργεί να αναπτυχθεί. Ορισμένα τρίχρονα και πολλά τετράχρονα απλώς θεωρούν ότι οι άλλοι έχουν πλήρη, ακριβή γνώση του κόσμου.

Ενα παρόμοιο μοτίβο παρατηρείται με την κατανόηση των παιδιών για το αναπόφευκτο του θανάτου. Μελέτες από τη συνεργάτιδά μου Εμιλι Μπέρντετ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης υποδηλώνουν ότι η «προεπιλεγμένη» εικασία είναι ότι οι άλλοι είναι αθάνατοι.

Τα παιδιά πιστεύουν χωρίς κατήχηση

Η διαπίστωση ότι τα παιδιά των Μάγιας θεωρούσαν ότι όλοι οι θεοί θα ήξεραν τι ήταν μέσα στη γαβάθα είναι σημαντική για έναν ακόμη λόγο: δεν μπορεί να αποδοθεί στην απλή κατήχηση. Ο,τι και αν λένε κάποιοι, τα παιδιά δεν χρειάζεται να κατηχηθούν για να πιστέψουν στον Θεό. Εκ φύσεως κατατείνουν προς αυτή την ιδέα.

Ο ισχυρισμός μου είναι ότι αυτά τα ποικίλα χαρακτηριστικά του αναπτυσσόμενου μυαλού – μια έλξη προς τις βασιζόμενες σε παράγοντες εξηγήσεις, μια τάση ερμηνείας του φυσικού κόσμου μέσω του σχεδιασμού και του σκοπού, μια υπόθεση ότι οι άλλοι έχουν υπερδυνάμεις – καθιστά τα παιδιά εκ φύσεως δεκτικά στην ιδέα ότι ίσως υπάρχει ένας ή περισσότεροι θεοί, μια ιδέα που τα βοηθάει να ερμηνεύσουν τον κόσμο γύρω τους.

Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι αυτή η αντίληψη της θρησκείας ξεφεύγει από τις θεολογικές πεποιθήσεις. Τα παιδιά είναι γεννημένοι πιστοί όχι του χριστιανισμού, του Ισλάμ ή οποιασδήποτε άλλης θεολογίας, αλλά αυτού που αποκαλώ «φυσική θρησκεία». Εχουν ισχυρές φυσικές τάσεις προς τη θρησκεία, αλλά οι τάσεις αυτές δεν τα προωθούν αναπόφευκτα προς κάποια θρησκευτική πίστη.

Αντίθετα, ο τρόπος με τον οποίο το μυαλό μας λύνει τα προβλήματα παράγει έναν εννοιολογικό χώρο ο οποίος έχει το σχήμα του Θεού και περιμένει να γεμίσει από τις λεπτομέρειες του πολιτισμού στον οποίο γεννιόμαστε.

Ο κ. Τζάστιν Λ. Μπάρετ είναι διευθυντής του Κέντρου Ανθρώπινης Ανάπτυξης Thrive στο Θεολογικό Σεμινάριο Φούλερ στην Πασαντίνα της Καλιφόρνιας.