Ο «Κρατύλος» είναι κατά τη γνώμη μου ένας πλατωνικός διάλογος που θα έπρεπε κάθε μαθητής ελληνικού σχολείου αποφοιτώντας όχι απλά να γνωρίζει τι λέει μέσα αλλά και να είναι σε θέση τα διδάγματά του να τα εφαρμόζει στη ζωή του. Ετσι, ανάμεσα στα άλλα θα ήξερε ότι μπορεί να βαφτίζουμε κάτι με ένα όνομα χωρίς αυτό το όνομα να κυριολεκτεί. Και για να έλθουμε στα σημερινά καταναλωτικά προϊόντα, όταν βλέπουμε κάπου να λέει ότι κάτι έχει και άρωμα ρίγανης ή γεύση φράουλας αυτό δεν σημαίνει ότι εκεί μέσα έχουν φέρει και έχουν ρίξει ρίγανη από τον Ταΰγετο ή ότι έστιβαν με τα χέρια τους τις φράουλες και τις έβαζαν στο παγωτό.

Σε σχέση με τις γεύσεις και τα αρώματα αυτοί που γνωρίζουν λένε ότι μοιάζουν λίγο και με μουσικά έργα. Υπάρχει μια βασική κλίμακα, κάτι σαν το στημόνι στον αργαλειό, και μια ποικιλία από άλλες νότες, σε ρόλο αντίστοιχο με το υφάδι, που παρεμβαίνουν και δίνουν στο μουσικό κομμάτι τον δικό του χαρακτήρα. Υπάρχει λοιπόν ανάλογα μια βασική γεύση και κάποια επιπλέον στοιχεία για να δημιουργηθεί η γεύση που έχουμε καταχωρίσει στο μυαλό μας ως γεύση ρίγανης, πορτοκαλιού ή σέλινου. Μετά την ανακάλυψη συσκευών όπως ο Χρωματογράφος Αερίων και ο Φασματογράφος Μάζας οι ερευνητές προχώρησαν αρκετά σε σχέση με το ποια είναι τα βασικά συστατικά που προκαλούν την αίσθηση μιας συγκεκριμένης γεύσης. Δεν έχουν φθάσει στο τέλος του δρόμου αλλά έχουν διανύσει ήδη μιαν απόσταση. Και αυτό μπορώ να το κάνω πιο συγκεκριμένο. Η γεύση φράουλας σε ένα μιλκσέικ επιτυγχάνεται σήμερα αν πάρουμε 48 διαφορετικές ουσίες που έχουν καταγραφεί μία προς μία (από ηλιοτροπίνη ως υδροξυφενυλ-2-βουτανόνη) που δεν χρειάζεται να μας γεμίσουν εδώ τη στήλη. Εχει όμως βρεθεί ότι για τη γεύση του καρπού μιας πραγματικής φράουλας συνεργάζονται περίπου 350 διαφορετικές ουσίες. Οπότε εύκολα βγάζει ο καθένας τα συμπεράσματά του. Αυτό όμως που δεν βγαίνει εύκολα όταν ο καταναλωτής πραγματοποιεί αγχωμένος τις αγορές του ένα Σάββατο πρωί ή λίγο προτού κλείσει το υπερ-μπακάλικο για βράδυ είναι ότι εκείνη η έκφραση με «φυσικό άρωμα» μπορεί να εννοεί κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ ό,τι εκείνος έχει στο μυαλό του.

Με βάση κάποια οδηγία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, από το 1991 δεν είναι υποχρεωτικό να διευκρινίζεται επάνω στη συσκευασία αν ένα συστατικό είναι φυσικό ή τεχνητό. Τεχνητό θεωρείται όταν παρασκευάζεται με χημικές μεθόδους και δεν είναι ταυτόσημο με ουσία που υπάρχει έξω στη Φύση. Υπάρχει όμως και αυτό που μοιάζει με φυσικό αλλά δεν είναι διότι παρασκευάζεται με χημικό τρόπο και η σύστασή του «μοιάζει» αλλά δεν είναι και ταυτόσημη με κάποιο φυσικό προϊόν. Τέλος, υπάρχουν και εντελώς φυσικά που προκύπτουν από διεργασίες φυσικές, ενζυματικές ή μικροβιολογικές, υλικών με φυτική ή ζωική προέλευση. Ετσι ο κατασκευαστής ενός προϊόντος έχει το ελεύθερο τις τεχνητές ουσίες να μην τις δηλώνει, ενώ με χαρά του δηλώνει ό,τι μοιάζει με φυσικό. Ας πάρουμε τις μπανάνες. Βασικό συστατικό που τους δίνει και τη χαρακτηριστική γεύση είναι ο αμυλεστέρας του οξεϊκού οξέος. Μπορεί, κάπως πρόχειρα διατυπωμένο αυτό, να προκύψει με τη βοήθεια ενός διαλύτη και απόσταξης από μπανάνες, αλλά και από οξεϊκό οξύ και αμυλική αλκοόλη με θειικό οξύ ως καταλύτη. Η δεύτερη αυτή ουσία δεν έχει βέβαια όλα τα συστατικά που δίνουν και τις πιο λεπτές αποχρώσεις στη γεύση της μπανάνας. Απλά θυμίζει κάτι από αυτήν και τελικά μας κάνει να συνδέουμε πιο πολύ με την μπανάνα εκείνο το προϊόν που προσομοιάζει με το φρούτο αυτό στη γεύση. Και ένα άλλο, ακόμη πιο οικείο παράδειγμα θυμίζω ότι είναι οι «τσίχλες με γεύση κανέλας».
Και σαν μην έφθαναν όλα τα παραπάνω, ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση προκαλεί το ότι επιτρέπεται στη συσκευασία να απεικονίζονται λαχταριστά φρούτα και καταπράσινα φυτά σε εξωτικούς κήπους που σε πείθουν από μόνα τους ότι εδώ με τα χεράκια μας τα στίψαμε και τα βάλαμε μέσα. Να, μόλις σκουπίσαμε και τα ζουμιά…